«ΘΑΡΡΟΣ 10 Μαρτίου 1907: Νυκτερινή περιπλάνησις

«ΘΑΡΡΟΣ 10 Μαρτίου 1907: Νυκτερινή περιπλάνησις

Μίαν οδύσσειαν την οποίαν υπέστην οφείλω να σας την παρουσιάσω, αν αρέσκεσθε εις τα ταξείδια και δη τα νυκτερινά. Οδύσσειαν παρακαλώ, όχι βίον από εκείνα τα μαργαριτοφόρα εις τα οποία εβυθίζετο το κεφάλι των μικρών και η βασιλεία των οποίων έληξεν ευτυχώς, αλλά οδύσσειαν αληθινήν παθημάτων, προ της οποίας και ο Οδυσσεύς θα εσκέπτετο αν θα επήγαινεν εις την Τροίαν. Εννοείται, προκαταβολικώς σας λέγω, ότι αν εις το πανεπιστήμιον ιδρυθή έδρα τοιαύτη… εξερευνητική, περιπλανητική, δεν ηξεύρω και εγώ πώς θα ονομασθή, θα είμαι υποψήφιος εκ των πρώτων.

Εάν βεβαίως απαγορευθή τούτο εις τους διαρκώς περιπλανωμένους υπαλλήλους του Γεωργίου του Α΄ να προβάλουν αξιώσεις!

Δηλαδή η Ελλάς θα αποκτήση ένα μικρόν Στάνλευ και η Καλαμάτα τον μοναδικόν νεώτερον Ποταγόν της!

Αρχίζω να υπερηφανεύωμαι και να σκέπτωμαι σοβαρώς περί παρασήμου!

Αλλά πήρα δρόμο, σαν να είμαι χωροφύλαξ καταδιωκόμενος από… φυγόδικον, χωρίς να αρχίσω να σας εξιστορήσω τας ερεύνας μου, αι οποίαι θα σας κρατήσουν αδιάπτωτον το ενδιαφέρον, σαν ανάγνωσμα αθηναϊκής εφημερίδος! Μπορώ να σας ειπώ, μάλιστα, ότι δεν έχω καμμίαν δυσκολίαν να το… τροποποιήσω εις ανάγνωσμα με τα όλα του, ώστε να μη ηξεύρει κανείς αν είναι αλήθεια ή ψέμμα! Και τότε δεν θα κάμω κανέν παράξενο. Απλώς ό,τι μου επιβάλλει το επάγγελμά μου, καθώς ηξεύρετε πολύ καλά!!

Λοιπόν ήσαν περασμένα τα μεσάνυκτα και είχα πέση εις τας αγκάλας του Μορφέως – σαν ν’ αρχίζω μυθιστόρημα δεν είναι;- όταν κτυπά αποτόμως η θύρα του δωματίου μου. Σηκώνομαι, μισοενδύομαι και λαμβάνω εντολήν να σπεύσω να φέρω… παπά, ο οποίος αιφνιδίως εχρειάσθη εις το σπίτι. Και τοιαύτην ώραν σημειώσατε δεν ήτο δυνατόν να γίνη άλλως!

Φαντασθήτε την θέσιν μου να υπάγω να συναντήσω παπάν την ώραν εκείνην, τον οποίον και το πρωί άλλοτε όταν τον έβλεπα έδενα… κόμπον όχι μόνον παπάς, αλλά και καλόγηρος αν ήτο!

Και δεν ήσαν μόνον αυτά τα εμπόδια. Τόσα και τόσα άλλα… να πέση κανείς, όχι εις τα χέρια των λωποδυτών, διότι ευτυχώς δεν έχομεν τοιαύτην τάξιν και ευτυχέστερον δεν έχομεν να μας πάρουν τίποτε, αλλά εις τους πολυδαιδάλους δρόμους από τους οποίους δια να βγη κανείς πρέπει να έχει μελετήση τον… οργανισμόν τους! Και δια να το κάμη κανείς μόνον Δήμαρχος πρέπει να είναι!

Οπλίζομαι λοιπόν με το… δημοσιογραφικόν θάρρος με την απόφασιν να αντιμετωπίσω οίον δήποτε εχθρόν προς εκδίκησιν του οποίου εν ανάγκη να μεταχειρισθώ την πέννα μου!

Βγαίνω από την πόρτα του σπιτιού μου με όλας τας… προφυλάξεις τας οποίας επιβάλλει η λογική, δια να μην χάση βλέπετε το επάγγελμα και με όλους τους… φόβους μου κατορθώνω μετ’ ολίγον να ευρεθώ προς της… κυρίας πόρτας του ιερέως, την οποίαν μετά την προσφοράν – όχι από άρτον, αλλά από λόγια – των σεβασμάτων μου αρχίζω να… κτυπώ ανηλεώς. Κτυπούσα την πόρτα δια ν’ ακούση ο παπάς, καθώς κτυπάει και εκείνος την καμπάναν δια ν’ ακούσουν οι χριστιανοί, καθένας εννοείται δια το συμφέρον του!

Ελησμόνησα όμως, συγγνώμην – λησμονούμεν όσα δεν μας… συμφέρουν- να προσθέσω, ότι μαζί με την αποστολήν του να εύρω παπάν, έλαβα και άλλην από τον διευθυντήν μου να κάμω νυκτερινό ρεπορτάζ. Μου συνέστησε δε ιδιαιτέρως να κρατήσω λογαριασμόν πόσοι χωροφύλακες σκοποί δεν θα εκοιμώντο, αφού δεν είχαν καμμίαν δουλειάν. Διότι είχε εγερθή ζήτημα αν κοιμούνται όλοι ή μένουν και μερικοί να φυλάσσουν τους κοιμωμένους!

Και αυτό εννοείται το ανέλαβα και όποιο έφερνα εις πέρας από τα δύο, αν και τα δύο βαρέα, βαρύτερα από τους φόρους του Σιμοπούλου.

Ας φύγω όμως από τα χέρια των… κοιμωμένων χωροφυλάκων και ας έλθω να σταθώ ευλαβώς προ της πόρτας του παπά, ίνα αύτη μακροθυμήση και με ευσπλαχνισθή και αναγκάσει τον παπά να ακούση των παρακλήσεων δια να εκπληρώσω το πρώτον και σπουδαιότερον μέρος της αποστολής μου, δια το οποίον έπρεπε να δώσω εν συντόμω μάλιστα απάντησιν, διότι αν μετεχειριζόμην τίποτε υπεκφυγάς, θα ανεκαλυπτόμην.

Τα χείλη του ιερέως τα οποία ου ψεύδονται θα με διέψευδον. Και εφοβούμην και «το άλαλα τα χείλη» που διαβάζουν τώρα εις τας εκκλησίας από καμίαν κατάρα του παπά.

Και βλέπετε, δεν μπορούσα να εύρω έναν πόντο να με σιγοντάρη, που λέγουν οι χαρτοπαίκται. Παντού δυσκολίαι. Ένεκα των οποίων αναγκάζεται κανείς να πετάξη την πέννα, η οποία γυρεύει να φύγη μόνη της τότε.

Η πόρτα από τα τόσα κτυπήματα ήρχισε να δυσανασχετή και ο παπάς να… αισθάνεται ότι κάτι του ετάρασσε τον ύπνον.

Τραγική σκηνή καθ’ ην κόπτεται ο ύπνος του παπά από τα κτυπήματα της πόρτας, καλύτερα απ’ ό,τι κόπτονται οι άνθρωποι από τους σιδηροδρόμους και τροχιοδρόμους και από το αυτοκίνητον του Σιμοπούλου, δράστης της οποίας ήμην εγώ. Χωρίς εννοείται να καταδιώκωμαι, αν και δεν έχω την βουλευτικήν ασυλίαν και δεν είμαι της ισχυούσης πολιτικής!

Αλλά τι έχουν τα ασήμαντα αυτά προ της φοβεράς Οδυσσείας, την οποίαν υπέστην, όταν έπεσα εις τα χέρια των αστυνομικών οργάνων και ολίγου δει να επισκεφθώ το κρατητήριον, διότι είχα το γιακά σηκωμένον από το κρύο! Προτού όμως σας είπω όλα αυτά, θα σας τελειώσω πώς τα ξεμπέρδεψα με τον παπά, ο οποίος εβγήκε κατόπιν εις την πόρτα, όχι με την αγιαστούρα, αλλά με τα νυκτικά κάτασπρος!

