«Το θέμα δεν είναι η αυστηρή ή μη αυστηρή τήρηση των μέτρων κατά της πανδημίας από μέρους της Εκκλησίας. Η Εκκλησία από την πρώτη στιγμή ήταν υπέρ της αυστηρής τήρησης των μέτρων. Το ζήτημα φαίνεται ότι είναι η μονομερής απόφαση από μέρους της κυβέρνησης να αναθεωρήσει τα συμφωνηθέντα» τονίζει στο «Βήμα» ο μητροπολίτης Μεσσηνίας, καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κ. Χρυσόστομος, αναφερόμενος στην πρόσφατη «κρίση» με αφορμή τον εορτασμό των Θεοφανείων.
«Η Ιεραρχία δεν έχει τον τρόπο να επιβάλλει στους κληρικούς της τις αποφάσεις της» επισημαίνει. Υπογραμμίζει με έμφαση ότι «η Εκκλησία δεν μπορεί να γίνεται, είτε με το λόγο της είτε με τα έργα της, πρόξενος του κακού και του θανάτου, αλλά θα πρέπει να συμβάλλει στη διατήρηση και διαιώνιση της ζωής, η οποία είναι “δώρον Θεού”, και αυτό κάνει» και χαρακτηρίζει «γεννήματα φαντασίας» τα σενάρια διαδοχολογίας.
-Σεβασμιώτατε, είστε από τους αρχιερείς που από την πρώτη στιγμή δημοσιοποιήσατε τη θέση σας για την αυστηρή τήρηση των μέτρων. Τις τελευταίες ημέρες υπήρξε διάσταση και σύγκρουση μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας. Τι πιστεύετε ότι έφταιξε;
«Το θέμα δεν είναι η αυστηρή ή μη αυστηρή τήρηση των μέτρων κατά της πανδημίας από μέρους της Εκκλησίας. Η Εκκλησία από την πρώτη στιγμή ήταν υπέρ της αυστηρής τήρησης των μέτρων υγιεινής κατά της πανδημίας. Το ζήτημα φαίνεται ότι είναι η μονομερής απόφαση από μέρους της κυβέρνησης να αναθεωρήσει τα συμφωνηθέντα μεταξύ της Εκκλησίας και της Πολιτείας, η οποία επιτεύχθηκε περίπου δέκα μέρες προ της εορτής των Χριστουγέννων, ως προς τη Θεία Λειτουργία των ιερών ναών κατά τις ημέρες των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων. Τι έλεγε η συμφωνία αυτή; Τέλεση της Θείας Λειτουργίας ανάλογα με τα τετραγωνικά του κάθε ιερού ναού και τήρηση των μέτρων υγειονομικής προστασίας, δηλαδή χρήση μάσκας και απολύμανση, η δε ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού εντός του ιερού ναού και όχι σε εξωτερικούς χώρους.
Μέχρι τη στιγμή της μονομερούς αυτής αναθεώρησης της απόφασης, η συνεννόηση Εκκλησίας και Πολιτείας είχε αποδειχθεί ότι και εφικτή ήταν και λυσιτελής και είχε και θετικά αποτελέσματα. Πάντα βρισκόταν ένα modus vivendi για να επιλυθούν τα προβλήματα και να ξεπεραστεί η οποιαδήποτε υποβόσκουσα κρίση. Η μονομερής απόφαση, όμως, φαίνεται ότι δεν ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτή, με αποτέλεσμα να φθάσουμε στις εξελίξεις της παραμονής της εορτής των Θεοφανείων.
Δε θα πρέπει να ξεχνάμε, επίσης, ότι στην Ελλάδα ισχύει ένα ιδιότυπο σύστημα σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, αυτό της “συναλληλίας” και των “διακριτών ρόλων”. Στο επίπεδο της “συναλληλίας”, λοιπόν, δε χωράει καμία μονομερής απόφαση από μέρους της Πολιτείας για θέματα της Εκκλησίας, αλλά απαιτείται μια συνεργασία και θα έλεγα μια συμφωνία μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, διαφορετικά κινούμεθα στα όρια της “υπαλληλίας” και όχι της “συναλληλίας”».
