Εκτός της Βασιλείας του Θεού οι αρνητές ιατρικής βοήθειας (π.χ. εμβόλιο) στους πάσχοντες από επιδημική νόσο (π.χ. κορωνοϊός)

Εκτός της Βασιλείας του Θεού οι αρνητές ιατρικής βοήθειας (π.χ. εμβόλιο) στους πάσχοντες από επιδημική νόσο (π.χ. κορωνοϊός)

Για όσους «καλούς» χριστιανούς, οι οποίοι τον τελευταίο καιρό με αφορμή την πανδημία του κορωνοϊού έχουν γίνει ιατροί, επιστήμονες, βιολόγοι, επιδημιολόγοι, λοιμωξιολόγοι, εμβολιολόγοι, καλόν είναι ως μέλη της Εκκλησίας να υπακούσουν στα κελεύσματα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου 2016, η οποία αποφάσισε: «Ως προς το θέμα των σχέσεων της χριστιανικής πίστεως και των θετικών επιστημών, η Ορθόδοξος Εκκλησία αποφεύγει την κηδεμονία της επιστημονικής αναζητήσεως και δεν λαμβάνει θέση πάνω σε κάθε επιστημονικό ερώτημα. Ευχαριστεί το Θεό που δωρίζει στους επιστήμονες το χάρισμα να αποκαλύπτουν άγνωστες πτυχές της θείας Δημιουργίας.

Η σύγχρονη ανάπτυξη των θετικών επιστημών και της τεχνολογίας επιφέρει ριζικές αλλαγές στη ζωή μας. Προσφέρει σημαντικές ευεργεσίες όπως είναι η διευκόλυνση του καθημερινού βίου, η αντιμετώπιση σοβαρών ασθενειών, η ευχερέστερη επικοινωνία των ανθρώπων, η έρευνα του διαστήματος κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά, έχει και ποικίλες αρνητικές επιπτώσεις, όπως είναι η χειραγώγηση της ελευθερίας, η σταδιακή απώλεια πολυτίμων παραδόσεων, η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, η αμφισβήτηση των ηθικών αξιών.

Η επιστημονική γνώση, όσο κι αν εξελίσσεται με ταχύτατους ρυθμούς, δεν κινητοποιεί τη βούληση του ανθρώπου, ούτε δίνει απάντηση στα σοβαρά ηθικά και υπαρξιακά προβλήματα, στην αναζήτηση για το νόημα της ζωής και του κόσμου. Αυτά απαιτούν πνευματική προσέγγιση, την οποία η Ορθόδοξος Εκκλησία επιχειρεί με τη Βιοηθική που βασίζεται στη χριστιανική ηθική και στην πατερική διδασκαλία.

Ταυτόχρονα με το σεβασμό της ελευθερίας της επιστημονικής έρευνας η Ορθόδοξος Εκκλησία επισημαίνει τους κινδύνους οι οποίοι υποκρύπτονται σε ορισμένα επιστημονικά επιτεύγματα και τονίζει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και τον θείο του προορισμό».

Συμφώνως με τα ανωτέρω, κάθε χριστιανός οφείλει να υπακούει στις ιατρικές συμβουλές και την όποια λύση στα υπαρξιακά του προβλήματα να την αναζητήσει στην Εκκλησία και όχι σε λέσχες συνωμοσίας εντός ή και εκτός Εκκλησίας.

Κατά το έτος 1857 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος απευθύνεται, μέσω του Επισκόπου της Τριφυλίας, με αυστηρούς λόγους στους πιστούς της περιοχής Τριφυλίας και ιδιαιτέρως στους ιερείς, διότι δεν επιδεικνύουν αλληλεγγύη στους πάσχοντες από επικίνδυνη επιδημική νόσο, όπως και σήμερα πολλοί χριστιανοί, και μάλιστα κληρικοί, αρνούνται να επιδείξουν αλληλεγγύη προς τους συνανθρώπους τους μη εμβολιαζόμενοι κατά της πανδημίας του κορωνοϊού.

Η Ιερά Σύνοδος έχει λάβει τα στοιχεία για την εξάπλωση της νόσου από τον επαρχιακό ιατρό, κάτι το οποίο σημαίνει ότι πριν από την οποιαδήποτε απόφασή της έχει συμβουλευτεί τους ειδικούς για τα ιατρικά θέματα.

Οι χριστιανοί αδιαφορούν για τους πάσχοντες συγγενείς τους, ακόμη και για τους γονείς και τα παιδιά τους, και δε ζητούν τη βοήθεια του ιατρού. Συμφώνως με τη σημερινή, εν έτει 2021, πραγματικότητα, πολλοί χριστιανοί αδιαφορούν για την υγεία των συνανθρώπων τους, δεν υπακούουν στα κελεύσματα της ιατρικής επιστήμης και δεν εμβολιάζονται για να προστατευτούν από την πανδημία του κορωνοϊού. Μάλιστα, φροντίζουν περισσότερο τα ζώα τους παρά τους ανθρώπους.

Η Σύνοδος επικρίνει ιδιαιτέρως τους ιερείς οι οποίοι ξεπερνούν σε αμάθεια, βαρβαρότητα και σκληρότητα τους λαϊκούς, κάτι το οποίο συμβαίνει και σήμερα όταν μερικοί κληρικοί, και ιδιαιτέρως κάποιοι που καλούνται «πνευματικοί», συμβουλεύουν απλούς ανθρώπους ή και πνευματικά τους παιδιά, μοναχούς και μοναχές, να μην εμβολιαστούν κατά του κορωνοϊού, επιδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό παχυλή αμάθεια περί της εκκλησιαστικής παραδόσεως, βαρβαρότητα, διότι καταπιέζουν αφελείς πιστούς, οι οποίοι τους εμπιστεύονται και σκληρότητα, διότι, όπως αποδεικνύεται, καθημερινά πολλά πνευματικά τους παιδιά πεθαίνουν από κορωνοϊό και βεβαίως και οι ίδιοι οι λεγόμενοι «πνευματικοί».

Οι Ιερείς, κατά την Ιερά Σύνοδο, την εποχή του 1857 πρέπει να επιδείξουν την προς τον πλησίον αγάπη και συμπάθεια επισκεπτόμενοι από μόνοι τους τα σπίτια των πασχόντων για να δίνουν συμβουλές στους συγγενείς, να φροντίζουν τους ασθενείς και να συνιστούν στους συγγενείς να παρέχουν στον ασθενή «τα υπό του ιατρού υπαγορευόμενα βοηθήματα». Αυτό και σήμερα αποτελεί παράδειγμα για τους ιερείς της Ορθοδόξου Εκκλησίας, οι οποίοι επισκεπτόμενοι αυτόκλητοι τα σπίτια όλων των χριστιανών συστήνουν το όπλο αντιμετώπισης κατά της πανδημίας του κορωνοϊού αυτό που συνιστά η ιατρική επιστήμη, τον εμβολιασμό δηλαδή.

Καταλήγοντας η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος τονίζει ότι είναι μεγάλη αμαρτία η μη τήρηση των ιατρικών συμβουλών και της παροχής της αγάπης που κηρύττει ο Χριστός «ασθενής ήμην και επισκέψασθέ με» και ότι οι βοηθούντες τον πάσχοντα συνάνθρωπο θα είναι μέλη της Βασιλείας του. Σήμερα όσοι εκ των χριστιανών επιδεικνύουν, εμβολιαζόμενοι, την αγάπη προς το συνάνθρωπο, για να μη νοσήσει από κορωνοϊό τηρώντας τις συμβουλές των ιατρών, προσεγγίζουν τη Βασιλεία του Θεού, σε αντίθεση με τους αρνούμενους την ιατρική βοήθεια, οι οποίοι απομακρύνονται από το συνάνθρωπο και από τη Βασιλεία της Αγάπης.

Εγκύκλιος
Ακολουθεί η εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τον Επίσκοπο Τριφυλίας και Ολυμπίας περί της προσφοράς βοηθείας στους πάσχοντες από επιδημική νόσο.

«Αριθ. Πρωτ. 6684.- Διεκπ.35.

ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Προς τον Σεβ. Επίσκοπον Τριφυλίας και Ολυμπίας.

