Ψιλή, αραιά, καταπίπτει η βροχή. Τα βελονοειδή των πεύκων φύλλα εκβάλλουσιν ελαφρόν στεναγμόν υπό τον υγρόν ασπασμόν της, ενώ η παχεία και εριβώλαξ της Μεσσηνίας γη αναδίδει την ιδιάζουσαν εκείνην οσμήν, της βροχής.
Στηριγμένος επί του παχέος κορμού παλαιού αλλά πυκνοφύλλου πεύκου προησπισμένος κατά της βροχής υπό του πυκνού του φυλλώματος θεώμαι και απολαμβάνω.
Πέριξ του κορμού λευκάζων σχηματίζεται κύκλος, ενώ αμέσως μετ’ αυτόν η γη υγρανθείσα εναλλάσσει το φαιόν προς το μέλαν χρώμα. Το βλέμμα μετά κόπου πολλού προς τον ορίζοντα φέρεται. Η βροχή σχηματίζει πυκνήν ομίχλην, παρέχει εντελώς την εντύπωσιν λεπτού λευκού πέπλου βεβρεγμένου.
Πού και πού όμως παραδόξως ο πέπλος υπό την επήρειαν του ανέμου ανυψούται ή και σχίζεται και ο οφθαλμός διακρίνων πέραν, μακράν, μικρόν μαυρισμένον τεμάχιον του δάσος ως μικροσκοπικόν καθρέπτην, τεμάχιον επιφανείας θαλάσσης φωτιζόμενον από δραπέτιδας ηλιακάς ακτίνας.
Το σπάνιον του θεάματος, η μεθυστική της βροχής οσμή με καθιστώσι γενναιότερον. Την βροχήν περιφρονών διέρχομαι την οδόν και εισδύω εις τας πυκνάς λόχμας τας πλαισιούσας την οδόν.
Κόσμος όλος κάλλους, σιγής, μυστηρίου. Κόσμος ντροπαλός και μετριόφρων, κόσμος απαιτών μάτι οξύ, αισθήσεις λεπτάς και ψυχήν ζητούσαν εν τη φύσει του πόνου της την λήθην.
Υπό την σκιάν των πευκών το έδαφος ξηρόν και είτα μικρά μονοπάτια δια μέσου δαιδάλων κρίνων και ροδοδαφνών και σχοινίων και δένδρων. Εδώ κλείεται το μονοπάτι από άγριον κισσόν εκτείνοντα τους πλοκάμους του προς την υπερκειμένην πεύκην, ενώ παραπέρα κενόν διάστημα, χαίνον και άχαρι, έργον της βαρβάρου χειρός σκαιού υλοτόμου. Η ζωή του μικροκόσμου φαίνεται σβεσθείσα. Αλλ’ υπό τους κλάδους των θάμνων, προς την ρίζαν αυτών, ζωύφια τινά φαίνονται περιφρονούντα την οργήν του ουρανού και εργαζόμενα τον σκληρόν της υπάρξεως αγώνα. Ραθύμως, όμως, κοπιωδώς, σαν μουδιασμένα. Μήπως και αυτών τα νεύρα η νοτιά νερουλιάζει;
Και είναι ωραίον το πράσινον φύλλωμα των πεύκων υπό την βροχήν και των σχοίνων οι σμαράγδινοι κλώνες, και οι μικροί αδάμαντες, οι σχηματιζόμενοι εκ διολισθησάσης σταγόνος επί των ιστών της αράχνης, οι τόσον των πραγματικών ωραιότεροι.
Και η βροχή πίπτει, ψιλή, σιγηλή, ενώ των πεύκων η κόμη λαμβάνει το τόσον σπάνιον δι ’αυτήν λουτρόν. Και η ηδονή είναι μεγάλη, ανέκφραστος, απερίγραπτος να είσαι μόνος ολομόναχος εν μέσω του ευγλώττου της φύσεως κάλλους, μακράν, μακράν του ανθρώπου, της λίμας του, της ενοχλήσεώς του, της αναπνοής του, της πλαδαρότητός του, των αστείων του, των απαιτήσεών του, της πεζότητός του, της σάχλας του.
Μόνος, μόνος με τον πόνον σου, με την αηδίαν της ζωής, με τους κρυμμένους σου πόθους, μέσα στο απέρριτον, στο μετριόφρον, στο σιγηλό κάλλον της ωραίας φύσεως.
Τα ίχνη εσβέσθησαν
Η βροχή πίπτει σιγαλή, ως δάκρυα ησύχως καταλειπόμενα επί του προσκεφαλαίου, εν τη σιγή του κοιτώνος, επί τη αναμνήσει φευγαλέου αρώματος, όπερ αι αισθήσεις σου ανέπνεον υπεράνω των απαισίων αυτών, οίτινες απ’ αυτής σε χωρίζουν.
