Για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο δανείστηκα και ακολούθως παραποίησα ελαφρώς τον ευθύβολο και συνάμα συνταρακτικό τίτλο του γνωστού προφητικού κειμένου του αισθαντικού λογοτέχνη Δημήτρη Δημητριάδη «Πεθαίνω σαν χώρα», το οποίο δημοσιεύθηκε ως αυτοτελές βιβλίο, εν είδει σχεδιάσματος μυθιστορήματος, στα τέλη της ταραγμένης δεκαετίας του ’70 και έκτοτε παραμένει προσφιλές ανάγνωσμα εθνικής αυτογνωσίας.
Και εξηγούμαι περαιτέρω: το εν λόγω τευχίδιο, που καίτοι ολιγοσέλιδο είναι εντούτοις έμφορτο με πυκνά νοήματα και μεστούς προβληματισμούς, περιγράφει με συγκλονιστική ωμότητα τον αργό θάνατο μιας ολόκληρης χώρας, η οποία εμφανίζεται καταπτοημένη και παραιτημένη ενώπιον του τρομώδους φάσματος του μοιραίου. Η άλλοτε εύκαρπη γη, που ταυτίζεται με το απομαραμένο σώμα του ίδιου του συγγραφέα, ο οποίος είναι εγκλωβισμένος μέσα σε ένα ανελέητα βασανιστικό ψυχορράγημα, παρουσιάζεται ως αξιοδάκρυτος ερημότοπος, που εμποιεί παραλυτικό φόβο και προκαλεί πεισιθάνατη μελαγχολία σε κάθε ευαίσθητο παρατηρητή. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός ο ασυγκράτητος οικτιρμός για την προϊούσα κατάπτωση μιας άλλοτε ευημερούσας πολιτείας ξεσπάει στη συνέχεια σε ένα θυελλώδες κατηγορητήριο εναντίον μιας ολέθριας παθογένειας που ωσάν άλλη λοιμική ρημάζει τα πάντα στο διάβα της.
Δε θα μπορούσα, λοιπόν, καθώς νομίζω, να επικαλεστώ ευστοχότερη αναλογική ομοιότητα με όσα τωόντι θλιβερά και ανησυχητικά συμβαίνουν όσον αφορά, αφενός, στη γενικότερη λειτουργία του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και, αφετέρου, στην ειδικότερη υλοποίηση του προπτυχιακού προγράμματος σπουδών. Και σε αυτήν την περίπτωση ένας πάλαι ποτέ γόνιμος τόπος εκπαιδευτικής μέθεξης και επιστημονικής δημιουργίας, συνεδριακής καινοτομίας και ερευνητικής πρωτοπορίας στο ειδικό πεδίο των κλασικών σπουδών, αλλά και ευρύτερα στον τομέα μελέτης του ελληνικού πολιτισμού ως αδιάσπαστης και άτμητης συνέχειας από την αρχαιότητα έως τη σύγχρονη εποχή, κινδυνεύει να μετεξελιχθεί σε άνυδρη και άφορη περιοχή, που μόνον οδύνη και συντριβή προκαλεί στους αυτόπτες μάρτυρες αυτής της ανατριχιαστικής συμφοράς.
Μια αλλεπαλληλία γεγονότων κατά την τελευταία πενταετία έχει, δυστυχώς, παροξύνει στο μέγιστο βαθμό ποικίλα προβλήματα, που ομολογουμένως εντοπίζονται σε μικρότερη κλίμακα σε όλα ανεξαιρέτως τα πανεπιστημιακά ιδρύματα εν καιρώ οικονομικής ένδειας και υγειονομικής κρίσης. Τέτοια είναι, λόγου χάριν, η τραγική υποστελέχωση του Τμήματος Φιλολογίας, η απουσία επαρκώς ενημερωμένης κεντρικής βιβλιοθήκης, η κατάρρευση σημαντικών μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών με αρχαιογνωστική και φιλοσοφική στόχευση και ο τερματισμός καίριων επιστημονικών συμπράξεων με μητροπολιτικά ανώτατα ιδρύματα μέσω ευεργετικών μνημονίων συνεργασίας.
