Η Δέσποινα Χατζή είναι από τις σημαντικές σύγχρονες Ελληνίδες συγγραφείς, με τα μυθιστορήματά της να είναι πρωτότυπα, «σφιχτοδεμένα», καλογραμμένα και συναρπαστικά, με στέρεο ιστορικό υπόβαθρο, χαρίζοντας επιπλέον τη γνωριμία με ένα ολόκληρο (παρελθοντικό) χωροχρονικό σύμπαν που αναβιώνει μέσα από επίπονες ιστορικές έρευνες.
Με συνεπή παρουσία στα ελληνικά γράμματα την τελευταία 20ετία, έχει κερδίσει το αναγνωστικό κοινό, ενώ είναι ιδιαίτερα αγαπητή και στην Καλαμάτα, όπου πριν λίγα χρόνια είχε παρουσιάσει το βιβλίο της «Σμαρώ-Από τον Βόσπορο στον Σηκουάνα», κάνοντας νέους φίλους και τονώνοντας μνήμες και δεσμούς νεανικών διακοπών.
Για μια ακόμη φορά η Δέσποινα Χατζή έχει «κάτι να πει» και το κοινωνεί με ένα νέο βιβλίο, «Το πανδοχείο. Στην ελληνόφωνη Καλαβρία», το οποίο είναι έτοιμο να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μίνωας.
Με αυτή την ευκαιρία το «Θ» επικοινώνησε με την κα Χατζή, η οποία μας παρουσιάζει το φρεσκοτυπωμένο πόνημά της και μέσα από την παρακάτω συνέντευξη μοιράζεται μαζί μας την εμπειρία της συγγραφικής της διαδρομής, αλλά επίσης σκέψεις και ανησυχίες από την ιδιότυπη αυτή εποχή του κορωνοϊού που όλοι ζούμε, δίνοντας «τροφή» για περαιτέρω προβληματισμούς…
-Συστήστε μας το καινούργιο σας βιβλίο και πείτε μας τι διαφορετικό… μας φέρνει;
Το «Πανδοχείο» είναι εμπνευσμένο από τη μακραίωνη ιστορία και τη σαγήνη του ιταλικού Νότου και εστιάζει στις ολέθριες συνέπειες του πολέμου. Η διαφορετικότητά του είναι ότι δια μέσου της μυθιστορίας αναδεικνύει την κοινή πολιτισμική καταγωγή μας με την αλλοτινή Μεγάλη Ελλάδα, εστιάζοντας στην ειδυλλιακή ύπαιθρο της ελληνόφωνης Καλαβρίας.
-Ποια ήταν η έμπνευση για το «Πανδοχείο» και τι σας εξέπληξε από τις έρευνές σας για τη Νότια Ιταλία;
Το «Πανδοχείο» γράφτηκε αξιοποιώντας την προσωπική εμπειρία μου από τη ζωή μου στην Ιταλία. Ζω ανά τακτά διαστήματα στην Μπολόνια, οπότε μου δίνεται η ευκαιρία να ταξιδεύω συχνά στον ιταλικό Νότο. Πριν από δύο χρόνια επισκέφτηκα τα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας. Αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι της αλλοτινής Μεγάλης Ελλάδας μού εκχώρησαν το προνόμιο της φιλοξενίας, της μαρτυρίας, της αφήγησης γεγονότων, της ξενάγησης, κάτι που δε μας εκχωρείται συχνά. Ζώντας αυτή τη συγκινητική εμπειρία από πρώτο χέρι, η ιδέα που είχα κατά νου για το βιβλίο έγινε ένα αίσθημα χρέους που με οδήγησε να αναδείξω αφηγηματικά την ελληνόφωνη Καλαβρία. Έτσι τρεις μήνες μετά επισκέφτηκα και πάλι το Νότο κι έμεινα για ένα μεγάλο διάστημα, για να γνωρίσω και κάποιες πόλεις-σταθμούς που θα εξυπηρετούσαν τη μυθιστορία. Με εξέπληξε η γνήσια φιλοξενία και η βαθιά αγάπη των κατοίκων της ελληνόφωνης περιοχής για την Ελλάδα.
-Λόγω του κορωνοϊού προφανώς δε θα έχετε άμεσα την ευκαιρία για ζωντανές βιβλιοπαρουσιάσεις. Θεωρείτε ότι η διαδικτυακή επικοινωνία και οι διαδικτυακές εκδηλώσεις… σώζουν την κατάσταση;
Είναι γεγονός ότι παρουσιάσεις-για την ώρα τουλάχιστον-δε γίνονται. Ο ρόλος της διαδικτυακής επικοινωνίας ήταν και είναι καθαρά ενημερωτικός και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει την άμεση επικοινωνία με τον αναγνώστη. Στο πλαίσιο της ενημέρωσης και μόνο μπορούμε να πούμε ότι σώζει κάποια κατάσταση.
