Λάτρης της τέχνης και των ιστορικών αναγνωσμάτων, δεινός ιστιοπλόος με σπουδές στη Ναυπηγική στο King’s College του Πανεπιστημίου Ντάραμ της Αγγλίας, ο εκλιπών επίτιμος πρόεδρος, Γιάννης Κωστόπουλος, ηγήθηκε του ομίλου της Alpha Bank για τέσσερις δεκαετίες. Ονειρευόταν να διασχίσει τις θάλασσες του κόσμου με ιστιοφόρο, αλλά βρέθηκε στο πηδάλιο της οικογενειακής επιχείρησης, του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος που είχε ιδρύσει ο παππούς του. Το 2014 παρέδωσε μεν τη σκυτάλη, αλλά από τη θέση του επίτιμου προέδρου του Δ.Σ., πιστός στην «τραπεζική ευθύνη» και το καθήκον, εξακολούθησε να παρακολουθεί στενά τα τεκταινόμενα, να ενημερώνεται ανελλιπώς και να επικοινωνεί συχνά με τον κόσμο των επιχειρήσεων.
Οι ρίζες της τραπέζης εντοπίζονται στον Εμπορικό Οίκο Ι.Φ. Κωστοπούλου, ο οποίος ιδρύθηκε το 1879 και ανέπτυξε τραπεζικές δραστηριότητες. Το 1916, με τη συνεργασία της Λαϊκής Τραπέζης, δημιουργήθηκε, με έδρα την Καλαμάτα, η Τράπεζα Ι.Φ. Κωστοπούλου. Μέσα από συνεχείς επεκτάσεις έφθασε στο απόγειο της ανάπτυξής της, στην Alpha Bank των υπερχιλίων υποκαταστημάτων, με κυρίαρχη την παρουσία της στην εν δυνάμει «Ελληνική ενδοχώρα» των Βαλκανίων.
Επέστρεψε στην Αθήνα το 1963 σε ηλικία 27 ετών, στη Διεύθυνση Χορηγήσεων της Τράπεζας Εμπορικής Πίστεως, που ίδρυσε ο παππούς του, Ιωάννης Φ. Κωστόπουλος, το 1916 και διοικούσε ο πατέρας του. Ο Γιάννης Κωστόπουλος διετέλεσε διευθύνων σύμβουλος και γενικός διευθυντής της Alpha Bank από το 1973 και παρέδωσε τη Διοίκηση ως εκτελεστικός πρόεδρος μετά 41 συνεχή χρόνια.
Η σημαντική ανάπτυξή της συντελέστηκε στις δεκαετίες ’70 και ’80, όταν μετονομασθείσα το 1972 σε Τράπεζα Πίστεως πρωτοπορούσε στον εκσυγχρονισμό του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, όπου μέσα από σημαντικές επενδύσεις σε επίπεδο τεχνολογίας αρχίζει σταδιακά να διαμορφώνει τη νέα φυσιογνωμία της, αλλά και τη ραγδαία επέκταση του δικτύου της. Ψύχραιμος, σταθερός και μαχητικός ο Γιάννης Κωστόπουλος δε φοβήθηκε ποτέ τις συγκρούσεις, πράγμα που απέδειξε έμπρακτα κατά τη δεκαετία του 1980.
Μετά την εκλογική επικράτηση του ΠΑΣΟΚ και την κυριαρχία του κρατικού τραπεζικού ολιγοπωλίου, ήλθε σε αντιπαράθεση με την κυβέρνηση, που παρενέβαινε σε κάθε έκφανση της οικονομικής και επιχειρηματικής ζωής του τόπου, καθώς και με τον κρατικοδίαιτο συνδικαλισμό που υποκινούσε πολυήμερες απεργίες. Η σθεναρή στάση που κράτησε τότε και οι ιστορικές αντιπαραθέσεις του με την ΟΤΟΕ, του απένειμαν τον τίτλο του σκληρού και άτεγκτου τραπεζίτη, που κατέστησε την Πίστεως σύμβολο της ιδιωτικής οικονομίας. Η τράπεζα αποτέλεσε τον πλέον αξιόπιστο συνεργάτη του ιδιωτικού τομέα, χρηματοδοτώντας μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις.
