Τα πρώτα δείγματα γραφής της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης της Ν.Δ. είχαν εμφανιστεί από την αρχή της διακυβέρνησής της, καθότι αμέσως μετά τις εκλογές, με τροπολογία της τελευταίας στιγμής, τον Αύγουστο 2019, κατάργησε τη διάταξη για «βάσιμο λόγο» απόλυσης και στη συνέχεια στο «εμβληματικό» νομοσχέδιο του κ. Γεωργιάδη, τον Οκτώβριο 2019, διαμόρφωσε το κατάλληλο περιβάλλον που οδηγεί στην υποπροστασία των εργαζομένων, απαξιώνοντας τις συλλογικές συμβάσεις και ενισχύοντας την εργοδοτική ασυδοσία.
Τώρα, πιστή στο «θατσερικό δόγμα» της, η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη έρχεται να μας υπενθυμίσει με τον πιο κυνικό τρόπο τα «πιστεύω» της περί κοινωνίας που αποτελείται από μεμονωμένα άτομα, όπου επιβιώνουν «αυτοί που το αξίζουν» και οι άλλοι είναι άξιοι της μοίρας τους.
Πιστεύουμε ότι:
Διατάξεις όπως η κατάργηση της διάκρισης εργάτη – υπαλλήλου (άρθ. 64), η οιονεί αντιστροφή του βάρους απόδειξης λόγου ακυρότητας της απόλυσης σε ορισμένες περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις (άρθ. 66), ο έλεγχος της υπερωριακής απασχόλησης, το «δικαίωμα αποσύνδεσης» στην τηλεργασία (άρθ. 67), η πρόνοια για τα ζητήματα βίας και παρενόχλησης στην εργασία (άρθ. 2-23) και η συμφιλίωση οικογενειακής ζωής και εργασίας [άδεια πατρότητας – άρθ. 27, άδεια φροντιστών – άρθ. 29, επέκταση της άδειας μητρότητας – άρθ. 34, ψηφιακή κάρτα εργασίας– μια νομοθετική ρύθμιση με υπογραφή ΠΑΣΟΚ (3996/2011 – άρθ. 26) που η Ν.Δ, ως αντιπολίτευση είχε καταψηφίσει! – άρθ. 74], κινούνται στη σωστή κατεύθυνση, γι’ αυτό το Κίνημα Αλλαγής υπερψήφισε τ’ άρθρα αυτά, καθότι πρόκειται στην ουσία για ευρωπαϊκές οδηγίες.
Ωστόσο, οι ρυθμίσεις αυτές δεν αναιρούν τον ετεροβαρή σε βάρος του εργαζομένου χαρακτήρα του ψηφισθέντος νομοσχεδίου, ούτε το γεγονός ότι στον πυρήνα του είναι η απορρύθμιση των συλλογικών εργασιακών σχέσεων. Αντιθέτως, αναιρούνται από τις άτακτες συνθήκες εργασίας που δημιουργούνται με τις επικείμενες αλλαγές στο ατομικό και το συλλογικό δίκαιο. Με το νομοσχέδιο, υπό τον παραπλανητικό τίτλο «Για την προστασία της εργασίας», αντικαθιστά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις με την ατομική διευθέτηση του χρόνου εργασίας, μειώνει το εισόδημα των εργαζομένων και απελευθερώνει τις απολύσεις.
