Ώρα 8 πρωινή. Σιγά σιγά σαν να φοβάται να ξυπνήση τη φύση στον πρωινό ύπνο της σηκώνεται πίσω από το βουνό της Σέλιτσας ο φωτεινός δίσκος και τα σύννεφα της ανατολής χρωματίζονται από το χέρι του αοράτου ζωγράφου με χίλια χρώματα και διαχρώσεις για να διαλυθούν σε λίγο σαν όνειρα ανοιξιάτικης αυγής, ενώ πέρα στο μεσσηνιακό κάμπο η χειμωνιάτικη χλόη δέχεται με πάθος και απόλαυση τα χάδια και τα αγκαλιάσματα των ηλιακών ακτίνων.
Είναι οι μελαγχολικές ημέρες του χειμώνα, που ο ήλιος έχει αφάνταστη γλύκα, ενώ όταν ο φωτεινός δίσκος θα κρυφτή πίσω σε μολυβένια σύννεφα, εκείνα σκυθρωπά θα χύνουν στη γη τα χειμωνιάτικα, τα ατελείωτα δάκρυα.
Απόγευμα στην ερημική Ντουάνα
Απόγευμα. Στην ερημική Ντουάνα αραιοί Καλαματιανοί αναπαύονται στα έρημα καθίσματα των καφενείων και καθένας ξαπλωμένος σε τέσσερες καρέκλες ρουφά τον καφέ του, την πολιτική στήλη των εφημερίδων και… τη γυναίκα που θα περάσει για να κάμη τη βόλτα της έως τον αντιβραχίονα.
Τα τραμ ανεβοκατεβαίνουν αδειανά και έτσι απαλλάσσουν την αστυνομία από του να βάνη φρουρούς και να μετρούν τους επιβάτας. Στου Κίσκηλα ολίγοι βαρκάρηδες, πάρα πέρα γνωστή γερουσία και στο Πανελλήνιον ολίγοι λεοντιδείς θυμίζονται τα περασμένα, ενώ ο αντιβραχίων απλώνει την αρίδα του και κοιμάται ήσυχος χωρίς να τον ταράσσουν ψίθυροι και εξομολογήσεις και αναστεναγμοί. Περιμένει με υπομονή το καλοκαίρι.
Το τραίνο
Ώρα 8.00 μ.μ. Το τραίνο ξεκίνησε από το Ασπρόχωμα και στο σταθμό μίαν ανησυχία. Λούστροι που περιμένουν να φορτωθούν, αμαξάδες να πάρουν αγώγι και παιδιά των ξενοδοχείων με τα χρυσοσείριτα καλπάκια. Το τραίνο φάνηκε στο γεφύρι με ανοιχτά τα μεγάλα του μάτια και χαιρετά με ένα παρατεταμένο σφύριγμα. Προτού να σταματήση μια φωνή ακούεται:
-Εφημερίιιιδες!!
Τα άπορα παιδιά βγαίνουν από το σχολείο τους και τρέχουν και κυνηγούνται και βγάζουν φωνές μεταλλικές και αργυρόηχα γέλοια. Είναι τα περισσότερα παιδάκια του λαού χωρίς γονείς και προστασία που εργάζονται όλη την ημέρα και θα κλέψουν μια στιγμή από τη δουλειά τους για να ρίξουν στο μάθημά τους μια ματιά. Δεν ξέρω πόσο μου είναι συμπαθητικά τα χαρούμενα και γελαστά αυτά χαμίνια του δρόμου που θα γυρίσουν το βράδυ στο σκοτεινό σπιτάκι τους και δεν θα βρουν την αγκαλιά της μάνας να τα ζεστάνη. Τουρτουρίζουν μισόγυμνα και εν τούτοις πηδούν σαν κατσικάκια.
Μήπως ταράσσουν τα νεύρα των γαλαζοαίματων;
Η πόλις κοιμάται
Ώρα 2 μεσονύκτιον. Η πόλις κοιμάται προ πολλού. Κοιμάται από τη στιγμή που θα κλείση ο μπάρμπα – Τζανής και ο αγαθώτατος Χρήστος με ευγένειαν ιπποτικήν θα καληνυκτίση.
Κάπου ακούεται φωνή και τραγούδι, είναι οι γυναίκες των καφέ – σαντάν.
Είναι οι ιέρειες του έρωτος της νυκτός. Πηγαίνουν να κοιμηθούν.
Είναι περασμένες 3 του μεσονυκτίου και μόνον ο δυστυχής χωροφύλακας με σηκωμένο το γιακά και με νυσταγμένα τα μάτια περιφέρεται ως σκιά στους ερημικούς δρόμους, και τα βήματά του μέσα στη σιγαλιά της νυκτός αντηχούν μίαν απήχησιν πένθιμη. Όλα κοιμούνται. Από την άκρη του δρόμου ξεπροβάλλει ένα φαναράκι και ακούεται μία φωνή δυνατή που γίνεται δυνατώτερη στη νυκτερινή ησυχία:
-Χαλέπι! Ζεστό! Βράζει!
Σε λίγο άλλο φαναράκι που σε κάνει ν’ ανατριχιάσης σαν να περνάη κάτι υπερφυσικό και υπερκόσμιο. Είναι δύο. Ο ένας κρατάει το φαναράκι και από πίσω ένα σκυμμένος και ξέσκουφος γεροντάκος.
Είναι ο παπάς που πάει να μεταλάβει κάποιον ετοιμοθάνατο.
Ντιν – Νταν – Νταν – Νταν!
Σε λίγο ακούεται ένα καμπανάκι:
Ντιν – Νταν – Νταν – Νταν!
Είναι οι ιέρειες του Χριστού που ξυπνούν. Πηγαίνουν να γονατίσουν μέσα στη μυρωμένη, στην παρθενική εκκλησίτσα των.
Είναι οι καλόγρηες.
ΑΓΝΩΣΤΟΣ