Στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου ορίζεται ως ασυνήθιστα χαμηλή η προσφορά που έχει απόκλιση μεγαλύτερη του 10% απί τις υπόλοιπες που κατατέθηκαν σ’ ένα διαγωνισμό
Ο έλεγχος των χαμηλών προσφορών, με στόχο τον περιορισμό των πολύ μεγάλων εκπτώσεων στα έργα, η ενίσχυση των δημοπρατήσεων έργων με μελετοκατασκευή και η ψηφιοποίηση της διαδικασίας παρακολούθησης των έργων περιλαμβάνονται στις προτεινόμενες ρυθμίσεις του σχεδίου νόμου που δόθηκε την Τρίτη σε δημόσια διαβούλευση.
Αντίθετα, μάλιστα, με ό,τι είχε αρχικά διακηρυχθεί, το υπουργείο Υποδομών προχωρά σε εκτενείς αλλαγές στη νομοθεσία περί δημοσίων έργων, με δηλωμένο στόχο την επίτευξη μεγαλύτερης διαφάνειας και τον περιορισμό καθυστερήσεων και αποζημιώσεων.
Τροποποιήσεις
Όπως σημειώνει ο Γιώργος Λιάλιος στην “Καθημερινή, “σύμφωνα με το υπουργείο Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων οι προτεινόμενες αλλαγές στον 4412/2016 έρχονται για τον εξορθολογισμό του πλαισίου για τα δημόσια έργα. Ο οποίος ήταν αναγκαίος, καθώς «ο νόμος σχεδιάστηκε με μεγάλη προχειρότητα και στη συνέχεια η ίδια η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ τον τροποποίησε 385 φορές», όπως αναφέρει η προχθεσινή ανακοίνωση του υπουργείου.
Ας δούμε συνοπτικά τις βασικότερες αλλαγές:
–Ορίζεται ως ασυνήθιστα χαμηλή η προσφορά που έχει απόκλιση μεγαλύτερη του 10% από τις υπόλοιπες που κατατέθηκαν σε ένα διαγωνισμό. Στην περίπτωση αυτή, η αναθέτουσα αρχή ζητεί εξηγήσεις κι αν δεν απαντηθούν εντός 10ημέρου, ο ενδιαφερόμενος αποκλείεται από το διαγωνισμό. Ενδιαφέρουσα προσθήκη είναι ότι οι παρεχόμενες εξηγήσεις «ιδίως ως προς τον προσδιορισμό των οικονομικών μεγεθών αποτελούν δεσμευτικές συμφωνίες και τμήμα της σύμβασης ανάθεσης, που δεν μπορεί να μεταβληθεί καθ’ όλη τη διάρκεια εκτέλεσης της σύμβασης».
–Με μια αμφίσημη διατύπωση ορίζεται ότι η ανάθεση ταυτόχρονα μελέτης και κατασκευής ενός έργου μπορεί να γίνει κατά τη διάρκεια ενός διαγωνισμού και λίγο πριν από την ανακήρυξη αναδόχου, εφόσον δε διαφοροποιείται ουσιωδώς το αντικείμενο.
–Ο υπουργός Υποδομών μπορεί να πραγματοποιεί διαβουλεύσεις με την αγορά ή να δέχεται συμβούλους πριν από τη διεξαγωγή ενός διαγωνισμού για έργα άνω των 15 εκατ. ευρώ ή μελέτες άνω του 1 εκατ. ευρώ. Εφόσον ο συμβουλεύων μετέχει στο διαγωνισμό, πρέπει οι προτάσεις του να κοινοποιηθούν και στους υπόλοιπους συμμετέχοντες, για να αποδειχθεί ότι δεν «καθοδήγησε» το υπουργείο υπέρ εαυτού.
–Όταν ανατίθεται από έναν ιδιώτη μέρος ενός έργου που ανέλαβε σε κάποιον άλλο (υπεργολαβία), τότε η αναθέτουσα αρχή θα πρέπει να ελέγχει την τεχνική ικανότητα του υπεργολάβου να εκτελέσει το συγκεκριμένο έργο.
–Αυστηροποιούνται οι αιτίες αποκλεισμού μιας εταιρείας από δημόσια έργα. Παλαιότερα ο φορέας που αντιμετώπιζε ένα ζήτημα (βλ. Επιτροπή Ανταγωνισμού) καλούνταν να λάβει μέτρα για να αποδείξει την αξιοπιστία (βλ. αυτοκάθαρση). Προτείνεται η εταιρεία να αποκλείεται αν διαπιστωθεί ζήτημα, αλλά έπειτα από ακρόαση.
Κριτήριο
–Κατά την ανάθεση συμβάσεων μελετών και παροχής τεχνικών ή επιστημονικών υπηρεσιών, το κριτήριο της (χαμηλότερης) τιμής έχει βαρύτητα 30% και τα λοιπά κριτήρια ανάθεσης 70%. Τα κριτήρια αυτά θα οριστούν από τον ΥΠΟΜΕΔΙ και πρέπει να περιλαμβάνουν οπωσδήποτε (με συντελεστή βαρύτητας 10%) τα κριτήρια των Πράσινων Δημόσιων Συμβάσεων. Αλλάζει ο μαθηματικός τύπος με βάση τον οποίο υπολογίζεται η έκπτωση στη συγκεκριμένη κατηγορία συμβάσεων.