Και δεν θα σας φανή παράξενον, ότι μου ετραγούδησε τον εξάψαλμον και με όλην την… δημοσιογραφικήν μου δεινότητα που μετεχειρίσθην να τον πείσω, ότι του επεβάλλετο να κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων τον ετοιμοθάνατον ασθενή, διότι αναμφιβόλως καθώς θα ηννοήσατε, δι’ αυτό εκαλείτο, διότι μόνον δι’ αυτό χρειάζονται οι σημερινοί παπάδες μας!

Χωρίς να χρονοτριβήσω περισσότερον εις το μέρος αυτό φεύγω με την βοήθειαν του εξάψαλμου του παπά και ακολουθήσατέ με αν έχετε την δύναμιν.

Δεν λέγω δε τίποτε άλλο, διότι και εγώ δεν ηξεύρω τι να είπω! Να το παραστήσω τραγικόν και να μην το αφήσω να παρέλθη απαρατήρητον… φοβούμαι τον αφορισμόν του παπά και τις κατάρες.

Ο παπάς απαλλαγείς – ας το ειπούμε και αυτό – της παρουσίας μου έσπευσε να επανεύρη τας αγκάλας… του Μορφέως, από τας οποίας τόσον ασπλάγχνως τον απεμάκρυνε δι’ ολίγον η φωνή, όχι του καθήκοντος, αλλά της κρουομένης πόρτας του, η οποία ακραδάντως πιστεύω ότι η δυστυχής θα είναι χίλιες φορές κατηραμένη από τον παπά και εις αιώνα τον άπαντα δεν θα μεταλάβη!

Και αντί δε να αγανακτώ, εκκλησιαστικώτερος εγώ του παπά, σαν καλός χριστιανός, έφυγα… ζηλεύων το παπάν και αναμιμνησκόμενος των ηδονικωτάτων περιπτύξεων ων εστερήθην, του Μορφέως! Και φυγών εκείθεν έπρεπε βεβαίως να σπεύσω προς ανεύρεσιν ετέρου παπά, να πέσω δηλαδή από την Σκύλλαν εις την Χάρυβδιν, που λέγουν.

Φεύγων τροχάδην και καταρώμενος παπάδες και διάκους, πεθαμένους και ζωντανούς και ωθούμενος υπό του… ευεργετικού βορρηά, διότι τα πόδια δεν είχον δυνάμεις, έτρεχον εις το… άγνωστον.

Σιωπή και ησυχία, σκότος και ερημία…

Απογοήτευσις με κατέλαβε, όχι δια την κατάστασιν των παπάδων μας, και εσταύρωσα τα χέρια μου και ανεφώνησα ως ο Ηησούς επί του Σταυρού: «Θεέ μου, διατί να αφήσης να φτιάσουν παπάδες! Ευσπλαγχνίθητι τον κόσμον και απάλλαξον αυτόν από τα γεννήματα αυτά. Ίλεως γενού και εισάκουσον των δεήσεών μου, ίνα μέγα το έλεος…».

Αμήν – λέγει μία φωνή στη στιγμή και ένα χέρι μου συλλαμβάνει τον… σηκωμένον γιακά…

Ω Θεοί και δαίμονες, τίνος έπταισα;

Ενόμισα ότι ήτο η δευτέρα παρουσία, ότι απέρχομαι του κόσμου τούτου. Ότι δεν ξαναβλέπω… εφημερίδας και παπάδες, τους μεγαλυτέρους εχθρούς μου, ότι δεν θα βλέπω βασιλόπαιδας και υπουργόπαιδας, να παίζουν με την ζωήν του πτωχού, ότι, ότι, ότι – και εγώ δεν ηξεύρω τι μου πέρασε την στιγμήν εκείνην από το μυαλό, το οποίον δεν ήτο στη θέσιν του, μετατεθέν άνευ διατάγματος του Βοκοπούλου ή του Καλογεροπούλου!

Δεν ήργησα να συνέλθω και να ευρεθώ προ του φρουρού της τάξεως!

Με συνέλαβεν εκείνος ταράσσοντα την ησυχίαν του παπά και επικαλούμενον την βοήθειαν του Θεού, όχι προς σωτηρίαν του παπά, αλλά προς σωτηρίαν μου και τον… συνέλαβον και εγώ έξυπνον! Εκέρδιζε εκείνος, εκέρδιζα και εγώ! Διότι θα ενθυμήσθε βεβαίως το δεύτερον μέρος της αποστολής μου να εξακριβώσω τους μη κοιμωμένους χωροφύλακας των εντεταλμένων – που λέγει η διαταγή – να φυλάσσουν την νύκτα. Και να ότι ελάμβανα την ευκαιρίαν χωρίς να λάβω άλλον κόπον να επιτύχω του δευτέρου μέρους της αποστολής μου.

Και όταν αφοσιωμένος εις το επάγγελμά μου αδιαφορών τελείως δια παν άλλο, ανεζήτουν εις την τσέπην μου να εύρω το απαραίτητον εις ημάς μολύβι, το και μόνον γνώρισμά μας, να σημειώσω την επιτυχίαν μου δια να μη την… ξεχάσω, διότι από τα πολλά που ξέρουμε ημείς, τα μικρά αυτά τα λησμονούμεν εύκολα! Και δεν το έκανε το περισσότερον δι’ αυτό, αλλά από την συνήθειαν που έχομεν να τα σημειώνωμεν όλα! Ο χωροφύλαξ άμα είδε το παράξενον να σημειώνω εγώ και να τον κυττάξω στα μάτια τάχασε ο… άνθρωπος. Ποιος ξέρει τι θα έβαλε με το μυαλό του πως ήμουν. Κάθε άλλο παρά… δημοσιογράφος!

Ίσως υπέθεσεν ότι ήτο κανείς ανώτερός του δι’ επιθεώρησιν και το ασυνήθιστον και παράξενον αυτό τον εκοκκάλωσε τον δυστυχή!

Όταν τον ηρώτησα πώς τον λένε, τι επάγγελμα κάνει, πόσων ετών είναι και τα λοιπά ανακριτικά, τα οποία μου εχρειάζοντο δια να κάμω σωστή δουλειά, ως ξέρετε, ότι μας χρειάζεται δια να βγάλωμε δικαίαν δηλαδή απόφασιν, ο δυστυχής χωροφύλαξ εστέκετο προσοχή και ακίνητος σαν…κούτσουρο!

Εν θριάμβω πλέον εγώ, ότι επέτυχον, αδιάφορον αν  ετιμωρείτο ο δυστυχής χωροφύλαξ, αν και θα ευχαριστούμην περισσότερον αν εις την θέσιν του ήτο ο παπάς, εξηκολούθησαν τον δρόμον μου, χαίρων και αγαλλόμενος, ότι ο διευθυντής μου θα ανεγνώριζε την υπηρεσίαν και την ικανότητά μου και θα με… παρασημοφορούσεν, αν είχε παράσημον, δίδων καλυτέραν θέσιν και περισσότερον χαρτί και μελάνην!

Μου υπελείπετο παπάς και έπρεπε αυτόν να εύρω.

Εννοείται αφήκα τον χωροφύλακα, ο οποίος δεν ηξεύρω πότε και πώς συνήλθεν, ή και αν είναι εν τη ζωή ο κακομοίρης!

Προς ανεύρεσιν λοιπόν τοιούτου… πράγματος έπρεπε να τρέξω. Και με όλην την χαράν δε, την οποίαν είχα άμα απεφάσισα αυτό δεν ήξευρα πού να διευθυνθώ.

Έτρεξα λοιπόν επάνω – κάτω και τάχασα δεν ήξευρα πού να πάω!

Αμέσως δ’ αντελήφθην να τρέχουν άγνωστοι κατ’ επάνω μου και ήρχισα να τρέμω από το φόβο μου.

Είχα κουρασθή και απεφάσισα να καθήσω, καθώς παρακαλώ να κάμετε και σεις τώρα.

