Η μικρή μονοκατοικία της γιαγιάς είχε, εκτός των υπολοίπων, κι ένα μπροστινό χώρο, που λειτουργούσε ταυτόχρονα ως χολ, τραπεζαρία, σαλόνι και δικό της υπνοδωμάτιο. Σε μια του γωνία, ψηλά σ’ ένα ράφι, βρισκόταν το παλιό, ξύλινο ραδιόφωνο, το παράθυρό μας στον κόσμο. Τις ατέλειωτες, σκοτεινές χειμωνιάτικες νύχτες απομέναμε οι τρεις μας: εγώ, εκείνη και το ραδιόφωνο. Πράκτωρ 055… Σε 30 Δευτερόλεπτα… Ειδήσεις. Και, πάνω απ’ όλα, Το Θέατρον της Τετάρτης. Με μόνιμο σκηνοθέτη τη φαντασία μας και ηθοποιούς τα πλάσματά της.
Μια Κυριακή Βαΐων τ’ απόγευμα κι αφού το ραδιόφωνό μας είχε δουλέψει μια χαρά το πρωί, σαν από προαίσθημα η γιαγιά το άνοιξε περίπου μια ώρα πριν την έναρξη της πρώτης Ακολουθίας του Νυμφίου. Σιωπή απόλυτη! Η γιαγιά τα ‘χασε. Τι θα κάνω τώρα; Ρημάδι! Πήγε επτάμιση, η ώρα που θ’ άρχιζε η αναμετάδοση απ’ τη Μητρόπολη. Σε μια απελπισμένη προσπάθεια, η γιαγιά ξαναπλησίασε τη συσκευή. Γύρισε το κουμπί και…
Αγαπητοί ακροαταί του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, καλησπέρα σας!
Το πρόσωπό της φωτίστηκε με μια λάμψη, που ουδέποτε στο παρελθόν είχα ξαναδεί! Δόξα σοι ο Θεός! Το ‘κανες πάλι το θαύμα Σου!…
Το επόμενο πρωί, της Μεγάλης Δευτέρας, πάλι τα ίδια καμώματα ο ξύλινος… λυχνιοφόρος σατανάς. Θα φωνάξω τον Τάσο, δε γίνετ’ αλλιώς! Μα, εκείνος είχε πάει στο χωριό του για τη Λαμπρή και θα επέστρεφε πλέον την Τρίτη του Πάσχα. Καταστροφή… ή μήπως όχι; Γιατί στις επτάμιση το βραδάκι το ραδιόφωνο και πάλι λειτουργούσε! Την επομένη (Μεγάλη Τρίτη) το ραδιόφωνό μας επέδειξε ακριβώς την ίδια αλλόκοτη, σχιζοφρενική συμπεριφορά! Μεγάλη Τετάρτη, να ’τα ξανά! Τη Μεγάλη Πέμπτη και τη Μεγάλη Παρασκευή, ωστόσο, η γιαγιά με πήρε απ’ το χέρι και πήγαμε στον Προφήτ’ Ηλία. Δεν ασχολήθηκε άλλο με τα καπρίτσια του ραδιοφωνικού κατεργάρη. Άλλωστε… οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου!
Κάποιο πρωί, να ‘σου o Τάσος στο κεφαλόσκαλό μας. Χριστός Ανέστη! Αληθώς! Έλα, βρε λεβέντη μου, να το δεις αυτό το ρημάδι… Μια ζωή καλοδιάθετος και χαμογελαστός ο νεαρός. Κατέβασε τη συσκευή και την άνοιξε.
–Μία λυχνία έχει καεί όλη κι όλη, κυρία Ιωνία μου, θα την αλλάξω και θα ’ναι πάλι μια χαρά!
–Το σκασμένο, όταν το άναβα στις επτάμιση, δούλευε! Η γιαγιά παρακάλεσε τον Τάσο να της εξηγήσει πώς στην ευχή συνέβαινε αυτό, μα εκείνος ξεφούρνισε ένα σωρό ακαταλαβίστικα, περί πηνίων, υγρασίας και ζέστης. Φυσικά, δεν την έπεισε. Ακολούθησε ανταλλαγή επιχειρημάτων κατά τη διάρκεια της οποίας ο νεαρός αντικατέστησε τη λυχνία, ξανάκλεισε την παλιά συσκευή, την τοποθέτησε και πάλι στο ράφι και, συνδέοντάς τη στο ρεύμα, την άναψε για να τη δοκιμάσει.
–Φίνα, κυρία Ιωνία μου, ‘καμπάνα’ το σήμα! Αρνήθηκε να πάρει χρήματα –τη λυχνία την είχα, άλλωστε είναι πάμφθηνη– η γιαγιά όμως του ‘χωσε στην τσέπη ένα χαρτονόμισμα, φτωχό παιδί ήταν. Καθώς εκείνος έσπρωχνε τα εργαλεία στην τσάντα του, η γιαγιά θέλησε να ‘χει τον τελευταίο λόγο. Έδειξε να σκέφτεται λιγάκι.
–Τάσο, εσύ δε μου ‘χεις πει ότι για κάθε τι παράξενο που παρατηρούμε πρέπει πάντα να ψάχνουμε την πιο απλή εξήγηση; Χαμογελώντας κι έτοιμος να φύγει, ο νεαρός γείτονας κούνησε το κεφάλι του καταφατικά χωρίς να πει κάτι. Λοιπόν, ανάμεσα σ’ όλα τούτα που μ’ αράδιασες… λυχνίες και πηνία που καίγονται, μα που, παρόλα αυτά, συνεχίζουν να δουλεύουν, αλλά μόνο για λίγο, γιατί –λέει– τότε η υγρασία και η θερμοκρασία είναι τέτοια και τέτοια κι έτσι ξαναπερνάει το ρεύμα, ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις… άρες-μάρες-κουκουνάρες και σ’ αυτό που λέω εγώ –ότι ο Θεός με λυπήθηκε και δε μ’ άφησε χωρίς ραδιόφωνο– ποιο είναι το απλούστερο;…
–Χα-χα! Άσε το Θεό ήσυχο, κυρία Ιωνία μου! Θεός και Επιστήμη είναι δύο πράγματα ξεχωριστά! Και μη ξεχνάς ότι μπορεί να δούλευε και άλλες ώρες. Απλώς, εσύ το χρειαζόσουν και το άναβες στις επτάμιση! Εμπρός στην εξώπορτα, η γιαγιά έσφιξε στοργικά το μπράτσο του Τάσου. Τις δύο φαινομενικά ασυμβίβαστες κοσμοαντιλήψεις τους τις γεφύρωνε η βαθιά ανθρωπιά και των δυο…
Του Φ.Κ. Παπαδημητρίου