Αυτό το οποίον μας γράφουν εκ Μελιγαλά είναι από τα απρόοπτα και τα παράξενα.
Η παχουλή βλαχοπούλα Μαρία Πανουργιά από το χωρίον Σολάκι κατέθελξεν έναν συγχώριόν της λεβεντόπαιδο, το οποίον με την ωμορφιά της είχε καταμαγευθή. Εις τα αισθήματα αυτά του νέου δεν ήρχισε ν’ ανταποκριθή και η παχουλή και ωραία αυτή κόρη του χωριού.
Προ καιρού δε αρκετού είχον συναντηθή και είχον φανερώση τον αμοιβαίον έρωτά των, υποσχεθέντες αιωνίαν αφοσίωσιν.
Δεν πέρασεν όμως πολύς καιρός και το πράγμα ήρχισε να ψιθυρίζεται στο χωριό και δεν ήργησαν να το μάθουν και στο σπίτι της.
Η Μαρία τότε από τον φόβον της ηναγκάσθη να μη συναντά τον εκλεκτόν της καρδιάς της και ν’ αρνείται τον μετ’ εκείνου έρωτά της. Την αποχήν της όμως αυτήν δεν ηδυνήθη να κρατήση εννοείται επί πολύ.
Και κάποτε μετά παρέλευσιν αρκετού χρόνου συνηντήθη πάλιν με τον νέον αυτόν.
Η συνάντησις όμως αυτή ήτο και τελευταία. Δυστυχώς, την απεκάλυψαν εις τους οικείους της, διότι κάποιος εξ αυτών τους είδε.
Όταν εγνώσθη τούτο στον πατέρα και λοιπούς συγγενείς της, τους ανεστάτωσε και θαύμα είναι πώς εσώθη η καϋμένη η Μαρία από τους εκμανέντας αυτούς.
Αφού ησύχασαν κατόπιν τα πράγματα απεφασίσθη να εκδικηθούν τον νέον συγκατανευσάσης, διότι δεν μπορούσε να κάμη και άλλως και της Μαρίας.
Καταλλήλως αύτη τον ειδοποιεί, ότι μια νυχτιά σκοτεινή, σκοτεινή και απαισία γι’ αυτόν θα τον περιμένη στο παράθυρο, εις το οποίον θ’ ανέβαινε με μια σκάλα, διότι ήτο λιγάκι ψηλά.
Μέσ’ το σπίτι της Μαρίας είχεν ετοιμασθή ένα καζάνι νερό ζεστό και ανέμενε τον φίλον.
Δεν ήργησε ούτος. Φθάνει στο σπίτι, μπαίνει, στην αυλή, παίρνει τη σκάλα και προσπαθεί ν’ ανέβη στο παράθυρο της αγαπητής του Μαρίας.
Δεν είχε όμως κατορθώση να φθάση μέχρις επάνω, οπόταν αντί των θερμών φιλιών και περιπτύξεων της Μαρίας, τον υπεδέχθη θερμότερον, καίον νερό του καζανιού, τον οποίον εκκενώθη κατ’ αυτού υπό των οικείων της Μαρίας.
Τοιουτοτρόπως ο δυστυχής νέος κατακαείς εκρημνίσθη της σκάλας και αναίσθητος ωδηγήθη κατόπιν εις το σπίτι του, όπου τώρα νοσηλεύεται εν κακή ευρισκόμενος καταστάσει, θύμα της απιστίας της Μαρίας, ο έρως της οποίας τον… έκαψε αληθινά.
Το πράγμα κατηγγέλθη εις την Εισαγγελίαν και διετάχθη η σύλληψις των… καυσάντων τον δυστυχή νέον.
Εξ αυτών συλληφθείς προχθές ο αδελφός της Μαρίας, Ιωάν. Πανουργιάς, ήχθη ενώπιον του Εισαγγελέως, δια να απολογηθή, διατί να καύση τον καϋμένον τον νέον, ο οποίος είχεν αρκετά καή από τον έρωτα της Μαρίας, ώστε να μη του χρειάζεται και με θερμό κάψιμο!!!