-Μέχρι στιγμής θρηνούμε περισσότερα από 5.000 θύματα. Πιστεύετε ότι κάθε φορά η Πολιτεία πρέπει να διαπραγματεύεται με την Εκκλησία για τη λήψη καθολικών μέτρων;
«Δε θα μιλούσα για διαπραγμάτευση, αλλά θα έλεγα ότι για όσα θέματα αφορούν στη λειτουργική ζωή και τη λειτουργικότητα των χώρων λατρείας μια συνεννόηση εκ των προτέρων καλό θα προκαλέσει και όχι κακό. Θα αποφεύγονται οι εντάσεις και οι συγκρούσεις. Ξέρετε ότι τα θέματα της λατρείας είναι ευαίσθητα στο χώρο τον εκκλησιαστικό, όταν μάλιστα αγγίζουν τα sacra interna corporis της Εκκλησίας. Η Εκκλησία, έχοντας την εμπειρία της ιστορίας και της παράδοσης, μπορεί να βοηθήσει την Πολιτεία, για τόσο ευαίσθητα ζητήματα, ώστε να λαμβάνει αποφάσεις με το λιγότερο δυνατό κόστος».
-Παρά τις δημόσιες παραινέσεις της Συνόδου, έχουμε δει ιερείς να παραβιάζουν τα μέτρα και τους κανόνες, αμφισβητώντας σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και αυτή την πανδημία. Πώς πιστεύετε ότι πρέπει να αντιμετωπίσει η Ιεραρχία το φαινόμενο;
«Η Ιεραρχία δεν έχει τον τρόπο να επιβάλλει στους κληρικούς της τις αποφάσεις της. Εκείνη υποδεικνύει και ο κάθε κληρικός, σύμφωνα προς την ιερατική και εκκλησιολογική του συνείδηση, πρέπει να τηρεί και να εφαρμόζει τις αποφάσεις της. Θα πρέπει, επίσης, να γνωρίζουμε ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να γίνεται, είτε με το λόγο της, είτε με τα έργα της, πρόξενος του κακού και του θανάτου, αλλά θα πρέπει να συμβάλλει στη διατήρηση και διαιώνιση της ζωής, η οποία είναι “δώρον Θεού”, και αυτό κάνει. Η απώλεια αγαπητών και προσφιλών προσώπων, κληρικών, λαϊκών και μοναχών θα πρέπει να αποτελέσει για όλους μας κριτήριο αξιολογικής κρίσης της στάσης μας έναντι των παραινέσεων της Συνόδου αλλά και της πανδημίας».
-Ποια είναι η θέση σας για το εμβόλιο και κυρίως έναντι όλων εκείνων που καταγγέλλουν τους εμβολιασμούς;
«Το ποιος θα κάνει το εμβόλιο είναι θέμα και απόφαση του καθενός σε σχέση προς τον προσωπικό του ιατρό. Αυτό δε μας δίνει, όμως, τη δυνατότητα να οχυρωνόμαστε πίσω από το λεγόμενο ατομικό δικαίωμα για να αποφύγουμε τον εμβολιασμό μας ή να αποτρέψουμε άλλους ή για να δικαιολογήσουμε τη δική μας αρνητική τοποθέτηση προβάλλοντας παράλληλα και μεταφυσικές ή συνωμοσιολογικές ερμηνείες. Το συγκεκριμένο εμβόλιο, όπως κάθε εμβόλιο στις εποχές των πανδημιών, είναι το σωτήριο μέσο για την επίτευξη μιας συλλογικής ανοσίας, με την οποία προφυλάσσουμε τόσο τον εαυτό μας όσο και τους συνανθρώπους μας.
Είναι χαρακτηριστική η απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, του έτους 1864, στην οποίαν οι αρνητές του εμβολιασμού κατά της “ευλογιάς” χαρακτηρίζονταν ως αυτόχειρες, το δε εμβόλιο ως “το μοναδικόν αντίδοτον φάρμακον και το ασφαλέστερον εν τη πασχούση κοινωνία μέσον προς ύφεσιν, προς αποτροπήν της μεταδόσεως και εντελή εξάλειψιν της ολεθρίου ταύτης νόσου”».
-Το τελευταίο διάστημα έχουν αρχίσει τα σενάρια της διαδοχολογίας στην Εκκλησία σχετικά με το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου. Ποια είναι η απάντησή σας;
«Τα σενάρια αυτά είναι γεννήματα φαντασίας όλων εκείνων οι οποίοι επενδύουν σε ιδιοτελείς σκοπιμότητες και συμφέροντα ή επιδιώκουν να δημιουργήσουν ρωγμές στην ενότητα του σώματος της Ιεραρχίας, ώστε αργότερα να φανούν ως σωτήρες. Τα σενάρια είναι άνευ αντικειμένου αφού έχουμε Αρχιεπίσκοπο “σώο, υγιή και μακροημερεύοντα”».