Πληροφορείται η Σύνοδος εξ εκθέσεως του Επαρχιακού ιατρού Τριφυλίας από 4 Δεκεμβρίου του παρελθόντος έτους, περιελθούσης αυτή επισήμως εν τοις δήμοις Αυλώνος, Δωρίου καί Τριπύλης, ενσκηψάσης επικινδύνου νόσου, η αδιαφορία και αναλγησία των κατοίκων προς τους πάσχοντας, των συγγενών προς τους συγγενείς, και αυτών των γονέων προς τα τέκνα, και των τέκνων προς τους γονείς, έφερε το λυπηρόν αποτέλεσμα όχι μόνον του να μη επέλθη εγκαίρως η βοήθεια του διοικητικού ιατρού, αλλά επ’ εσχάτων ελθόντος εις επίσκεψιν εν τω χωρίω Πιτσώ, του δήμου Αυλώνος, όπου ιδίως η νόσος απέβη επιδημική και θανατηφόρος, ουδεμίαν προθυμίαν έδειξαν οι συγγενείς και οι οικείοι εις το ν’ ακολουθήσωσι τας παραγγελίας αυτού προς θεραπείαν των εαυτών ασθενών, πλειότερον φροντίζοντες διά τα κτήνη των, παρά διά τους οικείους και ομοίους των.

Το δε λυπηρότατον πάντων είναι ότι και οι ιερείς των κατά τους ειρημένους δήμους χωρίων, κατά τας παρατηρήσεις του ιατρού, μόνον κατά το σχήμα διαφέρουσι των άλλων, κατά δε την αμάθειαν, την βαρβαρότητα και την σκληρότητα ίσως και πολλούς των κοσμικών υπερτερούσιν.

Τούτο γνωστοποιούσα η Σύνοδος προσκαλεί υμάς να επιστήσετε τον νουν εις το μέρος της πνευματικής διδασκαλίας, το αποβλέπον την προς τον πλησίον αγάπην και συμπάθειαν και τους ιερείς άπαντας, ιδίως δε τους του Πιτσού, να συμβουλεύσητε και να διδάξητε του αληθούς πνευματικού ποιμένος το ιερόν χρέος, το να διδάσκωσιν είτε τοις κοινοίς και τοις κατά μέρος δυστυχήμασι, τους ενορίτας έκαστος την προς αλλήλους συμπάθειαν και συνδρομήν, και τούτο όχι μόνον μέχρι λόγου, αλλά και διά των έργων, επιφοιτώντες εν καιρώ τοιούτων δυστυχημάτων αυτόκλητοι επί τας οικίας των ασθενών και προτρέποντες και ενθαρρύνοντες διά της θείας ευλογίας τους φίλους και συγγενείς εις το να περιποιώνται τους ασθενείς, και να εγκαρτερώσι περί τον πάσχοντα, παρέχοντες αυτώ τα υπό του ιατρού υπαγορευόμενα βοηθήματα, θέλετε δε καταδείξει εις αυτούς, πόσον αμαρτάνουν εάν τοις υπομνήσετε τα θεία του ιερού Ευαγγελίου λόγια, καθ’ ά ο Σωτήρ ημών εν τη Δευτέρα Παρουσία τους μεν ανελεήμονας και ασπλάχνους, ως αμαρτωλούς θέλει αποπέμψει εις το πυρ το εξώτερον, τους δε ελεήμονας και ευσπλάγχνους, ως δικαίους, θέλει εισαγάγει ελεημόνως εις την αιωνίαν μακαριότητα, «επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν… ασθενής ήμην και επισκέψασθέ με κτλ.».

Περί της ενεργείας της παρούσης περιμένει η Σύνοδος την απάντησιν υμών,

Εν Αθήναις τη 23 Ιανουαρίου 1857.

Ο Αθηνών ΝΕΟΦΥΤΟΣ Πρόεδρος, Ο Μαντινείας και Κυνουρίας ΘΕΟΦΑΝΗΣ, Ο Μεσσηνίας ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ, Ο Θηβών και Λεβαδείας ΑΒΡΑΜΙΟΣ.

Ο Γραμματεύς Αρχιμ. Ζ. Μαθάς».

-Στεφάνου Γιαννόπουλου Αρχιμανδρίτου, Συλλογή των Εγκυκλίων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, εν Αθήναις 1901, σελ. 323

Του Ιωάννου Π. Μπουγά
Θεολόγου