_______________
ΑΛΛΗΛΟΑΠΗΧΘΗΣΑΝ
Η ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΤΩΝ
-Προς του εισαγγελέως
-Η στάσις του πατρός του απαγωγέως
«ΘΑΡΡΟΣ» 19 Νοεμβρίου 1906
Ένας νέος εργατικός, ο Γεώργιος Μανούσος, προ καιρού είχε τρωθή με τα κάλλη τα κρουσταλένια της υφαντρίας και ευειδούς Κρουστάλως Σαραντοπούλου, η οποία δεν ήργησε ν’ ανταποκριθή εις τα αισθήματα αυτού.
Ο έρως των δ’ εγνώσθη εις την γειτονιάν, και τέλος μη υποφέροντες την απομάκρυνσιν, εις την οποίαν τους ετήρουν οι οικείοι των, όταν έμαθον τούτο απεφάσισαν να απαχθώσι. Και μια νυχτιά ευρούσα καιρόν η κόρη αύτη παίρνει μερικά ρούχα από το σπίτι της και ακολουθεί τον εκλεκτόν της.
Το πράγμα κατηγγέλθη υπό των γονέων της κόρης εις την αστυνομίαν, η οποία διέταξε την καταδίωξιν των νεαρών αλληλοαπαχθέντων.
Δεν ήργησε δε να τους συλλάβη προχθές την νύκτα κατά τας 11.30 δια των οργάνων της καταδιώξεως εν τινί οικία εν Αβραμιού, τη υποδείξει του πατρός της κόρης.
Τα όργανα ταύτα αμέσως ωδήγησαν το νεαρόν ζεύγος εις την Διεύθυνσιν της Αστυνομίας, όπου τούτο ωμολόγησε την αμοιβαίαν αγάπην του. Εκ της Αστυνομίας διευθύνθη εις την Εισαγγελίαν, εις ην παρουσιασθείς όμως ο πατήρ του νέου εδήλωσε δεν συγκατατίθεται εις τον γάμον αυτών.
Το ζεύγος τούτο ήδη κρατείται εις την Αστυνομίαν έως ότου συναινέση και ο πατήρ του νέου, ίνα τελεσθώσιν οι γάμοι των.
________________________
ΑΠΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΣΥΛΛΗΨΙΣ
ΑΛΛΗΛΟΑΠΑΧΘΕΝΤΩΝ
«ΘΑΡΡΟΣ» 23 Νοεμβρίου 1906
Ο χειμώνας φαίνεται εισήλθε και γόνιμος εις απαγωγάς. Μέχρι τούδε αριθμούνται ουκ ολίγαι κατ’ ευτυχή συγκυρίαν!
Ούτω οι από καιρού ανταγαπώμενοι εργατικός νέος Δημήτριος Κουτίβας και η μόλις δεκαπενταέτις κορασίς του Αριστείδου Χειλά ή Θαλασσοχώρη, Σμαράγδω, προχθές αλληλοαπήχθησαν.
Προστρέξαντες όμως οι οικείοι έκπληκτοι των αλληλολαπαχθέντων, διότι δεν εφαντάζοντο πρόωρον έρωτα εις τους νεοσσούς αυτούς, τους συνέλαβον. Επεμβάντων δε των αστυνομικών οργάνων ούτοι ήχθησαν τη Διευθύνσει, όπου ωμολόγησαν τον αμοιβαίον και θερμόν έρωτά των!
Συνέχεια ειδυλλίου της απαγωγής
«Θάρρος» 23 Δεκεμβρίου 1906
Προ ολίγου καιρού ένα ερωτικόν ειδύλλιον, του νεαρού εργατικού Δημ. Κουτίβα και της κόρης Σμαράγδως Αρ. Χειλά, κατέληξεν εις το ν’ αλληλαπαχθούν και να μη αργήσουν να επισκεφθούν και την αστυνομίαν, καταγγελθέντες από τους γονείς της κόρης, ότι όχι μόνον εκλάπησαν, αλλά έκλεψαν και διάφορα αντικείμενα.
