Ένας αιώνας και 22 χρόνια συνεχούς έκδοσης μιας τοπικής εφημερίδας είναι σίγουρα πάρα πολλά.
Είναι πάρα πολλά, γιατί η Ελλάδα μέσα σ’ αυτά τα χρόνια έχει περάσει πολύ δύσκολες περιόδους, οι οποίες συμπαρασύρουν στις δυσκολίες τους και τις εφημερίδες.
Ειλικρινά, δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν χρειάζεται γι’ αυτή τη διαδρομή θάρρος, πείσμα ή δύναμη…
Τι το διαφορετικό έχει, άραγε, η εποχή που διανύουμε ως προς τη δυσκολία;
Θα προτρέξει ίσως κάποιος, απαντώντας «η οικονομική κατάσταση».
Πιστεύω πως πρώτιστα η δυσκολία οφείλεται στην ευκολία, χωρίς πραγματική γνώση και σκέψη, με την οποία κρίνουν πολλοί!
Ένας εκδότης διαπλεκόμενος, όλοι θεωρούνται ίδιοι…
Μία εφημερίδα σε «διατεταγμένη υπηρεσία», όλες το ίδιο…
Ένας δημοσιογράφος «πουλημένος», όλοι ίδιοι…
Όταν, λοιπόν, αγαπητέ αναγνώστη, θέλεις να κρίνεις ένα κείμενο, μην υποθέτεις τι υπονοεί ο τίτλος του, αλλά διάβασέ το.
Εάν επιθυμείς να κρίνεις μιαν εφημερίδα, αναφαίρετο δικαίωμά σου, κάν’ το, παρακολουθώντας τη μέσα στο χρόνο.
Αυτό απαιτεί η ορθή κριτική και η αξιοπρέπεια του σχολιασμού.
Με την ευχή αυτή η χρονιά να είναι πραγματικά καλύτερη, το «Θ» σας ευχαριστεί γι’ αυτά τα 122 χρόνια ύπαρξής του…
Άντα Αποστολάκη
Ο ΤΙΤΛΟΣ ΜΑΣ
Εις γέροντα τινά Νορμανδόν πολεμιστήν, η εξής αποδίδεται χαρακτηριστική της τευτονικής φυλής ομολογία πίστεως. «Απιστώ προς τα είδωλα και τα πνεύματα, εν τη ρώμη του σώματος και τω θάρρει της ψυχής κείται η πίστις και η ελπίς μου».
Την ομολογίαν ταύτην αναγνώσαντες προ τριετίας εις το σύγγραμμα του σοφού Σμαλς δεν ελησμονήσαμεν ούτε μίαν στιγμήν. Είναι ομολογουμένως κάπως σπανία η εφαρμογή δια τους χρόνους μας, αλλ’ εν τούτοις δεν είναι δυνατόν να επέλθη έστω και η ελαχίστη πρόοδος άνευ δραστηριότητος και θάρρους. Περί τούτου πάντες συμφωνούσι, εν Καλάμαις δε προπάντων ουδέποτε θα υπάρξη ο διαφωνών.
Εν τη καθόλου εξελίξει του πολιτικού, του κοινωνικού και του εμπορικού καθεστώτος δύο τινά πανθομολογουμένως απέλειψαν, α΄ το προβλεπτικόν πνεύμα και δεύτερον το θάρρος και η επιχειρηματικότης.
Η έλλειψις αύτη είναι ο μέγιστος παράγων όστις καθήλωσε τον τόπον εις επονείδιστον στασιμότητα. Όπου και αν στρέψη τις τους οφθαλμούς θα ίδη κάτι το οποίον θα του κινήση τον χόλον και την οργήν, θα μονολογήση ολίγον και κάποιον θα καταρρασθή ως αίτιον. Και εν τούτοις αυτός ούτος ο καταρώμενος αν εσκέπτετο άλλως, αναμφιβόλως θα επείθετο ότι αν ο ίδιος προϋνόει το στραβόν το οποίον κατηράτο δεν θα του εχάλα αναμφιβόλως τα νεύρα, μήτε θα τον έρριπτεν εις απογοήτευσιν και οργήν δια την δυστυχίαν την οποίαν είχε να γεννηθή Καλάμιος.
Εκ της συνεχούς ταύτης παρατηρήσεως επείσθημεν ότι ο τόπος είχε πρωτίστως ανάγκην να προβλέπη περί των μελλόντων, εσπεύσαμεν δε προ διετίας να εκδώσωμεν την «Πρόνοιαν». Και όντως επί δύο έτη ηγωνίσθημεν δι’ αυτής. Αλλ’ είδομεν ότι το προνοείν άνευ του θάρρους της εκτελέσεως των ως αναγκαίων κρινομένων υπό της Προνοίας, αύτη απέβαινεν εντελώς άγονος και αλυσιτελής.
Ό,τι ελέγετο ως ορθόν και δίκαιον, ό,τι ως σωτήριον και επιβεβλημένον ενομίζετο, παρέμενεν υπνώττον δια την έλλειψιν θάρρους περί την εκτέλεσιν. Η πρακτική επομένως ωφέλεια εμηδενίζετο και η θεωρία έμενε νεκρά εν τη εφαρμογή.
Τοιαύτην σκιαμαχίαν δεν επιτρέπετο εις ημάς να διεξάγωμεν, καίτοι κατά το πλείστον δεν μας αφεώρα. Τέλος ή έπρεπε να παύσωμεν συμβουλεύοντες μετά πολλών άλλων ή έπρεπε να οπλισθώμεν και με θάρρος Σπαρτιατικόν.
Ωπλίσθημεν.
Και εκδίδομεν σήμερον το «Θάρρος».
Ονομάζομεν την εφημερίδα μας ούτω, διότι αύτη έχει ανάγκην πολλού θάρρους ίνα ανταποκριθή εις το δημοσιογραφικόν της προορισμόν.
Την ονομάζομεν «Θάρρος» διότι έπρεπε να είμεθα πολύ θαρραλέοι ίνα επιχειρήσωμεν την έκδοσιν φύλλου καθημερινού εν Καλάμαις, ένθα ούτε εβδομαδιαία φύλλα ηδυνήθησαν να συντηρηθώσι.
Την ονομάζομεν «Θάρρος» διότι τέλος αυτής της παρορμήσεως έχει ανάγκην ο ελληνισμός ίνα προοδεύση.
Δι’ αυτό θαρρούντες προβαίνομεν, πιστεύοντες ότι το έμφρον θάρρος γεννή ήρωας.
4 Ιανουαρίου 1889
ΙΩΑΝ. ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ
Σαράντα χρόνια πίσω
Ήταν η Καλαμάτα τότε μια μικρή, μεσαιωνική, πολιτεία που το Κάστρο άπλωνεν ως την καρδιά της το βαρύ του ίσκιο, σύμβολο μαζί και φοβέρα. Οι στενοί της δρόμοι βυθίζονταν στο σκοτάδι του πετρελαίου, οι άνθρωποί της στην άγονη μόνωσιν. Στην απάνω Πλατεία βασίλευεν η παράδοσις του τυπωμένου χαρτιού με το περίφημο: «ας μάθη ο Βήκονσφιλδ».
Ήλθε ο Ιωάννης Αποστολάκης. Ούτε μηχανές, ούτε συστήματα ανεκάλυψε. Έδωκε στον τόπο του την εφημερίδα – είδησι, την εφημερίδα όχι «οργίλον» άρθρον, την εφημερίδα – βλέμμα πέρ’ από το Νέδοντα. Μα κοντά σ’ αυτό και γι’ αυτό, το αίμα της καρδιάς του.
Έπειτα ήλθαν οι πλατείς δρόμοι, τα μεγάλα πλοία, το φως στα μέτωπα των ανθρώπων.
Και η σκιά του Κάστρου δεν αγγίζει πια την καρδιά της Πολιτείας.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΕΝΤΗΡΗΣ
Αθήναι, Απρίλιος 1938