Τις κρυμμένες αξίες του «επώνυμου» τενεκέ, που τόσο έχει κατηγορηθεί τα τελευταία χρόνια, νοσταλγούν κάποιες φορές οι Έλληνες ελαιοκαλλιεργητές, όσο οι συντεταγμένες προσπάθειες για διαφοροποίηση της ποιότητας και οργανωμένο branding κινούνται σε μικρούς όγκους, οι λίγοι μεσαίας τάξεως τυποποιητές έχουν προσαρμοστεί στους όρους του διεθνούς εμπορίου, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας παραγωγής ελαιολάδου διακινείται σε χύμα μορφή και με χαμηλές τιμές.
Ο παρεξηγημένος για πολλούς τενεκές, τουλάχιστον στο βαθμό που σηματοδοτούσε την απευθείας πώληση από τον παραγωγό στον καταναλωτή, αποτέλεσε μια μέθοδο διάθεσης που έθρεψε γενιές και γενιές (αγρότες και αστούς), εξασφάλιζε ένα προϊόν εγνωσμένης αξίας και συμπύκνωνε τα μικρότερα δυνατά κόστη συσκευασίας, μεταφοράς, διαφήμισης και προώθησης. Σήμερα όλα αυτά, ακόμη και στο βαθμό που γίνονται επιτυχώς, δείχνουν να μεταφέρουν κόστη στην πλευρά του παραγωγού.
Έτσι, η άλλη λύση, πριν από την επιστροφή στον τενεκέ, είναι το «τέλμα» που υπόσχεται το ελεύθερο εμπόριο της δεξαμενής και των βυτίων. Ίσως δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι αν μπορεί να θεωρηθεί πετυχημένο ένα οικονομικό μοντέλο στις ελληνικές επαρχίες του ελαιολάδου, αυτό είναι το «δίκτυο» του τενεκέ του παραγωγού.
Όσο αναχρονιστικός και αν είναι ο τενεκές «του κουμπάρου από το χωριό», είναι μέχρι σήμερα η μόνη αλυσίδα εφοδιασμού των νοικοκυριών με αγνό ελαιόλαδο, που σε ευρεία κλίμακα σήκωσε όλες τις προηγούμενες δεκαετίες -και εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να σηκώνει- το οικονομικό βάρος της ελαιοπαραγωγής.
Το «δίκτυο» που στήριξε τις οικονομίες της υπαίθρου και εξασφάλισε ρευστότητα και τα προς το ζην στους ελαιοπαραγωγούς.
Παράλληλα, δεν μπορεί παρά να οφείλεται στον τενεκέ η εδραίωση σε τέτοιο βαθμό της κατά κεφαλήν κατανάλωσης έξτρα παρθένου ελαιολάδου στην Ελλάδα, ώστε η χώρα μας να είναι πρώτη στη σχετική λίστα παγκοσμίως με 24 λίτρα κατά κεφαλήν ετήσια κατανάλωση, όταν Ισπανία και Ιταλία υπολείπονται κατά 10 λίτρα.
Για να ενισχύσει τη θέση του ο μικρός παραγωγός
Αυτό αποτυπώνει και πρόσφατη έρευνα που μελετά τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε ο μικρός παραγωγός να ενισχύσει τη θέση του στην αλυσίδα εφοδιασμού ελαιολάδου, ώστε να μπορέσει σε πρώτη φάση να διατηρήσει βιώσιμη την εκμετάλλευσή του και ίσως στη συνέχεια να μπει πιο βαθιά στα νερά της τυποποίησης.
Παρά τη βαριά του ιστορία και πρακτικότητα, το δίκτυο αυτό δέχεται τα πυρά της εγχώριας βιομηχανίας και των υπευθύνων για τη χάραξη στρατηγικής στο ελαιόλαδο, χωρίς όμως καμία από τις δύο πλευρές να έχει εξασφαλίσει μέχρι σήμερα τα απαιτούμενα οικονομικά κίνητρα και αναπτυξιακά εργαλεία για ένα πιο σύγχρονο μοντέλο παραγωγής.