Η Τράπεζα Πίστεως το 1973 παρέμενε μια μικρή τράπεζα και το μερίδιό της δεν ξεπερνούσε το 4%-5%. Χρειαζόταν μια νέα ισχυρή κεφαλαιακή ενίσχυση από το εξωτερικό και μια πολιτική ανατροπή για να αλλάξει η μοίρα της. Ο καταλυτικός ρόλος της γνωριμίας του Γιάννη Κωστόπουλου με τον Μίνωα Ζομπανάκη, που μεσολάβησε για την εκ νέου έλευση των επενδυτών της κορυφαίας για τα δεδομένα αμερικανικής τράπεζας «Manufacturers Hanover» στην Αθήνα, συνετέλεσε στην προσκόμιση νέας πρότασής τους για την εξαγορά επιπλέον ποσοστού, με τη συνολική συμμετοχή τους να υπερβαίνει τελικά το 20% των μετοχικού κεφαλαίου της Πίστεως. Η πρώτη επαφή των Αμερικανών με την τράπεζα και η συμμετοχή τους στο μετοχικό κεφάλαιό της γίνεται στη δεκαετία του ’60, στο μέσο αυτής της σύντομης λόγω χούντας δεκαετίας.
Ο Παναγής Βουρλούμης επιστρέφει το 1977 στην Ελλάδα ύστερα από μια επιτυχημένη πορεία στα διεθνή τραπεζικά ως αντιπρόσωπος της Manufacturers Hanover και δύο χρόνια αργότερα αναλαμβάνει τη διοίκηση της Εμπορικής. Ο τελευταίος παραμένει στη διοίκησή της μέχρι να καταφθάσει ο κόσμος της Αλλαγής του Ανδρέα Παπανδρέου, οπότε αποχωρεί και αναλαμβάνει επικεφαλής της Alpha Finance.
Δίδεται έτσι η δυνατότητα στον Γιάννη Κωστόπουλο να εδραιώσει την παρουσία της τράπεζάς του, στο νέο πεδίο της κεφαλαιαγοράς και του χρηματιστηρίου. Λίγα χρόνια αργότερα οι δύο άνδρες δημιουργούν την πρώτη ελληνικών συμφερόντων εμπορική τράπεζα, την «Banca Bucuresti», στην πρωτεύουσα της Ρουμανίας, πρωτοποριακή για τα δεδομένα της μετακομμουνιστικής Ανατολικής Ευρώπης, αποτελούσα το επιτυχημένο μοντέλο απόπειρας διεθνοποίησης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Στην κορύφωση της χρηματιστηριακής περιπέτειας το 1999 η Alpha Τράπεζα Πίστεως εξαγόρασε την Ιονική Τράπεζα, πραγματοποιώντας τη μεγαλύτερη ιδιωτικοποίηση που είχε γίνει ποτέ στην Ελλάδα. Τον Απρίλιο του 2000 η συγχώνευση των δύο τραπεζών ολοκληρώνεται και προκύπτει η νέα τράπεζα Alpha Bank, που διέθετε στοιχεία ενεργητικού αξίας 25,3 δισ. ευρώ, με χρηματιστηριακή αξία 7,5 δισ. ευρώ. Αποτελεί το δεύτερο Όμιλο στην Ελλάδα με 437 υποκαταστήματα, 720 ATMs και 2,7 εκ. λογαριασμούς πελατών. Ήταν μια κορυφαία στιγμή για την επέκταση της τράπεζας και την ενίσχυση του κύρους του Γιάννη Κωστόπουλου.
Ο πραγματικός θρίαμβος, όμως, ήρθε το 2013 με την ολοκλήρωση του σχεδίου του πατέρα του Σπύρου, την εξαγορά της Εμπορικής Τράπεζας από την Credit Agricole SA. οπότε η Alpha συγκαταλέγεται πλέον ως μία εκ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών της Ελλάδας.
Αλλά η ύφεση είχε ήδη βαθύνει πολύ και τόσο η χώρα όσο και το τραπεζικό σύστημα κλυδωνίζονταν, με φόντο τη χρεωκοπία, και η ανακεφαλαιοποίηση αποτελούσε ένα πραγματικό σενάριο και για την Alpha Bank. O Γιάννης Κωστόπουλος εξασφάλισε τότε τα αναγκαία κεφάλαια από τον εμίρη του Κατάρ, για να παραμείνει η Alpha Bank ισχυρή και κεφαλαιοποιημένη. Ήταν η μόνη τράπεζα με θετική καθαρή θέση, που της επέτρεψε να λάβει τη μικρότερη κρατική βοήθεια και να ανακεφαλαιοποιηθεί, με τρόπο που περιόρισε τις απώλειες για τους μετόχους της. Τότε ο Γιάννης Κωστόπουλος θεώρησε ότι ήλθε η ώρα της αποχώρησής του και παρέδωσε τη διοίκηση στους Δημήτρη Μαντζούνη και Βασίλη Ράπανο.
Κατά την αποχώρησή του η Alpha Bank ήταν η δεύτερη σε μέγεθος τράπεζα της χώρας, με 1.000 καταστήματα, τα 600 στην Ελλάδα και τα υπόλοιπα σε άλλες επτά χώρες (Ρουμανία, Σερβία, Βουλγαρία, ΠΓΔΜ, Αλβανία, Κύπρο και Λονδίνο). Όμως, το πλάνο της αναδιάρθρωσής της μέσα στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης της χώρας και των «capital control» προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη μείωση του αριθμού των καταστημάτων της ως το τέλος του 2017, δραστικό περιορισμό δαπανών για εξορθολογισμό του κόστους και πολλούς ακόμα περιορισμούς.
Ο τρίτης γενιάς τραπεζίτης παρέμεινε αμετακίνητα σταθερός σε αρχές και αξίες, εκπρόσωπος μιας γενιάς επιχειρηματιών που ανδρώθηκε μέσα από τις περιπέτειες της μεταπολεμικής Ελλάδας, δεν ταυτίστηκε με κόμματα και δε στρατεύτηκε στην υπηρεσία συγκυριακών πολιτικών επιδιώξεων και σχεδιασμών, αλλά παρέμεινε πιστός στην αρχή της λαϊκής ετυμηγορίας και της δημοκρατικής νομιμότητας. Ακόμα κι όταν φωνές από τον ευρύτερο φιλικό και κοινωνικό περίγυρο τον ωθούσαν να αναλάβει ο ίδιος και η τράπεζα που διεύθυνε, την εκπροσώπηση των συμφερόντων της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80, αυτός παρέμεινε ψύχραιμος και πραγματιστής, ευγενής και προσηλωμένος σε σταθερές αρχές και αξίες που υπηρετούν την ενότητα και όχι τη διαίρεση και τον κατακερματισμό. Ένας συνδυασμός κοσμοπολίτη με ελληνολάτρη, που στέκεται πέρα από επιθετικούς χαρακτηρισμούς και στερεότυπα.
Ο Γιάννης Κωστόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1938 και ανδρώθηκε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που «ζούσε» από την τραπεζική δραστηριότητα και «ανέπνεε» με την τέχνη της ζωγραφικής, ανάμεσα στο εμπόριο του χρήματος και την ευαισθησία των χρωμάτων. Η στενή σχέση αυτών των δύο οικογενειακών συστατικών αντανακλάται στη φυσιογνωμία και τη δράση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννου Φ. Κωστόπουλου, που ίδρυσαν στην επέτειο των 100 χρόνων ζωής της οικογενειακής τράπεζας οι γονείς του Γιάννη Κωστόπουλου, ο Σπύρος και η Ευρυδίκη. Η τελευταία ήταν ζωγράφος, όπως και η κόρη της Άννη Κωστόπουλου, αλλά και η εγγονή της εικαστικός Δάφνη Κωστόπουλου, κόρη του Γιάννη Κωστόπουλου με τη Μουζάκη.
Με την τελευταία σύντροφο της ζωής του, τη ζωγράφο Ειρήνη Μολφέση και την κόρη του Δάφνη, μοιράζονταν την αγάπη του για τις τέχνες και απολαμβάνοντας την υπέροχη βεράντα του σπιτιού τους, σε μια ερημική παραλία των Σπετσών, ατένιζαν το απέραντο γαλάζιο και συζητούσαν με πάθος για έργα τέχνης, πολιτισμό και παρεμβάσεις ποιότητας στην καθημερινότητα της χώρας.
Το 1988 δημιούργησε την ιστιοπλοϊκή ομάδα της Ωκυάλου, η οποία κατέκτησε τρεις φορές το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ανοικτής Θαλάσσης, και το 1994 δημιούργησε την Alpha Sailing Team, η οποία λειτουργεί ακόμα και σήμερα σχολές ιστιοπλοΐας. Λάτρευε την ιστιοπλοΐα και είχε διακριθεί πολλές φορές σε αγώνες, σκόπευε δε, όταν εγκατέλειπε την τραπεζική, να ταξιδέψει σε ολόκληρο τον κόσμο με ένα καλό ιστιοφόρο.
Το όνειρό του, όμως, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, γιατί ποτέ δεν εγκατέλειψε την τράπεζα. Τη μεγάλη του λατρεία για τη θάλασσα και την τέχνη κληρονόμησε η μοναχοκόρη του Δάφνη, χαμηλών τόνων, όπως και ο πατέρας της. Ο Γιάννης Κωστόπουλος έχει επίσης έναν ακόμα γιο, τον Φίλιππο, με την τελευταία σύντροφο της ζωής του, Ειρήνη Μολφέση.
Ο Γιάννης Κωστόπουλος ήταν o μεγαλύτερος τραπεζίτης της μεταπολίτευσης, το έργο του καθόρισε τη σύγχρονη ιστορία της Alpha Bank και αναμόρφωσε το τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας. Πρότυπο εμπνευσμένου ηγέτη και δάσκαλος ζωής για όσους είχαν την ευλογία να τον γνωρίσουν και να συνεργασθούν μαζί του. Οραματιστής στη σύλληψη των ιδεών και τολμηρός στην εφαρμογή τους, φύσει αισιόδοξος και πρωτοστάτης της συνεχούς βελτίωσης και αλλαγής. Υπήρξε ο πλέον επιφανής Έλληνας συνομιλητής των κορυφαίων εμπορικών τραπεζιτών σε Ευρώπη και Αμερική. Στο πρόσωπό του συνυπήρχε η σύνεση, αλλά και η επιχειρηματική τόλμη, ο ρεαλισμός όπως και το όραμα, η ενόραση για το μέλλον του κλάδου, αλλά και η βαθιά πατριωτική ευθύνη, και δε δίστασε ποτέ να πάρει θέση, ακόμα και με προσωπικό κόστος, προκειμένου να ληφθεί η κατάλληλη απόφαση τη σωστή στιγμή. Τον ενδιέφερε η πρόοδος του συνόλου και οι κινήσεις του είχαν πάντα θεσμικό και ενωτικό χαρακτήρα.
Καλό ταξίδι, Πρόεδρε, με το αγαπημένο σας Ιστιοφόρο, σε φιλικές θάλασσες και ούριους άνεμους!
Βασίλειος Καλλικούνης