Σε σταθερά ανοδική τροχιά λόγω της ελαχιστοποίησης των αποθεμάτων των παραγωγών και συνεταιρισμών βρίσκεται το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο.
Η ζήτηση τείνει να ομαλοποιηθεί την ίδια ώρα, καθώς έχει ανοίξει η εστίαση παγκοσμίως μετά τον κορωνοϊό, ενώ το πλέον σίγουρο είναι πως τα ανώτερα ποιοιτικά έξτρα παρθένα ελαιόλαδα που έχουν απομείνει είναι ελάχιστα και το πιο πιθανό είναι να πληρωθούν ακόμα καλύτερα.
Στη γενικότερη τάση ανόδου έχει ασφαλώς παίξει ρόλο, εκτιμούν παράγοντες της αγοράς, και η προβληματική σε πολλές χώρες ανθοφορία-καρπόδεση λόγω της εναλλαγής των καιρικών συνθηκών τον περασμένο χειμώνα και την άνοιξη.
Σύμφωνα με το διευθυντή του Αγροτικού Συνεταιρισμού Μολάων Πακίων, Τάκη Ντανάκα, ο οποίος έκανε δηλώσεις σε ρεπορτάζ του ΑγροΤύπου, τα καλά έλαια έχουν ασφαλώς λιγοστέψει τόσο στην Πελοπόννησο όσο και στην Κρήτη, ωστόσο αχνοφαίνεται τις τελευταίες ημέρες μια στάση… αναμονής εκ μέρους των Ιταλών εμπόρων, καθώς επιχειρήσεις εστίασης, ξενοδοχεία κ.λπ. μετά τον κορωνοϊό δε φαίνεται να ποντάρουν και τόσο στην ποιότητα…
Όπως σημείωσε από την πλευρά του (σ.σ. στο ίδιο ρεπορτάζ) ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Ένωσης Μεσσηνίας, Γιάννης Πάζιος, μιλώντας στον ΑγροΤύπο, οι τιμές παραγωγού στη Μεσσηνία φθάνουν και τα 3,40 ευρώ το κιλό.
Η παγκόσμια εικόνα δείχνει, από την άλλη πλευρά, ότι μειωμένη κατά 6,9% ήταν η παγκόσμια παραγωγή ελαιόλαδου την καλλιεργητική περίοδο 2020/21 συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά, με την κατανάλωση να παραμένει σχεδόν στα ίδια επίπεδα, ενώ το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιόλαδου (ΔΟΕ) εκτιμά ότι ο ελαιοκομικός τομέας ανακάμπτει από την πανδημία. Την ίδια στιγμή η ελληνική παραγωγή ελαιολάδου, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΔΟΕ, παρουσίασε μείωση κατά 1,8%, φτάνοντας τους 270.000 τόνους.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιόλαδου (ΔΟΕ) και με βάση τα προσωρινά στοιχεία για το έτος καλλιέργειας 2020/21, η παραγωγή έφτασε στους 3.034.000 τόνους, μειωμένη κατά 6,9% σε σύγκριση με την προηγούμενη καλλιεργητική περίοδο. Η κατανάλωση, από την άλλη πλευρά, είναι καλύτερη, περίπου 3.211.000 τόνους (-0,2%).
Στην παραγωγή πρωταγωνιστούν οι χώρες μέλη της ΔΟΕ, με 2.834.000 τόνους, ή 93,4% της παγκόσμιας παραγωγής. Η ευρωπαϊκή παραγωγή υπολογίζεται σε 2.057.000 τόνους, αυξημένη κατά 7% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, ηγέτιδα δύναμη είναι η Ισπανία, η οποία αναμένεται να σημειώσει αύξηση 24,4%, με εκτιμώμενη παραγωγή 1.400.000 τόνων. Ακολουθεί η Ιταλία με 270.000 τόνους (-26,2%), η Ελλάδα με επίσης 270.000 τόνους (-1,8%) και η Πορτογαλία με 100.000 τόνους (-28,8%). Η παραγωγή στις άλλες χώρες μέλη αναμένεται να ανέλθει συνολικά σε 777.000 τόνους (-32,4%).
Στην Τυνησία, η παραγωγή αναμένεται να φτάσει τους 140.000 τόνους περίπου (68,2%), ακολουθούμενη από την Τουρκία με 210.000 τόνους (-8,7%), το Μαρόκο με 160.000 τόνους (+ 10,3%) και την Αλγερία με 90.000 τόνους (-28,7 %).
Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και η παραγωγή επιπλέον 200.000 τόνων από χώρες που δεν είναι ακόμη μέλη του ΔΟΕ, όπως η Συρία, η Αυστραλία και η Χιλή.