-Τι σημαίνει για εσάς η συγγραφή;
Αποτελεί το φρένο μου κατά κάποιον τρόπο. Είναι η βραδύτητα στην εποχή της ταχύτητας που μου δίνει τη δυνατότητα στοχασμού και αυτοσυγκέντρωσης.
-Πλησιάζετε τα 20 χρόνια εκδοτικής παρουσίας. Πόσο σας έχει αλλάξει αυτή η διαδρομή; Και είναι αυτός ο δρόμος όπως τον φανταστήκατε;
Η συγγραφή έχει μια συγγένεια με την ιδιοσυγκρασία μου, γι’ αυτό και δε θα ‘λεγα ότι μ’ έχει αλλάξει θεαματικά. Ο δρόμος δεν είναι όπως τον είχα φανταστεί. Με την ιδιότητα της αναγνώστριας φανταζόμουν τη διαδικασία πιο ανώδυνη. Χρειάστηκε να γίνω συγγραφέας για να νιώσω τον αληθινό κάματο του ανθρώπου που γράφει.
-Υπάρχουν κάποιες ξεχωριστές δικαιώσεις (ή και απογοητεύσεις) μέσα από όλη αυτή την πορεία θα θέλατε να μοιραστείτε;
Δικαίωση, όχι ξεχωριστή αλλά ανθρώπινη, είναι να βλέπεις τα βιβλία σου να έχουν απήχηση στο αναγνωστικό κοινό.
-Έχετε γράψει μέχρι τώρα τα βιβλία που επιθυμούσατε και όπως τα επιθυμούσατε; Τι άλλο υπάρχει στον ορίζοντα;
Έχω γράψει τα βιβλία που επιθυμούσα και όπως τα επιθυμούσα. Υπάρχει μια σκέψη για το επόμενο βήμα, αλλά νωρίς να μιλήσουμε γι’ αυτό.
-Τι είναι αυτό που σας «τραβάει» προς την Ανατολή; Σμαρώ, Οι Αλεξανδρινές… Είναι ίσως οι ρίζες καταγωγής σας και πώς ακριβώς λειτουργεί αυτό μέσα σας;
Κατά μία έννοια «Οι Αλεξανδρινές» ήταν ένα χρέος απέναντι στις ρίζες μου, είναι γεγονός όμως ότι με γοητεύει να αναβιώνω αφηγηματικά τα γεγονότα μιας μακρινής εποχής, όπως στο βιβλίο «Σμαρώ» και στο «Πανδοχείο».
-Κάποια βιβλία σας απαιτούν μεγάλη έρευνα για να στηθεί το «σκηνικό». Πόσο δύσκολο είναι αυτό και πώς το καταφέρνετε;
Είναι γεγονός ότι ο βαθμός δυσκολίας είναι μεγάλος, αλλά αυτή η δυσκολία είναι που κρατά το ενδιαφέρον μου ζωντανό κατά τη διάρκεια που το γράφω.
-Η πανδημία του κορωνοϊού πώς επηρέασε το βιβλίο; Υπάρχει και θετικός αντίκτυπος;
Δεν είναι καθόλου απίθανο η πανδημία του κορωνοϊού να είχε θετική επίδραση στο βιβλίο, θα το δούμε σε βάθος χρόνου.
-Ο τομέας της υγείας και γενικά της επιστήμης τον οποίο υπηρετήσατε ανταποκρίθηκε ικανοποιητικά στην παγκόσμια υγειονομική κρίση;
Από την πλευρά των υγειονομικών έγιναν υπεράνθρωπες προσπάθειες. Η μάχη όμως είναι άνιση όταν δε διαθέτεις και τα κατάλληλα μέσα.
-Οι εναλλακτικές θεραπείες με τις οποίες επίσης έχετε ασχοληθεί θεωρείτε ότι μπορούν να βοηθήσουν σε τέτοιες καταστάσεις; Ίσως ιδιαίτερα στον τομέα της ψυχικής υγείας και ισορροπίας.
Οι εναλλακτικές θεραπείες δεν αντικαθιστούν την κλασική ιατρική, αλλά μπορούν να δράσουν συνεπικουρικά, αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που σε πολλές χώρες του κόσμου χρησιμοποιούν τις εναλλακτικές θεραπείες παράλληλα με την κλασσική ιατρική.
-Οι Γιατροί του Κόσμου και άλλες ανάλογες οργανώσεις, αλλά και γενικά ο εθελοντισμός ανθεί και είναι περισσότερο αναγκαίος σε εποχές σαν αυτή που ζούμε ή κλεινόμαστε στο «καβούκι μας»;
Ο εθελοντισμός ήταν και είναι αναγκαίος, είναι όμως προσωπική υπόθεση του καθενός αν θέλει να ασχοληθεί ενεργά με τα προβλήματα της κοινωνίας, γιατί ο εθελοντισμός δεν είναι φιλανθρωπία, είναι δράση.
-Τι μας δίδαξε η πανδημία;
Την προσωρινότητά μας…
—-
Ποια είναι η Δέσποινα Χατζή
Η Δέσποινα Χατζή γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Τεχνολόγος Ιατρικών Εργαστηρίων. Εκπαιδεύτηκε στα κέντρα Αιμοδοσίας των Νοσοκομείων Γ.Ν.Α «Λαϊκό» και Ν. Παίδων «Αγία Σοφία» και εξειδικεύτηκε στον ιολογικό έλεγχο. Εργάστηκε στην Αιμοδοσία του Νοσοκομείου Παίδων «Αγία Σοφία» και στην Αιμοδοσία του Γ.Α.Ο.Ν.Α «Άγιος Σάββας». Συμμετείχε σε ιατρικά συνέδρια, επιμορφωτικά προγράμματα ιατρικών εργαστηρίων και εκπαιδευτικές ημερίδες. Το 2012 συνταξιοδοτήθηκε.
Παράλληλα, ασχολήθηκε με τις εναλλακτικές θεραπείες, ρεφλεξολογία και ρέικι, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Σήμερα εργάζεται εθελοντικά στους Γιατρούς του Κόσμου. Μιλάει αγγλικά και ιταλικά. Είναι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.
Τα βιβλία της
Έργα της ίδιας: Μοιρογιασεμόλαδο (μυθιστόρημα, 2002), Ζωή σαν κρύσταλλο (μυθιστόρημα, 2009), Ο Λαέρτης και το μολύβι του σε ρυθμούς τανγκό (νουβέλα, 2011). Από τις Εκδόσεις Μίνωας έχουν εκδοθεί τα βιβλία της: Έρωτας μαΐστρος (μυθιστόρημα, 2014) Σμαρώ-Από τον Βόσπορο στον Σηκουάνα (μυθιστόρημα, 2017), Οι Αλεξανδρινές-Η ζωή στη Νειλοχώρα (μυθιστόρημα), Το Πανδοχείο-Η ζωή στην ελληνόφωνη Καλαβρία (μυθιστόρημα).
Το Πανδοχείο. Στην ελληνόφωνη Καλαβρία…
Το νέο βιβλίο της Δέσποινας Χατζή κυκλοφορεί από 12/4/2021 από τις εκδόσεις Μίνωας. Μπορείτε να το προ-παραγγείλετε διαδικτυακά με δυνατότητα για υπογεγραμμένο αντίτυπο (με γενική αφιέρωση) από τη συγγραφέα.
Ένα μυθιστόρημα δυνατών συγκινήσεων για τις ολέθριες συνέπειες του πολέμου, εμπνευσμένο από τη μακραίωνη ιστορία και τη σαγήνη του ιταλικού Νότου, με το οπισθόφυλλο να προϊδεάζει για όσα συναρπαστικά κρύβουν οι 600 σελίδες του:
Αθήνα, 1941. Ο δικηγόρος Αριστείδης Ιωακειμίδης και ο αδελφός του Ανδρέας τάσσονται με δουλική προθυμία στο πλευρό των Γερμανών κατακτητών. Στον αντίποδα, ο μικρότερος αδελφός τους, Φωκάς, και τρεις γυναίκες της οικογένειας αντιστέκονται δρώντας με απόλυτη μυστικότητα. Η οικογενειακή ισορροπία διαταράσσεται από εχθρότητες, πάθη και ασίγαστους έρωτες.
Ορεινή Μπόβα, Καλαβρία, 1946. Η κόρη του Αριστείδη Ιωακειμίδη, Αντονέλλα, θέλοντας να ξεφύγει από το βάρος που νιώθει για τη στάση του πατέρα της, εγκαταλείπει οριστικά την Ελλάδα ακολουθώντας το σύζυγό της Αναστάζιο Αντριότι στην πατρίδα του, την Κάτω Ιταλία.
Η ελληνόφωνη Καλαβρία την καλοδέχεται. Η νεαρή κοπέλα γοητεύεται από την ειδυλλιακή ύπαιθρο, τους ανθρώπους της, τις μνήμες τους, αλλά και την ιστορία της αλλοτινής Μεγάλης Ελλάδας. Ωστόσο, το ζευγάρι έρχεται αντιμέτωπο με τις πληγές που άφησε η αγριότητα του Μουσολίνι: την απόλυτη φτώχεια, ανεργία, μετανάστευση, κοινωνική αδικία. Εργαζόμενοι σκληρά, το 1960 αποκτούν το πανδοχείο «Magna Grecia», ανακουφίζοντας εν μέρει την κακοπαθημένη ζωή τους.
Ρήγιο, Καλαβρία, 1995. Πρωτοπόρα και δυναμική, η Αντονέλλα αποφασίζει να περάσει το γέρμα της ζωής της στο πανδοχείο με μια παρέα συνομηλίκων της. Οι ζωές τους γίνονται μέρος της δικής της ζωής και οι ξεχωριστές ιστορίες όλων μπλέκονται σε μια ασίγαστη επιθυμία για λύτρωση.
Της Χριστίνας Ελευθεράκη