Με άλλα λόγια, οι παραγωγοί αποκλείονται από το να διεκδικήσουν ένα μεγαλύτερο κομμάτι στη διαρκώς διευρυνόμενη πίτα υπεραξίας που προσφέρει η τυποποίηση. Αντ’ αυτού καλούνται κάθε χρόνο στο να διαθέσουν κεφάλαιο (γη και εξοπλισμό) δεκάδων χιλιάδων ευρώ, αλλά και απαιτητική προσωπική εργασία για να μείνει στο τέλος του έτους σε αυτούς ένα βασικό εισόδημα.
Από την πλευρά του κράτους, αυτό που συμβαίνει είναι η ενίσχυση μιας κενής βιομηχανίας συμβουλών, υπηρεσιών και ερευνών αγοράς που στοιχίζουν χρυσάφι στους παραγωγούς, τη στιγμή που το λόμπι της εγχώριας τυποποίησης επιδίδεται σε έναν ψυχρό επικοινωνιακό πόλεμο στον τενεκέ.
Αποτέλεσμα αυτού του ακήρυχτου πολέμου στους παραγωγούς είναι και η πτώχευση όποτε κάποιος επιχειρεί να δοκιμάσει την τύχη του στην τυποποίηση, σε ένα μη ρυθμισμένο περιβάλλον, όπως είναι το ελληνικό.
Η εμπειρία της Τοσκάνης
Ο μύθος του ελαιολάδου της Τοσκάνης μαζί με την προστιθέμενη αξία που επιβάλλει να πληρώνεται το προϊόν, αποτυπώνει και ένα δοκιμασμένο, αποτελεσματικό μοντέλο διάθεσης που χειραφετεί τους παραγωγούς από τις διακυμάνσεις του εμπορίου μεταξύ των μεγάλων ψαριών της αγοράς.
Όπως και στις περισσότερες υποθέσεις του κλάδου, έτσι και στην περίπτωση των μικρών παραγωγών, οι Ιταλοί ελαιοπαραγωγοί δραστηριοποιούνται στην πιο «ώριμη» πραγματικότητα.
Το μοντέλο της Τοσκάνης στην περίπτωση των μικρών παραγωγών, περιλαμβάνει απευθείας εξαγωγές ελαιολάδου από την αποθήκη του παραγωγού σε επισκέπτες των εκμεταλλεύσεων.
Πρόκειται για ένα μοντέλο που προφανώς βασίζεται στον τουρισμό και το οποίο στηρίζεται στο γεγονός ότι κάθε σπίτι στην περιοχή Lucca της τοσκανικής υπαίθρου, διαθέτει και από ένα μικρό ελαιοτριβείο. Οι υπόλοιποι ελαιοκαλλιεργητές (60% της τοπικής παραγωγής) ελαιοποιούν και τυποποιούν την παραγωγή τους στο μοναδικό συνεταιριστικό ελαιοτριβείο της περιοχής, και στη συνέχεια παραδίδουν οι ίδιοι την παραγωγή τους σε συνεργαζόμενα εστιατόρια ή καταστήματα τροφίμων.
Βασικό πλεονέκτημα της περιοχής είναι το γεγονός ότι απευθύνονται σε διαφορετικά κοινά και αγορές από τις μεγάλες εκμεταλλεύσεις και βιομηχανίες του κλάδου, γεγονός που επιτρέπει ένα βαθμό ανεξαρτησίας και ανοσίας από τα εμπορικά κόλπα των μεγάλων παιχτών. Από την άλλη, στην Πορτογαλία, όπου η ελαιοκαλλιέργεια μονοπωλείται κυρίως από πολυεθνικές, η θέση των μικρών παραγωγών τους περιορίζει στην ιδιοκατανάλωση ή στις χαμηλές τιμές της αγοράς.
Του Πέτρου Γκόγκου – Agronews