Και διαβηματίζων τας ατραπούς και διασκελίζων τα μονοπάτια φέρεσαι ακουσίως όπου μαζί της το κάλλος του τοπίου εθαύμασες, όπου εισέπνευσες μαζί της το άρωμα του δάσους, όπου μαζί της ήκουσες του πτηνού το άσμα ή τον ψίθυρον της πεύκης. Και ζητείς τον κλώνα εις ον εκρέμασες το καπελάκι της, οξύνεις την όρασιν δια ν’ ανεύρης τα ίχνη των μικροσκοπικών ποδών της. Και ο κλων εκόπη και τα ίχνη εσβέσθησαν.
Αλλ’ εδώ, εδώ είχες απομακρύνει τους χαμηλούς κλάδους μικροσκοπικού πεύκου και τους έδεσες κόμπον δια να μη ενοχλούν το κεφαλάκι της, και απέκοψες την δασείαν κόμην αυθάδους κρίνου και έκαμες μαλακόν στρώμα από τα ξηρά φύλλα πεύκου δια να την κάμης ολίγον τόπον να καθίση αναπαυτικά.
Εδώ καθημένη και παίζουσα με την ομπρέλλα της, σε ελάλει με τη γλυκυτάτην παιδικήν φωνήν της, ενώ συγκεντρών ολόκληρον την ψυχήν σου εις τα μάτια σου την παρατήρεις, την ελάτρευες εν σιγή, ανίκανος ν’ αρθρώσης μίαν λέξιν, ζων μόνον δι’ αυτής.
Και το στρώμα των φύλλων του πεύκου διέλυσεν ο αδιάφορος πους του διαβάτου, και ο κόμβος των κλάδων του πεύκου ελύθη.
Και τίποτε, τίποτε δεν απέμεινε παρά η ανάμνησις μόνη εκείνης και ο πόνος, ο πόνος της καρδιάς σου.
Κ.Γ.
ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΣ ΧΕΙΜΩΝ
«ΘΑΡΡΟΣ» 29 Οκτωβρίου 1903
Ωρισμένως πλέον εισήλθομεν εις τον χειμώνα. Εις την εποχήν μας ότε όλα και φύσις και πράγματα σπεύδουν και διεξάγεται εις όλα τα ύψη της παγκοσμίου κλίμακος ο αγώνας της ταχύτητος, σπεύδει ο χειμών και πριν ακόμη λήξη το φθινόπωρον, ο άνεμος μηκάται σαρώνων τους δρόμους, ερημώνει τα ύπαιθρα και οι άνθρωποι χάνονται έντρομοι εις τους οίκους των, τα στοιχεία μαίνονται και η φύσις επαναστατεί.
Είναι πολύ πιθανόν ότι καθυστερεί τμήμα τι του θέρους. Είναι σχεδόν βέβαιον ότι δεν εξωφλήσαμεν ακόμη με την ζέστην και ότι ο ιδρώς θα μας στολίση με τα μαργαριτάρια του το μέτωπον και τα χέρια. Αλλ’ η διάρκεια θα είναι πολύ μικρά, είναι το γαϊδουροκαλόκαιρο.
Εν τω μεταξύ, όμως, ο χειμών προαγγέλλεται με το μούγκρισμα του βορρά, με τα σύννεφα με τις πυκναίς αστραπαίς και τα τρομερά μπουμπουνητά τα σείοντα το έδαφος ως ομοβροντία τηλεβόλων. Ο χειμών έρχεται με μεγάλα βιαστικά βήματα και είναι πλέον επιθυμητός ο χειμών δι’ εμέ. Διότι μόνον και μόνον εκουράσθην εις το θέρος και το φθινόπωρον και θέλω αλλαγήν, όπως θα κουρασθώ και τον χειμώνα και θα επιθυμώ την άνοιξιν, το θέρος και καθεξής.
Εις τας Αθήνας υπάρχει ωρισμένη κοινωνική τάξις ήτις κυριολεκτικώς ξετρελαίνεται για τον χειμώνα. Διότι λέγουν έχει καλλιτέραν χάριν η συγκέντρωσις μεταξύ τεσσάρων τοίχων, όπου τα βλέμματα δεσμεύονται, το τσάι θερμαίνει τας παρειάς και το πνεύμα σπινθηρίζει. Του χειμώνος αι συναθροίσεις έχουν, λέγουν, στενοτέρας σχέσεις. Ο στενός εκείνος χώρος δεσμεύει λέγουν την γοητείαν, ήτις ούτω δεν εξαπλώνεται και την χάριν ήτις δεν εξατμίζεται. Εις τας Αθήνας επί παραδείγματι ακούεις: αχ ωραίε χειμών, πότε θα έλθης; Σε περιμένω δια να ομιλήσω εις την γωνίαν την οποίαν σχηματίζουν τα βαρέα παραπετάσματα, δια να κολυμβήσω εις ατμόσφαιραν μύρων, και δια να απολαύσω το σαμοβάρι τερετίζον επάνω εις το τραπεζάκι. Και ενώ ταύτα ονειροπωλούν, τους μεθύει η αρμονία του θρου της μεταξίνης εσθήτος με το πλατάγισμα της βροχής και η αρμονία του ηχηρού γέλωτος με το μούγκρισμα του ανέμου, την οποίαν φαντάζονται.
Και εγώ εδώ εν Καλάμαις αισθάνομαι κάποιαν χαράν με την έλευσιν του χειμώνος, διότι θα κολυμβήσω εις ατμόσφαιρα μύρων… καπνού και ναργιλέ εις το καφενείον του Δήμου, όπου χάνομαι μετά το φαγητόν μέχρι του μεσονυκτίου, εκεί εις μίαν γωνίαν υπό τα ελαφρά παραπετάσματα της ξεβαμμένης διάνας θα μου θερμάνει τας παρειάς η φασκομηλιά με ολίγο ρούμι και αντί να κρυφογλυκομιλήσω, θ’ ακούω… επτά κούπες, τρίο και τέσσαρα, βάλτον φάντε, το τικ τακ της κρουομένης επί του μπιλιάρδου μπίλιας. Εκεί θα μεθύσκομαι με την αρμονίαν της πλαταγιζούσης βροχής και του ναργιλέ το γουργούρισμα, με την αρμονίαν του μηκουμένου βορρά και της βλαστήμιας της παρακαθημένης παρέας.
Ωραίε Χειμώνα. Μας αποξενώνεις από τον υπαίθριον κόσμον, και μας περικλείεις εις την ωραίαν συναναστροφήν των τεσσάρων τοίχων του… καφενείου.
Εις το σπίτι; Κοιμώνται όλοι από τας 6.
Ψηλός
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΡΥΟ
«ΘΑΡΡΟΣ» 11 Νοεμβρίου 1903
Μετά την διήμερον ραγδαιοτάτην βροχήν, χθες ανέτειλεν αιθρία ημέρα μετά των πρώτων χιόνων, αίτινες δειλά δειλά ως πρωτοπορεία ελεύκαινον τας κορυφάς του Ταϋγέτου. Το ψυχρό βορρειαδάκι από την νύκτα αφού εκαθάρισε τον ουρανόν από τα πυκνά μελανά νέφη τα οποία δεν επρόφθασαν να διαλυθώσιν εις βροχήν, εξηκολούθησε και την ημέραν να στεγνώνη τους λασπωμένους δρόμους και να υγραίνη τις ροδοκόκκινες μύτες του κόσμου.
Ο ήλιος ηγωνίζετο να τροφοδοτήση ταις πλάτες των ανθρώπων, οι οποίοι έσπευδον εις κάθε γωνίαν προσηλιακήν καταδιώκοντες τούτον. Πλην αδύνατος, ασθενικός δεν ηδυνήθη ν’ αντιστή εις το βορρά το κρύο και μετά, περί την μεσημβρίαν με εκτεταμένην των ακτίνων την ενέργειαν, υπεχώρησε ολοταχώς κρημνιζόμενος εις τα βουνά της δύσεως.
Ο κόσμος όμως τον υπεστήριξε μετά γενναιότητος παρακολουθών αυτόν μέχρι της τελευταίας στιγμής της φυγής του και δια τούτο από τας δύο μ.μ. εξεχύθη εις την παραλία ίνα εκεί, εις τον ανοικτόν ορίζοντα, όπου κανέν εμπόδιον δια της σκιάς του συντρέχει εις την παγωνιά του βορρά, απολαυστικώτερον ροφήση το θάλπος του εν αρμονία προς την μαγείαν, την οποίαν ο πόντος και το λοιπόν περιβάλλον παρέχει εις τους οφθαλμούς.
Και ήτο όντως ωραίον το θέαμα, μαγευτικόν. Τα βουνά της Σέλιτζας και της Μάνης εφαίνοντο ως πολύ πλησίον, καθαρότατα από την διαύγειαν της ατμοσφαίρας ήτις εν καιρώ ψύχους παρατηρείται, στολιζόμενα από τα λευκότατα χωριουδάκια. Αι ηλιακαί ακτίνες αντανακλώμεναι επί της επιφανείας της θαλάσσης, έπαιζον εις μύρια σχήματα με τους αφρούς των κυμάτων. Εντός των δύο βραχιόνων του λιμένος περικλείεται ένα κομμάτι θαλάσσης το οποίον εφαίνετο ως να εκουράσθη από την πάλην του ανέμου και ανεπαύετο ανακτών νέας δυνάμεις. Επ’ αυτού ελικνίζοντο οι μικρές βαρκούλες και τα μεγάλα ιστιοφόρα ενεπιστεύοντο τον ύπνον των υπό το νανούρισμα του ορίζοντος εις τα σχοινιά των καταρτίων βορριά. Και η πάλη μεταξύ του κριερού βορριά και των ακτίνων του Ηλίου εξηκολούθει. Ο ήλιος ηττηθείς και φεύγων εκρύβη.
Και ο επί της παραλίας κόσμος ηχμαλωτίσθη υπό το κράτος της παγωνιάς και τουρτουρίζων έσπευδεν επιστρέφων εις τα ίδια να αναμείνη την σημερινήν εμφάνισιν του ηλίου με την ελπίδα θερμοτέρων ακτίνων.
Ψηλός