Τα επακόλουθα του νομοσχεδίου αυτού, εφόσον εφαρμοστεί, θα είναι καταστροφικά, όχι μόνο για τον κόσμο της εργασίας. αλλά και για την ανάπτυξη της χώρας, καθότι:
-Το ψηφισμένο από την κυβερνητική πλειοψηφία ψευδεπίγραφο νομοσχέδιο «Για την προστασία της εργασίας…» πρέπει στην πράξη ν’ ανατραπεί, ν’ απορριφθεί, γιατί δεν αγγίζει δυο βασικά ζητήματα της εργασίας, το έλλειμμα παραγωγικών επενδύσεων και τον κίνδυνο κατάρρευσης της κοινωνικής ασφάλισης
-Υποτάσσει τον εργαζόμενο στην υπηρεσία της αγοράς
-Αλλάζει την αγορά εργασίας στην κατεύθυνση της απόλυτης ευελιξίας, της μείωσης αποδοχών, της απελευθέρωσης των απολύσεων, της αποδυνάμωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και του περιορισμού στο δικαίωμα της απεργίας. Καταργεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τις αντικαθιστά με την ατομική σύμβαση εργασίας, αφήνοντας τον εργαζόμενο έρμαιο στις διαθέσεις του οποιουδήποτε εργοδότη
-Με την ατομική διαπραγμάτευση έναντι των συλλογικών ανατρέπει τις βασικές αρχές του εργατικού δικαίου
-Αλλάζει το ρόλο του κράτους όσον αφορά στην προστασία των εργαζομένων, αφού μετατρέπει το ΣΕΠΕ σε «κυβερνητική» ανεξάρτητη αρχή
-Δεσμεύει όχι μόνο την παρούσα γενιά, αλλά και όλες τις επόμενες, καθώς έχει θέσει τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου ως υποχρεώσεις που θα πρέπει να τηρηθούν από τη χώρα, ώστε να αποδεσμευθούν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης μετά την πανδημία
-Οδηγεί στην αύξηση της ανεργίας
-Είναι ανενδοίαστα μεροληπτικό υπέρ των εργοδοτών, διαταράσσοντας την κοινωνική δημοκρατία, ακρωτηριάζοντας κοινωνικά τη χώρα, οξύνοντας ακόμα περισσότερο τις ανισότητες
-Καταργεί τις ασφαλιστικές δικλείδες του άρθρου 7 του ν. 3846/2010 και του 42 του ν.3986/2011, δηλαδή της συλλογικής συμφωνίας με την επιχειρησιακή ή την κλαδική συνδικαλιστική οργάνωση
-Δίνει τη χαριστική βολή και στον εμβληματικό συνδικαλιστικό νόμο 1264/1982.
-Η αύξηση της κατανάλωσης, που αποτελεί το εφαλτήριο για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, θα πραγματοποιηθεί μόνο με την αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων
-Η μείωση της ανεργίας και ιδιαίτερα των νέων, η δημιουργία νέων καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, που θα αντιστρέψει το Brain Drain, αλλά και η αύξηση του κατώτατου μισθού μόνο θετικό αντίκτυπο μπορεί να έχουν για την οικονομία και τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.
Η κυβέρνηση ισοπεδώνει τα εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα και διαμορφώνει ένα ζοφερό παρόν και μέλλον, ιδιαίτερα για τους νέους, γι’ αυτό είμαστε απέναντι στο σκοτεινό μέλλον που επιφυλάσσει στον κόσμο της εργασίας.
Επιβεβαιώνει ότι η «ανάπτυξη» για την κυβέρνηση της Ν.Δ. σημαίνει ασυδοσία των ισχυρών και εκμετάλλευση των αδύναμων, όπου ο παράγοντας εργαζόμενος, ο παράγοντας άνθρωπος, απλώς δεν υπάρχει.
Αποδεικνύει ότι η πολιτική της δεν είναι ευρωπαϊκή, είναι πολιτική εξυπηρέτησης συμφερόντων, είναι πελατειακή και βαθιά αντιδραστική, είναι θατσερική!
Συμπερασματικά, με το ψηφισθέν νομοσχέδιο επιχειρείται από την κυβέρνηση της Ν.Δ. η απορρύθμιση, η δραματική αλλαγή της αγοράς εργασίας στην κατεύθυνση της απόλυτης ευελιξίας, της μείωσης αποδοχών, της απελευθέρωσης των απολύσεων, της αποδυνάμωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και του περιορισμού στο δικαίωμα του συνδικαλισμού και της απεργίας.
Του Γιάννη Διονυσόπουλου
Διδάκτορος Οικονομικών Επιστημών, αν. γραμματέα Τομέα Επιστημόνων Κινήματος Αλλαγής – ΠΑΣΟΚ, μέλους ΣτΑ Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας