Σε κέντρο των παγκόσμιων εξελίξεων από άποψης σημασίας μετατρέπονται οι ΗΠΑ. Ο εμπορικός πόλεμος με την Κίνα που ξεκίνησε επί Τραμπ αποτελεί την κύρια απειλή για την παγκόσμια οικονομία. Σε αυτά τα αχνάρια βαδίζει και η νέα κυβέρνηση και πιθανή εντατικοποίηση του κρέμεται από μια κλωστή. Οι χωρίς προηγούμενο επιδείνωση των σχέσεών τους με τη Ρωσία και το πέταγμα στον κάλαθο των άχρηστων όλης της νεοφιλελεύθερης οικονομικής θεωρία συμπληρώνουν την εικόνα και σηματοδοτούν πια με ξεκάθαρο τρόπο την είσοδο της κρίσης σε ένα νέο επίπεδο.
Τη μέρα της ορκωμοσίας του ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ Μπάιντεν είχε δηλώσει ότι «Αυτή είναι η μέρα της Αμερικής, είναι η μέρα της Δημοκρατίας» και τόνισε την ανάγκη για ενότητα, για να «επουλωθούν οι πληγές».
Την ίδια μέρα ο Τραμπ δήλωνε: «Θα επιστρέψω πίσω με τον έναν ή τον άλλον τρόπο». Το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα έχει στήριξη από το 30% των Αμερικανών ψηφοφόρων, την πλειοψηφία δηλαδή των Ρεπουμπλικάνων, δείχνει ότι είναι πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα από ότι ο Μπάιντεν.
Αυτό το αντιλαμβάνεται πολύ καλά όλο το επιτελείο των Δημοκρατικών. Για αυτό το λόγο κάνουν στροφή 180 μοιρών στην οικονομική τους πολιτική, κάτι στο οποίο, καθόλου τυχαία, δεν κάνουν καμιά αναφορά οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη, Αναστασιάδη και γενικά όλοι οι ανάλογοί τους στην Ευρώπη.
Ναι, η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει ρίξει στον κάλαθο των άχρηστων όλη τη νεοφιλελεύθερη οικονομική θεωρία για λιγότερο κράτος και αυτορρυθμιζόμενες ελεύθερες αγορές. Αυτό είναι ένα τεράστιας σημασίας γεγονός.
Για τέσσερις δεκαετίες η θεωρία του λιγότερου κράτους αποτέλεσε το θέσφατο στην χώρα που τη γέννησε. Τώρα, σχεδόν από τη μια μέρα στην άλλη εγκαταλείπεται το δόγμα αυτό και βάζουν πλώρη για μια αντίστροφη πορεία. Από το κράτος που ήταν η απειλή, τώρα απειλή γίνεται η απουσία του. «Τέσσερις δεκαετίες χρόνιας ανεργίας και στάσιμων μισθών έχουν δείξει πόσο σημαντικές είναι οι δημόσιες δαπάνες για συνεχή ανάπτυξη… ο πραγματικός κίνδυνος είναι η λιτότητα…». Αυτά έγραψε πολύ πρόσφατα ο Robert Reich, πανεπιστημιακός και πρώην υπουργός εργασίας των ΗΠΑ. Αυτές οι θέσεις εκφράζουν σήμερα και πολλούς άλλους εκ των κυβερνητικών κύκλων στις ΗΠΑ.
«Ο Τραμπ άφησε πίσω του μια τερατώδη και δύσκολη κατάσταση…» και οι πιο μαζικές δημόσιες επεμβάσεις από την εποχή του New Deal «είναι ο τρόπος να την αντιμετωπίσουμε» (ο ίδιος).
Αυτή η στροφή δημιουργεί σοβαρές αντιπαραθέσεις και κλυδωνισμούς μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων. Κάτι που από μόνο του βάζει το ερώτημα, πρώτα από όλα, για τις πιθανότητες να επιτευχθεί ενότητα και να επουλωθούν οι πληγές, που είναι οι στόχοι του Μπάνιτεν στους οποίους αναφερθήκαμε πιο πάνω.
Μπροστά στην εισβολή στο Καπιτώλιο, μπροστά στο γεγονός ότι ακόμα και τώρα η συντριπτική πλειοψηφία των Ενόπλων Δυνάμεων στηρίζει τον Τραμπ, μπροστά στις πραγματικά φοβερές διαστάσεις που έχει η κρίση στη χώρα, μέρος της άρχουσας ελίτ δοκιμάζει ξανά αυτά τα οποία έφτυνε – την κρατική παρέμβαση για επενδύσεις χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη. Αυτό είναι το πιο αυτονόητο. Χωρίς επενδύσεις δεν υπάρχει ανάπτυξη, τελεία και παύλα. Η κρίση δεν είναι τίποτε άλλο από αποτέλεσμα της έλλειψης επενδύσεων από τον ιδιωτικό τομέα, τις οποίες δεν άφηναν να καλύψει το κράτος.
Το ζήτημα είναι προς τα πού θα διοχετευτούν οι κρατικές επενδύσεις και αν η επιστροφή στην πολιτική των κρατικών παρεμβάσεων και επενδύσεων από μόνη της είναι αρκετή. Είναι πάνω στην αποτυχία αυτής της πολιτικής που στήθηκε ο νεοφιλελευθερισμός. Μιας πολιτικής που ενώ για σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συνδέθηκε με την ανάπτυξη, τη δεκαετία του 1970 έδειξε τα όριά της και συνδέθηκε με την πρώτη παράλληλη, παγκόσμια μεταπολεμική κρίση.
Όσο και αν η νέα κυβέρνηση κάνει στροφή 180 μοιρών, δεν παύει να είναι κυβέρνηση του μεγάλου κεφαλαίου, κάτι που λίγοι θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν. Οι τραπεζικοί κολοσσοί θα είναι στις προτεραιότητές της. Οι ίδιο κολοσσοί που καθόρισαν και έλεγξαν το οικονομικό παιγνίδι όλα τα νεοφιλελεύθερα χρόνια. Οι ίδιο κολοσσοί που, αν δεν είχαν διασωθεί επανειλημμένα με κρατικές χορηγίες, θα ήταν δυο και τρεις φορές χρεοκοπημένοι.
Ύστερα, φυσικά, από αυτή την τεράστια χρηματοδότηση, δε θα μπορούσε να αποκλειστεί μια βραχύβια καλυτέρευση της κατάστασης μέχρι που η οικονομία του σημερινού συστήματος δείξει ξανά τα δόντια της. Ακόμα, όμως, και αν αυτή είναι η βραχυχρόνια εξέλιξη, θα βρίσκεται πάντα υπό την αίρεση των διεθνών εξελίξεων, της προ των πυλών έξαρσης του εμπορικού πολέμου με την Κίνα που μόλις τον απέφυγαν για περισσότερες από μία φορές τον τελευταίο καιρό και τη χωρίς προηγούμενο για δεκαετίες επιδείνωση των σχέσεων των ΗΠΑ με τη Ρωσία.
Με αυτά θα ασχοληθούμε σε αυτήν εδώ τη στήλη, «ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, το επόμενο Σάββατο.
Του Σωτήρη Βλάχου