Η έλλειψη ιδιαίτερα μόνιμων διδασκόντων σε εμβληματικά γνωστικά αντικείμενα και σε ουσιώδεις τομείς της φιλολογικής επιστήμης υποσκάπτει σταδιακά τα θεμέλια του όλου οικοδομήματος.
Εν μέσω αυτής της στενόχωρης κατάστασης παρήγορο, ωστόσο, είναι ότι σύσσωμοι οι φοιτητές της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών και Πολιτισμικών Σπουδών στην Καλαμάτα, διά μέσου των δραστήριων φοιτητικών συλλόγων τους, έχουν ήδη προχωρήσει σε εντονότατα διαβήματα διαμαρτυρίας και έχουν προσέτι ενημερώσει λεπτομερώς την ακαδημαϊκή κοινότητα αναφορικά με τα προαναφερθέντα σοβαρά ζητήματα.
Θα πρέπει να υπογραμμίσω, επίσης, στο σημείο αυτό ότι τα μέλη της Κλασικής Κατεύθυνσης του Τμήματος Φιλολογίας, διαισθανόμενοι την κρισιμότητα της συγκυρίας και παραμένοντας προσηλωμένοι στις ιδρυτικές διακηρύξεις της πράξης θεμελίωσης της Σχολής, η οποία, πλην των άλλων, επιτάσσει τη συστηματική θεραπεία και την αδιάλειπτη προώθηση των κλασικών σπουδών, όχι μόνον έχουν δημοσιοποιήσει δεόντως urbi et orbi τα σχετικά φλέγοντα προβλήματα, αλλά συνάμα έχουν απευθύνει δραματικές εκκλήσεις για συμπαράσταση προς όλες τις κατευθύνσεις και προς άπαντες τους αρμόδιους φορείς και ιθύνοντες.
Ευκταίο θα ήταν, επομένως, να διασφαλιστεί το συντομότερο μια θέση διορισμένου καθηγητή στη Λατινική Φιλολογία, προκειμένου, αφενός, να διεξαχθούν χωρίς ενοχλητικές καθυστερήσεις οι επιβεβλημένες παραδόσεις των συναφών μαθημάτων και, αφετέρου, να διευκολυνθεί αργότερα η όποια προσπάθεια ίδρυσης μεταπτυχιακών και διδακτορικών προγραμμάτων σπουδών με πρωτοποριακές επιστημονικές θεματικές και καινοτόμα διδακτικά αντικείμενα στο χώρο της κλασικής φιλολογίας επ’ ωφελεία των φοιτητών. Είναι, όντως, ανήκουστο το Τμήμα Φιλολογίας στην Καλαμάτα να στερείται καθηγητή Λατινικής Φιλολογίας, όταν την ίδια στιγμή όλα τα υπόλοιπα φιλολογικά τμήματα στην Ελλάδα διαθέτουν ισχυρή εκπροσώπηση αυτής της θεμελιώδους ειδικότητας σε επίπεδο καθηγητικού δυναμικού, με αποτέλεσμα να προσελκύουν κατ’ έτος ένα μεγάλο αριθμό σπουδαστών λόγω της αρτιότητας των προσφερόμενων προγραμμάτων τους.
Έτι σημαντικότερον, η ενδυνάμωση των κλασικών γραμμάτων στην Καλαμάτα είναι πρωτίστως εθνική υπόθεση, διότι η αρχαιοελληνική και ρωμαϊκή παράδοση αποτελεί αναμφίβολα εκείνη την εμπνέουσα δύναμη που καθοδήγησε και συνεχίζει να καθοδηγεί αναρίθμητες γενιές Ελλήνων προς την πνευματική ανάταση και την ουσιαστική μόρφωση. Χρέος όλων μας είναι να μην αφήσουμε να σβήσει ένα διαπρεπές πανεπιστημιακό τμήμα που λειτουργεί σαν φάρος σοφίας και γνώσης στην περιοχή μας. Τότε πράγματι θα πεθάνουμε και σαν χώρα.
Του Ανδρέα Γ. Μαρκαντωνάτου
-Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, μέλος του Δ.Σ. του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού και επόπτης Αρχαίων Ελληνικών στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής