Ο τέως Νομομηχανικός Μεσσηνίας και ήδη τμηματάρχης των Δημοσίων Έργων εν τω Υπουργείω των Εσωτερικών Κωνσταντίνος Βελλίνης, από έτους καταρτίζων την μελέτην του προς λύσιν του προβλήματος του Νέδοντος, ηδυνήθη να συμπληρώση ταύτην κατά τον τελευταίον μήνα επί τούτω κατελθών εξ Αθηνών.
Της μελέτης ταύτης κύριαι εν βραχυτάτη περιλήψει αλλά και θεμελιώδεις γραμμαί είναι αι ακόλουθοι:
Αι μέχρι τούδε προσπάθειαι δια την λύσιν του προβλήματος εστηρίχθησαν επί εμμόνου τινός ιδέας, αποσκοπούσης διαρκώς εις τον τρόπον της συγκρατήσεως των υλών, τας οποίας καταφέρει ο χείμαρρος. Ο Βελλίνης ωρμήθη από άλλης σκέψεως. Αντί να παρεμποδισθή η κάθοδος των υλών τούτων, θα αφαιρεθή άπαξ η αποτεθείσα ιλύς και μετά ταύτα δι’ ετησίου ή μακροτέρου διαστήματος εκσκαφών θα αφαιρείται η κατ’ έτος αποτιθεμένη.
Μαθηματικώς ακριβείς υπολογισμοί έδωκαν το εξαγόμενον καθ’ ο εις το διάστημα της τελευταίας εικοσαετίας, κατά την οποίαν λόγω της κατασκευής των τειχών η κοίτη του ποταμού απέκτησε την σημερινήν μορφήν της, κατά το διάστημα, λέγομεν τούτο, έχει σχηματισθεί εντός της κοίτης πρόσχωσις αρχομένη ακριβώς τριακόσια μέτρα μετά το σχολείον των Καλυβίων προς Βορράν, ήτοι 2753 από της θαλάσσης και καταλήγουσα εις ταύτην.
Το βάθος ή πάχος της προσχώσεως αυτής είναι ποικίλον με όριον μέγιστον 2 μέτρων και 38 εκατοστών, ελάχιστον, 1 μέτρου και 38 εκατοστών. Η πρόσχωσις αύτη κατ’ όγκον υπολογιζομένη ανέρχεται εις τον αριθμόν των κυβικών μέτρον 184,744 ή ακριβέστερον των 227,469, διότι ο κ. Βελλίνης έλαβεν ως αφετηρίαν καταμέτρησιν γενομένην παρά του Μαναράκη, όστις υπελόγισε την μέχρι της εποχής του, ήτοι του 1890 αποτελθείσαν ιλύν εις 42.737 κ. μέτρα.
Προ της ρηθείσης τελευταίας εικοσαετίας δεν υπήρχεν οριστική κοίτη, ούτε χωροστάθμησις άλλην πλην της του κ. Καναράκη εγένετο.
Το σχέδιον του κ. Βελλίνη αποβλέπει σύμφωνα με την τεθείσαν αρχήν εις την αφαίρεσιν της γενομένης εις μήκος 2.753 μέτρων και πλάτον ποικίλου προσχώσεως, πάχους 2,38 – 1,38 μέτρου, της οποίας ο εις κυβικά μέτρα όγκος είναι 227,649. Ακριβώς όμως δεν πρόκειται να αφαιρεθή ολόκληρος αύτη η πρόσχωσις, δηλαδή να εκσκαφή ο χείμαρρος καθ’ όλον το ποικίλον πλάτος της κοίτης του, αλλά να κατασκευασθή δι’ εκσκαφής εντός της κοίτης ταύτης δευτέρα, έχουσα ωρισμένας διαστάσεις και αφήνουσα προς τα άκρα μέχρι των τειχών μικράς εκτάσεις άμμου. Της δευτέρας ταύτης κοίτης το σταθερόν κατά τον πυθμένα της πλάτος θα είναι 25 μέτρα, κατά δε την επιφάνειαν θα ποικίλλει αναλόγως του εκασταχού βάθους της προσχώσεως.
Δια να σχηματισθή η δευτέρα αυτή οριστική κοίτη δέον να εξαιρεθούν εκ του όλου όγκου της εις μήκος 2.753 μ. εκτεινομένης προσχώσεως 227.469 κυβικά μέτρα, 141.461. Σημειωτέον ότι η νέα ως περιεγράφη κοίτη θα αρχίζει από του σημείου αφ’ ου ακριβώς άρχεται η πρόσχωσις, δηλαδή από αποστάσεως 2.753 εκ της θαλάσσης και θα καταλήγει εις αυτήν. Τα μεταξύ των άκρων της νέας κοίτης μέχρι του τέρματος της σημερινής εναπολειφθησόμενα άσκαπτα και ποικίλλοντα κατά πλάτος αυτών μέρη θα δενδροφυτευθώσι δια λόγους καλλωπισμού εξ ενός και ασφαλείας της κοίτης αφ’ ετέρου, μολονότι τοιαύτη ανάγκη ουσιαστικώς δεν θα υφίσταται.
Τρόπος εκτελέσεως
Την εκσκαφήν του Νέδοντος, ήτοι την κατασκευήν δευτέρας κοίτης εντός της σημερινής, ο κ. Βελλίνης διαιρεί εις τρία μέρη, περιλαμβάνοντα τους πέντε θερινούς μήνας εκάστου έτους από του 1912 μέχρι του 1915. Το πρώτον έτος θα κατασκευασθή τάφρος 2.753 μέτρων, όση η πρόσχωσις, με πλάτος κατά τον πυθμένα της 10 μέτρων και 50 εκατοστών, πλάτος επιφανείας ποικίλον αναλόγως του βάθους και με ομοιόμορφον κανονικήν κλίσιν μέχρι θαλάσσης.
Το δεύτερον έτος θέλουν αφαιρεθή τα υπολειπόμενα πρίσματα της ύλης και το τρίτον θα γίνη η εργασία της οριστικής κατασκευής της νέας κοίτης.
Το ποσόν των 141.461 κυβικών μέτρων διαιρείται εις τρία ίσα ετησίως αφαιρούμενα μέρη. Η εκσκαπτομένη ιλύς θα ρίπτεται προς το δυτικόν μέρος της εκβολής του ποταμού επί της ακτής και προς την θάλασσαν.
Ο τρόπος της κατασκευής της νέας ταύτης κοίτης ή η επίβλεψις της εργασίας διαγράφονται παρά του κ. Βελλίνη σαφέστατα και κατά μέθοδον αποκλείουσαν πάσαν όθεν δήποτε κατάχρησιν ή δυσκολίαν και αμφισβήτησιν. Διότι ο μέλλων να αναλάβη την εκσκαφήν δεν θα πληρώνεται κατά κυβικόν μέτρον εκσκαπτομένης ιλύος, αλλά κατά τας διαστάσεις εκ των προτέρων ωρισμένης διατομής, την οποίαν οφείλει να παραδίδη ετοίμην την 15 Οκτωβρίου εκάστου των ετών 1913, 1914 και 1915. Δια να είναι δε και εις το άμοιρον πάσης μηχανικής γνώσεως ευχερέστατος ο τρόπος της εξελέγξεως της γενομένης εκσκαφής, ο κ. Βελλίνης προτείνει πρωτοτυπώτατον αληθώς μέτρον:
Εις όλο το μήκος της προσχώσεως ανά 50 μέτρα θα τοποθετηθούν κτιστοί στυλίσκοι με μαρμαρίνην πλάκα εις το άνω μέρος, εν τη οποία θα έχει σημειωθή κεχαραγμένος αριθμός, τον οποίον πρέπει να έχη το βάθος της κοίτης εις το σημείον εκείνο, την απόστασιν δηλαδή εκ του πυθμένος της νέας κοίτης μέχρι της επιφανείας, απόστασιν την οποίαν ο εργολάβος ή η Λιμενική Επιτροπή οφείλουν να τηρούν μονίμως.
Η οικονομικής βάσις
Ο κ. Βελλίνης υπολογίζει ότι δια την αφαίρεσιν 141.461 κυβικών μέτρων ιλύος, ήτις εξαίρεσις απαιτείται δια την κατασκευήν της νέας κοίτης, χρειάζεται δαπάνη ολική 154.000 δραχμών. Η ποσότης αύτη θα καταβληθεί εις τρεις δόσεις, διότι τρία έτη θα διαρκέσει η εκσκαφή του χειμάρρου.
Μετά την κατασκευήν της νέας κοίτης θα είναι ανάγκη να αφαιρήται ετησίως η εις τον πυθμένα της αποτιθεμένη ιλύς. Την προς τούτο δε δαπάνων αναβιβάζει ο κ. Βελλίνης εις δραχ. 10.0000 ετησίως. Και επειδή νομίζει ότι η ετησία πρόσχωσις θα είναι ασήμαντος, εντός δε τριετίας ή τετραετίας το πάχος της δεν θέλει υπερβαίνει τα 25 εκατοστά του μέτρου, είναι δυνατόν η εκσκαφή να γίνεται ανά τετραετίαν δια δαπάνης 30-40 χιλ. δραχμών. Και το ποσόν τούτο των 10.000 δραχμών ετησίως ή 30.000 κατά τετραετίαν θα δαπανάται εάν και μετά την νέαν κοίτην η ροή του χειμάρρου δεν αποφέρη την ιλύν, πράγμα το οποίον πάντες οι μελετήσαντες το ζήτημα πιστεύουσι.
Το συμπέρασμα λοιπόν της οικονομικής πλευράς του ζητήματος είναι ότι θα δαπανηθούν άπαξ 150.000 δραχμών και μετά τούτα, ήτοι μετά την κατασκευήν νέας κοίτης θα διατίθενται 10.000 ετησίως. Σημειωτέον ότι σήμερον η πόλις εισφέρει εις το Ταμείον του Νέδοντος κατ’ έτος δρχ. 75.000.
Συμπεράσματα
Εν τέλει της περιεκτικωτάτης διαγραφής του συστήματος του Βελλίνη δέον να τονισθή τούτο: Ότι και εις περίπτωσιν, καθ’ ην ευρεθή ότι μόνη η εκσκαφή του ποταμού και κατασκευή νέας κοίτης δεν αρκεί προς οριστικήν λύσιν του ζητήματος, πάντως η εκτελεσθησομένη εργασία είναι αναγκαιοτάτη. Διότι: οιαδήποτε άλλη μελέτη και ανταποκριθή, είτε δηλαδή πρόβολοι, είτε φράγματα, είτε τείχη κατασκευασθούν πάντως, ως βάσις θα τεθεί η δι’ εκσκαφής της προσχώσεως κατασκευή νέας κοίτης, την οποίαν ο κ. Βελλίνης θεωρεί και μόνον αρκούσαν δια την οριστικήν διευθέτησιν του χειμάρρου.