Η κόρη ετέθη εις τας γυναικείας φυλακάς και ο νέος εις τας ανδρικάς κανονικώτατα!
Τώρα τους έβγαλαν, διότι δεν είχον κάμη οι άνθρωποι κανέν σοβαρόν αμάρτημα.
Η κόρη όμως αρνείται να βγη από το δωμάτιον και να παραδοθή εις τον πατέρα της, ο οποίος επήγε να την παραλάβη.
Χθες το απόγευμα μετέβησαν επί τόπου αστυνομία και αρχαί να σπάσουν την θύραν την οποίαν αύτη είχε κλείση, κατ’ ουδένα λόγον εννοούσα να παραδοθή εις τους γονείς της, κακόν τι ίσως προαισθανομένη από την οργήν αυτών.
Έθραυσαν την θύρα και εισήλθον εν τω δωματίω. Την συλλαμβάνει ο αστυνόμος και την παραδίδει εις τον πατέρα της του οποίου ξεγλιστρά. Και επαναλαμβάνεται η αυτή εκβίασις του ασύλου, αυτής εξακολουθούσης ν’ αρνείται με συνέχειαν άνευ τέλους.
__________________
ΑΠΑΓΩΓΗ ΝΕΑΝΙΔΟΣ ΥΠΟ ΦΥΓΟΔΙΚΟΥ
-Πολύφερνος γίνεται λεία του φυγοδίκου εν μέση οδώ
-Καταδίωξις και σύλληψις του φυγοδίκου
«ΘΑΡΡΟΣ» 5 Δεκεμβρίου 1906
Η 16έτης νεανίς Φιλιώ Δημητρέα εκ Καρδαμύλης αρκετά πλουσία και εύμορφος, ώστε να δικαιούται να είναι πολύφερνος νύμφη, προχθές μετέβαινε την 9ην π.μ. μετά της μητρός της Καλλιόπης χας Διον. Δημητρέα, της υπηρετρίας της και του αγωγέως της Παν. Τσιλιβά εκ Κάμπου εις Καρδαμύλην, όπου είχον διαμείνη ολίγας ημέρας δι’ εργασίαν των.
Όπου αναφαίνεται ο φυγόδικος
Αι γυναίκες αύται μετά του αγωγέως είχον προχωρήσει αρκετόν δρόμον, ολίγον ήθελον να πλησιάσωσιν εις την Καρδαμύλην, η οποία δεν απείχε πολύ από εκεί θέσιν Βολωνά.
Ενώ ανύποπτοι εβάδιζον αίφνης παρουσιάζεται προς αυτών επιτακτικώς διατάσσων να σταματήσουν εις οπλοφόρος και αγριωπός την όψιν, ο εκ Κάμπου φυγόδικος και εις τα μέρη εκείνα ενδιαιτώμενος Παναγ. Κολοκούβαρος ονόματι και έτερος επίσης φέρων δίκαννον όπλον άγνωστος.
Ο φυγόδικος από καιρόν είχε σκεφθή ν’ απαγάγη την κόρην αυτήν, από την απόκτησιν της οποίας πολλά δι’ εαυτόν διέβλεπεν εκτός των χρημάτων τα οποία θα έπαιρνε.
Είχε κατορθώση λοιπόν να μάθη τα καθέκαστα της αναχωρήσεως και επερίμενον εις το μέρος εκείνο εναγωνίως την νεαράν κόρην.
Η πάλη
Αμέσως τότε απειλητικώτατα διατάσσει τους άλλους μεν να φύγουν, η κόρη δ’ αύτη να τον ακολουθήση.