–Αυξάνεται το όριο για απευθείας αναθέσεις μελετών από τις 20.000 στις 30.000 ευρώ (σε κάποιες κατηγορίες 60.000 ευρώ). Καταργείται η κλήρωση για τις συμβάσεις υπηρεσιών.
–Σε μεγάλες συμβάσεις (πάνω των 30 εκατ. ευρώ) που υλοποιούνται με ΣΔΙΤ ή παραχώρηση επιτρεπόταν να ανατίθενται απευθείας υπηρεσίες συμβούλου. Τώρα θα επιτρέπεται και για μέρος των υπηρεσιών αυτών, σε όλα τα στάδια (από τη μελέτη έως την παρακολούθηση λειτουργίας).
–Για έργα άνω των 10 εκατ. ευρώ προβλέπεται δυνατότητα διαιτησίας για την επίλυση διαφορών. Η δυνατότητα προσφυγής σε διαιτησία δίνεται και σε συμβάσεις όπου αυτό δεν είχε προβλεφθεί.
Πλήθος αλλαγών αφορά όχι μόνο στους διαγωνισμούς ανάθεσης, αλλά και στην εκτέλεση των έργων.
Συγκεκριμένα:
–Η επίβλεψη δημόσιων έργων μπορεί να ασκηθεί και από πιστοποιημένο ιδιωτικό φορέα (το ΥΠΟΜΕΔΙ θα ορίσει τα κριτήρια πιστοποίησης). Ο ιδιώτης θα είναι υπεύθυνος και ποινικά έναντι του κυρίου του έργου, ενώ η υπηρεσία θα διατηρεί το δικαίωμα ελέγχων του ιδιώτη.
–Ο ανάδοχος ενός έργου θα πρέπει να ελέγξει τη μελέτη εκτέλεσης έργων πριν από την εγκατάστασή του σε εργοτάξιο. Αν επιθυμεί αλλαγές, τότε αν αυτές είναι επουσιώδεις, μπορούν να εγκριθούν. Αν δεν είναι, τότε η σύμβαση διαλύεται χωρίς αποζημίωση για τον ανάδοχο. Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να απευθυνθεί στον πρώτο επιλαχόντα με την ίδια μελέτη κ.ο.κ.
–«Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης» η αρμόδια υπηρεσία μπορεί να ζητήσει την εκτέλεση εργασιών που τροποποιούν τη σύμβαση, πριν να υπογραφεί συμπληρωματική σύμβαση.
–Ο ανάδοχος απαγορεύεται να κάνει εργασίες που τροποποιούν τη μελέτη αν δε λάβει έγγραφη εντολή. Δε δικαιούται αποζημίωση για σταλίες, όσο περιμένει την έγκριση (η ρύθμιση έχει σαφή αναφορά στο μετρό Θεσσαλονίκης).
–Ο ανάδοχος ενός έργου θα πρέπει να τηρεί ηλεκτρονικό ημερολόγιο (αντί χειρόγραφο σήμερα) για την πορεία ενός έργου, το οποίο θα ενημερώνει καθημερινά και θα ελέγχεται από τον επιβλέποντα του έργου και τη διευθύνουσα υπηρεσία.
–Πέρα από τους ελέγχους του επιβλέποντος, θα γίνεται δειγματοληπτικός έλεγχος του 10% των επιμετρήσεων. Αν διαπιστωθούν τρεις φορές αναληθή στοιχεία, ο ανάδοχος κηρύσσεται έκπτωτος.
–Ως προς την ολοκλήρωση του συμβατικού χρόνου ενός έργου: ο ανάδοχος οφείλει να συνεχίσει τις εργασίες μετά το πέρας της προθεσμίας για το ήμισυ του συμβατικού χρόνου (ήταν το ένα τρίτο του συμβατικού χρόνου). Οι παρατάσεις μπορούν να δίνονται μετά αίτημα του αναδόχου, αλλά και χωρίς, από την αναθέτουσα αρχή. Με κάθε απόφαση παράτασης πρέπει οπωσδήποτε να επιμερίζεται η ευθύνη για την καθυστέρηση, ειδάλλως τη «φορτώνεται» ο ανάδοχος.
–Μέχρι σήμερα πριμ μπορούσε να δοθεί σε έναν ανάδοχο σε περίπτωση που το Δημόσιο το ζητούσε, για να καλυφθεί καθυστέρηση. Τώρα ορίζεται ότι το πριμ θα δίνεται ούτως ή άλλως αν ο ανάδοχος καταφέρει να παραδώσει το έργο ή κάποιο τμήμα αυτού 10% νωρίτερα. Το ύψος του πριμ παραμένει στο 5% της δαπάνης (πλέον της συμβατικής, όχι του αρχικού προϋπολογισμού)”.