Συνήλθα και εξηκολούθησα τον δρόμον μου προς εύρεσιν παπά. Διήλθα χαράδρας, λαγκάδια, βράχους, βουνά και κάμπους, που λέγει το ποίημα και ευρήκα πάλιν την πόρτα της οικίας του άλλου παπά, κλεισμένην και αυτήν. Η κυρία αυτή εις τα πρώτα κτυπήματα τα οποίας της… έδωκα εδέχθη να εξυπνήση τον επίσης κοιμώμενον παπάν, με τον οποίον κατόρθωσα να συνεννοηθώ εμμέσως και να του διατυπώσω τας… αξιώσεις μου και την αποστολήν μου. Η κυρία μάλιστα αύτη πόρτα φιλοφρονέστατα ήνοιξε και με εδέχθη. Και δεν επέρασεν ειμή κατ’ ελάχιστον ώραν εώς ότου να καλλωπισθή ο παπάς, διότι βλέπετε θα παρουσιάζετο να τελέση σπουδαίον μυστήριον. Εμουρμούρισε κάτι και με ηκολούθησε. Δεν ηργήσαμεν και επίπτομεν εις τας χείρας των χωροφυλάκων, περάσαντες έξω από την Αστυνομίαν, των οποίων εταράξαμεν τον ύπνον εις τοιαύτην  ώραν! Αυτοί έντρομοι εξύπνησαν και ενόμισαν, ότι κάτι έκαμαν… Πού τον πας τον παπά, μου φωνάζουν περικυκλώσαντές μας!!!

Ο παπάς ο οποίος με ηκολούθη κοιμώμενος και μουρμουρίζων εις τον θόρυβον αυτόν, εξύπνησε και εσταυροκοπείτο και επεκαλείτο αγίους και αγίας προς απελευθέρωσίν μας.

Ευτυχώς, όμως, με το όλο που δεν διακρίνονται δι’ εξυπνάδα ηννόησαν από την καθαράν όψιν του το πράγμα και υπεχώρησαν εις τα κρεβάτια των και ημείς εξηκολουθήσαμεν τον δρόμον μας, ο οποίος ελησμόνησα να σας είπω επήγαινεν εις τον Άγιον Αθανάσιον, ίνα εφοδιασθή με διάφορα αναγκαιούντα ο παπάς δια το έργον το οποίον θα εξετέλει! Και μετ’ ολίγον μ’ όλο το θάρρος το οποίον είχεν ο παπάς με τον Άγιον ανοίγει την πόρτα και εισέρχεται πρώτος αυτός μέσα. Εισέρχομαι και εγώ δια πρώτην φοράν, αν και πρωτύτερα είχα πη τόσα και τόσα δι’ αυτόν, χωρίς να τον… γνωρίζω! Το χάος μ’ ετρομαξεν, η μαυρίλα μ’ εκοκκάλωσε και εδικαίωσα τους κηρυχθέντας υπέρ της κατεδαφίσεώς του. Μετέβαλα γνώμην. Και αφηρημένος απ’ ό,τι έβλεπα μπαίνω μέσα του παπά εξελθόντος και κλείσαντος την πόρτα με την πεποίθησιν, ότι είμαι έξω. Φόβος και τρόμος.

Φωνάζει ο παπάς, φωνάζω εγώ, πετάγομαι έξω και τρέχω και σπρώχνω τον παπά να φθάσωμε σύντομα.

Τελειώνει η υπόθεσις μετ’ ολίγον και ο παπάς πάει να κοιμηθή και εγώ επίσης και λήγει, θεία συνάρσει, που λέγουν οι εκκλησιαστικοί, η περιπλάνησις και εγώ… κοιμώμενος αναιρώ τις κατάρες μου προς τους παπάδες και εύχομαι τω Υψίστω να μακροθυμήση επ’ αυτούς, να ελεήση αυτούς, δια να σώση τον κόσμον και εμένα τον τάλαν, τόσα μαρτυρήσαντα, ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν, οι δυστυχείς!

ΠΛΑΝΟΣ ΔΙΑΒΑΤΗΣ