Εμβρόντητος ακούει ταύτα η κόρη, σπαράσσεται, φωνάζει, θρηνεί, ζητεί βοήθειαν. Η μητέρα πίπτει λιπόθυμος. Οι άλλοι προσπαθούην να την αποσπάσουν από τας χείρας του, αλλ’ ουδέν κατορθώνουν. Οι απαγωγείς με προτεταμένα τα όπλα α έφερον μεθ’ εαυτών πλησιάζουν την λιπόθυμον μητέρα και της αφαιρούν 430 δραχμάς ας είχε επί του μανδυλίου της, τέλος μετά πάλιν ολοκλήρου ώρας η κόρη λυσίκομος και θρηνούς σύρεται προς τα πλησίον βουνά από τον απαγωγέα της και τον βοηθόν του. Ο αγωγεύς και αι δύο γυναίκες μετά ταύτα επέστρεψαν εις την πρωτεύουσαν, τον Κάμπον και εγνωστοποίησαν το συμβάν.
Η καταδίωξις και η σύλληψις του φυγοδίκου
Λαβών γνώσιν αμέσως ο Αστυνομικός Σταθμάρχης Κων. Καρελάς, έσπευσε μετά των υπ’ αυτού ανδρών προς καταδίωξιν των απαγωγέων, οι οποίοι ευτυχείς δια την λείαν των, έσπευσαν ν’ απομακρυνθούν του μέρους εκείνου.
Μετά ωρών ολοκλήρων επισταμένην καταδίωξιν, τα αστυνομικά όργανα κατόρθωσαν ν’ ανακαλύψουν το κρησφύγετον του απαγωγέως, ον πολιορκήσαντες κατόρθωσαν να συλλάβουν, του άλλου μη ευρεθέντος εκεί.
Η δυστυχής κόρη σώα και αβλαβής παραληφθείσα υπό των χωροφυλάκων ωδηγήθη εις τον Κάμπον και κατόπιν παρεδόθη εις την κλαίουσαν μητέρα της.
Ο φυγόδικος δε την άλλην ημέραν δια συνοδείας εξ χωροφυλάκων μετεφέρθη τη ενταύθα Διευθύνσει της Αστυνομίας, εξ ης ωδηγήθη εις την Εισαγγελίαν και εκείθεν εις τας φυλακάς.
______________
ΑΠΑΓΩΓΗ ΥΠΑΝΔΡΟΥ
Αφαίρεσις 400 δραχμών
«ΘΑΡΡΟΣ» 13 Δεκεμβρίου 1906
Ο βοηθός του κρεοπώλου Πλεμενοπούλου Βασίλειος Πολίτης προ καιρού ηγάπα και αντηγαπάτο υπό της Πηνελόπης συζύγου του Δημ. Τσόλκα, παντοπώλου, παρά την σιδηράν γέφυραν.
Οι έρωτές των ούτοι είχον γνωσθή και ως εκ τούτου είχε περιορισθή η ύπανδρος αύτη. Οι περιορισμοί όμως ούτοι δεν ίσχυσαν καθολοκληρίαν να διακόψουν τον αμοιβαίον έρωτα του κρεοπώλου και της Πηνελόπης.
Τουναντίον κατέστησαν αυτόν θερμότερον, ώστε χθες την πρωίαν κατόπιν συνεννοήσεως τώσκασαν, άγνωστον πού φυγόντες δια να στήσουν την ερωτικήν αυτών φωλέαν.
Η Πηνελόπη – οία προσβολή του ονόματος! – εκτός ότι αφήκεν αρκετά παιδιά και εν μικρόν μάλιστα μη απογαλακτισθέν ακόμη, η αθεόφοβη συμπαρέλαβε μεθ’ εαυτή ολίγα ρούχα και 400 δραχμάς, ίνα χρησιμεύσουν προφανώς δια το ταξείδιόν των, το γαμήλιον!
Η απαγωγή αύτη της ηλικιωμένης υπάνδρου και του αισθηματίου κρεοπώλου κατηγγέλθη εις την αστυνομίαν, τα όργανα της καταδιώξεως της οποίας διετάχθησαν να σπεύσουν προς καταδίωξιν και σύλληψιν αυτών, το κρησφύγετον των οποίων δεν κατορθώθη να ευρεθή υπό των οργάνων αυτής.
Η καταδίωξις της υπάνδρου
και του κρεοπώλου
«ΘΑΡΡΟΣ» 16 Δεκεμβρίου 1906
Οι προχθές αλληλαπαχθέντες κρεοπώλης Πολίτης και η σύζυγός του Τσόλκα Πηνελόπη, αν και κατεδιώχθησαν επισταμένως υπό των αστυνομικών οργάνων, δεν κατέστη δυνατόν να ευρεθώσιν πουθενά, διότι ούτοι είχον εξεύρη ασφαλώς κρησφύγετον, του οποίου το άσυλον δεν παραβιάσθη από τα αστυνομικά όργανα.
Οι αλληλαπαχθέντες ούτοι φεύγοντες την καταδίωξιν και των αστυνομικών οργάνων και των οικείων των διήλθον των ορίων, καταφυγόντες κατά τας πληροφορίας των αστυνομικών εις Αβίαν και Καρδαμύλην, ίνα εκεί εν ανέσει «διάγωσι τας ημέρας των», έως ότου ξεκοκκαλίσωσι το τετρακοσιόδραχμον του πτωχού συζύγου, όπερ συμπαρέλαβε μεθ’ εαυτής η… κυρία του.
___________________
ΚΑΙ ΑΛΛΗ ΑΠΑΓΩΓΗ
Η σκηνή εν Παραλία
«ΘΑΡΡΟΣ» 16 Δεκεμβρίου 1906
Από τον οργασμόν των απαγωγών αι οποίαι ξεφυτρώνουν τας ημέρας αυτάς, πλουσιοπαρόχων παντρεμένων και ανυπάνδρων, μικρών και μεγάλων, δεν εξηρέθη και η Παραλία, η οποία εις κάθε τοιούτον ζήτημα εννοεί να πρωτοστατή.
Προ καιρού ηγαπώντο ο νεαρός λεμβούχος Κώστας Αραπάκης και η αρκετά εύμορφη και συνετή κόρη Παναγιώτα Μπουζάκλα.
Ο νεανικός των έρως ο οποίος επί τόσον χρόνον κατέφλεξε την καρδίαν των, δεν ηδύνατο να κρατή αυτούς μακράν αλλήλων. Και απεφάσισαν, την καθιερωθείσαν τακτικήν ακολουθούντες, ν’ αλληλαπαχθούν.
Και χωρίς καμίαν χρονοτριβήν προχθές το βράδυ ησυχώτατα και κανονικώτατα βοηθούμενοι από την καλοκαιρινήν νυχτιάν και από τον αδελφόν του Κώστα Μηνάν και τον φίλον των Ιωάννην Λεάκον με τα ολίγα πράγματα τα οποία είχον μαζί των, επήγαν εις Λέικα, ίνα ώσιν εν ασφαλεία από εισορμήσεις συγγενών και αστυνομικών οργάνων, τα οποία θα έθετον βέβηλον χείρα επ’ αυτών.
Αφού εκόπασεν ο σάλος εκ της απαγωγής ταύτης οι απαχθέντες ελευθεροκοινώνησαν… εγκατασταθέντες μονίμως εις την οικίαν του γαμβρού πλέον, συναινεσάντων και των συγγενών αυτών.
Οι αλληλαπαχθέντες εν Παραλία εις την Αστυνομίαν
«Θάρρος» 17 Δεκεμβρίου 1906
Ο Αστυνομικός Σταθμάρχης Παραλίας συνέλαβε χθες τους αλληλαπαχθέντας προ ημερών Κων. Αραπάκην και Παναγιώταν Μπουζάκλα και ωδήγησεν αυτούς εις την Διεύθυνσιν της Αστυνομίας, η οποία τους προέπεμψεν εις το κρατητήριον.
Εκείθεν τους ωδήγησαν τω Εισαγγελεί εις ον ωμολόγησαν ούτοι την αμοιβαίαν συγκατάθεσίν των.
Εν τη αστυνομία δε κατόπιν προσήλθον και οι γονείς των αλληλαπαχθέντων, οι οποίοι εν αρχή ανθίσταντο εις τον γάμον των παιδιών των, κατόπιν όμως παρεδέχθησαν και έσπευσαν να ετοιμάσωσι τα διάφορα χαρτιά δια να επακολουθήση το Ησαΐα χόρευε.