Δύο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που διαμόρφωναν τις ηγετικές ομάδες στην πορεία της ανθρωπότητας δια μέσου των αιώνων: η δύναμη και η γνώση. Κατά τα στάδια εξέλιξης που διαδέχονται το ένα το άλλο διαμορφώνεται η σταδιακή αλληλεπίδραση της δύναμης με τη γνώση, η οποία κατά τις τελευταίες φάσεις εξέλιξης της ανθρωπότητας αποκτά ολοένα και υψηλότερο ρόλο στην τελική τους σύνθεση.
Όπως καταγράφει η επιστήμη της Ανθρωπολογίας, οι πρώτες κοινωνίες διαμορφώθηκαν από την ανάγκη κοινής δράσης των μελών τους για αντιμετώπιση του εχθρικού περιβάλλοντος. Αυτή ήταν και η αιτία που στις κοινωνικές ομάδες κυριαρχούσαν εκείνοι που διέθεταν την κατάλληλη μυϊκή δύναμη για να μπορούν ως πρωτοπόροι να οδηγήσουν την ομάδα σε νικηφόρα έκβαση στις μάχες για εξουδετέρωση των εχθρών.
Το κίνητρο γι’ αυτή τη διαμόρφωση στο εσωτερικό της ομάδας προερχόταν από τα επιτάγματα του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης. Την εξέλιξή των στο χρόνο των σταδίων νοητικής ανάπτυξης των κοινωνιών ακολούθησε μια αργόσυρτη μετατόπιση του συσχετισμού των δύο αυτών χαρακτηριστικών, από τη δύναμη στη γνώση.
Οι διαμορφωμένες ηγετικές ομάδες προεκτείνονταν στο χρόνο, στις περισσότερες περιπτώσεις μέσω της κληρονομικής διαδοχής, αλλά όπου έλειπε η γνώση, αυτοί που κατείχαν τις ηγετικές θέσεις την αναζητούσαν και συγκροτούσαν δίπλα τους προνομιούχες ομάδες που την κατείχαν χρησιμοποιώντας για λογαριασμό τους τις εφαρμογές της στην πράξη. Έτσι πορευόταν η ανθρωπότητα μέχρι το Μεσαίωνα.
Χαρακτηριστική περίπτωση αξιοποίησης της γνώσης για την αντιμετώπιση κινδύνων που προέρχονταν από το εξωτερικό περιβάλλον αποτελεί η περίπτωση της αρχαίας Ελλάδας των Κλασσικών Χρόνων. Ειδικότερα η απόκρουση των περσικών εισβολών απέδειξε ότι η γνώση και οι εφευρέσεις που παράγει νικούν τη δύναμη. Άλλο παράδειγμα μπορούμε να αντλήσομε από όσα έχουν καταγραφεί για την πτώση της Κωνσταντινούπολης μετά την πολιορκία της του 1453. Ήταν η ανακάλυψη του πυροβολικού και ειδικότερα του μεγάλου διαμετρήματος κανονιού το κύριο στοιχείο εξουδετέρωσης της περιτειχισμένης άμυνας. Η εφεύρεσή του και η πρακτική εφαρμογή του άλλαξαν τα δεδομένα των πολέμων.
Η επικράτηση των εμπορευόμενων αστών στη διαπάλη με την ισχυρή σε δύναμη φεουδαρχία αποτελεί την πρώτη αυθεντική απόδειξη της υπέρτερης σημασίας της γνώσης. Από αυτή την έκβαση άλλαξε ριζικά και το ανθρώπινο τοπίο σε σχέση με τις ενασχολήσεις, τις συνήθειες και τα πρότυπα ζωής που ίσχυαν μέχρι τότε. Οι αιώνες που ακολούθησαν τη λεγόμενη Βιομηχανική Επανάσταση, σε συνδυασμό με τη δημοκρατική διακυβέρνηση, που την τελευταία εξέλιξή της αποτελεί ο κοινοβουλευτισμός, φαίνεται ότι βρίσκεται σε στάδιο μετάβασης σε επόμενο επίπεδο.
Η γνώση αναζητεί ακόμα υψηλότερο συντελεστή στάθμισης στο «γίγνεσθαι» των ανθρώπινων κοινωνιών και οι εφαρμογές της κατά τη Μεταβιομηχανική Εποχή καθορίζουν την ποιότητα ζωής των ανθρώπινων κοινωνιών. Όσα από τα κράτη – έθνη έχουν κατανοήσει σε βάθος αυτή την εξελικτική πραγματικότητα που βιώνουν οι κοινωνίες της σύγχρονης εποχής, προσπαθούν μέσω του κοινοβουλευτισμού να αναδείξουν στη διακυβέρνησή τους εκείνες τις πολιτικές εκφράσεις που θα μπορούν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις και να τις αξιοποιούν σε όφελος των πολιτών τους.
Η γνώση δεν προκύπτει αφ’ εαυτής. Διδάσκεται στα σχολεία μέσω ουσιαστικού περιεχομένου προγραμμάτων που υλοποιούνται επί της ουσίας από αξιόπιστους δασκάλους. Οι χώρες που έχουν καταφέρει να συνδυάσουν αυτά τα δύο στοιχεία έχουν μια ασφαλή και σταθερή πορεία προς την πρόοδο, δεδομένου ότι η θεωρητική γνώση οδηγεί στην εφαρμοσμένη γνώση και εκείνη στη δημιουργία μηχανών και λογισμικού που βελτιώνουν τους όρους ζωής των κοινωνιών.
Με μια πρόχειρη επισκόπηση φαίνονται ποιες είναι αυτές οι χώρες που προωθούν τη γνώση στα σχολεία τους και με μια αναλυτικότερη προσέγγιση προκύπτει και η σχέση της προόδου που επιτελείται σε αυτές τις χώρες με τα καλά διαρθρωμένα εκπαιδευτικά τους συστήματα. Αυτά τα στοιχεία καλό είναι να προσεγγιστούν και από τους συμπατριώτες μας για να συνεκτιμηθούν στην τελική διαμόρφωση των απόψεών τους για την παιδεία και την εκπαίδευση των παιδιών μας.
Με δεδομένο το ότι ζούμε σε ανοιχτό οικονομικό χώρο με τον ανταγωνισμό ως κύριο χαρακτηριστικό του, προκύπτει εύκολα η εξήγηση γιατί πτυχιούχοι αναγκάζονται να βιοπορίζονται ασκώντας επαγγέλματα αναντίστοιχα με τις σπουδές τους.
Μόνο εκείνοι που θα αφομοιώσουν στοιχεία ουσιαστικής γνώσης θα ανέβουν ιεραρχικά με την αξία τους και θα αποτελέσουν μέλη της ηγετικής κοινωνικής και πολιτικής ομάδας.
Η επιλογή τους θα προκύπτει «κατ’ αξίαν» γιατί στη συνέχεια, με τις δραστηριότητές τους, θα παράγουν αξιοποιήσιμα αποτελέσματα που θα ανεβάζουν και το επίπεδο ευημερίας των μελών των κοινωνιών που δραστηριοποιούνται.
Του Νίκου Ευστρ. Μαραμπέα