Εν μέσω πανδημίας, η κυβέρνηση επέλεξε να βάλει στο στόχαστρό της και τις λαϊκές αγορές. Με πρόσχημα την υποτιθέμενη «στασιμότητά» του, η κυβέρνηση απειλεί ένα θεσμό με ισχυρό κοινωνικό χαρακτήρα, που εδώ και δεκαετίες έχει λειτουργήσει προς αμοιβαίο όφελος παραγωγών και καταναλωτών. Συχνά, μάλιστα, όλα αυτά τα χρόνια και σε ολόκληρη τη χώρα, η λαϊκή αγορά λειτούργησε ως η μοναδική διέξοδος για τον εφοδιασμό με ποιοτικά βασικά είδη διατροφής για την πλειονότητα των συμπολιτών μας.
Όλα αυτά, όμως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχειρεί να τα διαγράψει. Με το σχέδιο νόμου που έχει κατατεθεί σε διαβούλευση, η άδεια παραγωγού και εμπόρου μετατρέπεται σε «θέση δραστηριοποίησης», με περιορισμένη μάλιστα ισχύ τριών ετών και με αυστηρούς χωρικούς περιορισμούς. Το δικαίωμα του αγρότη να διαθέτει τα προϊόντα του στις λαϊκές αγορές σε όλη την επικράτεια, μετατρέπεται σε προνόμιο που αναγκάζεται να διεκδικήσει μέσα από ένα μεικτό σύστημα μορίων και χρηματικής προσφοράς.
Ο παραλογισμός, μάλιστα, είναι ότι η ίδια κυβέρνηση που κατάργησε το πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ως προϋπόθεση για διορισμό σε θέση μετακλητού σε υπουργείο, το μοριοδοτεί και μάλιστα ισχυρά για την απόκτηση μιας θέσης σε λαϊκή αγορά!
Επιπλέον, τίθενται ανέφικτοι όροι δραστηριοποίησης και επιφυλάσσονται εξοντωτικές ποινές για παραγωγούς και επαγγελματίες. H άδειά τους ανακαλείται για τρεις μήνες για τη μη έκδοση τριών αποδείξεων στο διάστημα ενός έτους – ποινή που επιβάλλεται επιπλέον του διοικητικού προστίμου. Υποχρεώνονται να αποστέλλουν στο Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης (ΟΣΔΕ) τις ποσότητες και τις τιμές εκκίνησης των προϊόντων τους στις 7.00 το πρωί. Μια υποχρέωση στην οποία παραγωγοί και επαγγελματίες δηλώνουν ότι είναι αδύνατον προσαρμοστούν και η οποία μέχρι στιγμής έχει επιβληθεί μόνο σε super market με τζίρο άνω των 90 εκ. ευρώ.
Παραγωγοί και επαγγελματίες καλούνται να πληρώσουν τα τέλη ακόμη και τις ημέρες που δεν μπορούν να παραβρίσκονται στην αγορά, μην έχοντας ακόμη και το δικαίωμα ούτε καν να αρρωστήσουν. Και τους αφαιρείται η άδεια αν δεν πουλήσουν το 70% της δηλωθείσας παραγωγής. Ποιος άλλος επαγγελματίας τιμωρείται με αφαίρεση της ίδιας του της ιδιότητας επειδή οι δουλειές του δεν πήγαν καλά; Ενώ, αντί εν μέσω κρίσης να τους στηρίξει, η κυβέρνηση τους στερεί την ανανέωση της άδειας, αν δεν είναι φορολογικά και ασφαλιστικά ενήμεροι. Τους θεωρεί αποκλειστικά υπεύθυνους για τα χρέη τους, στερώντας τους το μόνο μέσον που έχουν για να τα αποπληρώσουν.
Την ίδια στιγμή, μια σειρά διατάξεων για τους όρους διάθεσης των προϊόντων, τα είδη πώλησης και κυρίως τους όρους δραστηριοποίησης των πωλητών, που συγκέντρωσαν τα πυρά παραγωγών και εμπόρων, μεταφέρονται στη δικαιοδοσία του υπουργού Ανάπτυξης και ρυθμίζονται σε δεύτερο χρόνο. Με τις γνωστές fast track διαδικασίες, δηλαδή, στις οποίες μας έχει συνηθίσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ακόμη λιγότερες ευκαιρίες για δημοκρατικό διάλογο.
Για μια ακόμη φορά, η κυβέρνηση μιλάει για εκσυγχρονισμό ενώ κατασυκοφαντεί ένα θεσμό που για δεκαετίες απολαμβάνει την εμπιστοσύνη και την αποδοχή των πολιτών. Βάλλει ευθέως κατά των ίδιων των παραγωγών, στερώντας τη μοναδική ευκαιρία τους να έλθουν σε αδιαμεσολάβητη επαφή με τον καταναλωτή, με δυσμενείς επιπτώσεις και στις τιμές και στην ποιότητα των προϊόντων. Ο στόχος προφανής: λίγοι μεγάλοι όμιλοι τροφίμων να κυριαρχήσουν σε ένα ακόμη, πολύ κρίσιμο, κανάλι διάθεσης βασικών ειδών διατροφής. Όπως σε όλες τις βασικές επιλογές της κυβέρνησης για την οικονομία, είναι κι εδώ ευδιάκριτη η απόπειρα βίαιης αναδιάρθρωσης και περαιτέρω συγκεντροποίησης της αγοράς.
Οι λαϊκές αγορές χρειάζονται ενίσχυση, διαφάνεια και εκσυγχρονισμό – οι παραγωγοί και οι έμποροι είναι οι πρώτοι που ζητούν κάτι τέτοιο. Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης, όμως, αντί να ενισχύει, γκρεμίζει. Αντί να αναβαθμίζει, απαξιώνει. Το κυβερνητικό σχέδιο υπονομεύει την αγροτική παραγωγή της χώρας μας και ναρκοθετεί τη διατροφική της αυτάρκεια και για αυτό πρέπει να ακυρωθεί.
Του Αλέξη Χαρίτση
Βουλευτή Μεσσηνίας και τομεάρχη Ανάπτυξης και Επενδύσεων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