Πώς και γιατί βρέθηκα –αξημέρωτα και με το που άνοιξαν οι πύλες– στην πλαζ του ΕΟΤ Ζακύνθου, υπό το έκπληκτο, αγουροξυπνημένο βλέμμα του φύλακα ένα πρωινό Ιουλίου του 1981; Και πώς είχε αντιστραφεί έτσι η γνωστή παροιμία; Εξηγώ αμέσως!
Είχα έλθει στο νησί μ’ ένα συμφοιτητή μου, τον Δάνη, για διακοπές. Νοικιάσαμε δωμάτιο στον δεύτερο όροφο ενός μικρού κτηρίου, όπου υπήρχαν άλλα τρία δωμάτια, αλλά μόνο δύο τουαλέτες, δηλαδή, μία ανά δύο δωμάτια. Ένα μειονέκτημα, αυτό. Το δεύτερο: τα δωμάτια δεν διέθεταν δικό τους ψυγείο, κομφόρ απαραίτητο για το καλοκαίρι. Υπήρχε όμως ένα μεγάλο ψυγείο στην κοινόχρηστη βεράντα, στη βορεινή πλευρά του ορόφου, όπου μπορούσαμε να βάζουμε φιάλες με νερό και αναψυκτικά. Μάλιστα, μαζί με το κλειδί της τουαλέτας, μας δόθηκε κι ένας μαύρος μαρκαδόρος, ώστε επάνω σε κάθε φιάλη να γράφουμε τον αριθμό του δωματίου μας. Κάτι ανάλογο υποτίθεται ότι έκαναν και οι υπόλοιποι ένοικοι του ορόφου. Έτσι, συμβιβαστήκαμε, αφού το δωμάτιο διέθετε ανεμιστήρα οροφής, παρακαλώ, και μπαλκόνι με θέα!
Περνούσαμε ωραία στη Ζάκυνθο. Περπάτημα στην πλατεία και στα σοκάκια, έξοδοι στο λόφο του Στράνη και στη Μπόχαλη, ποδηλατάδες και μπανάκια. Και τα βράδια, στα γραφικά ταβερνάκια της πόλης με καντάδα, τοπικό κρασί (την πασίγνωστη βερντέα) και επίσης ντόπια μεζεδάκια. Νωρίς, ωστόσο, αντιμετωπίσαμε ένα απρόβλεπτο πρόβλημα: βρήκαμε τις φιάλες μας χρησιμοποιημένες! Ο Δάνης θύμωσε πολύ –το ίδιο κι εγώ– αλλά συνέστησα ψυχραιμία.
«Μάλλον τυχαίο, απροσεξία κάποιου μέσα στο σκοτάδι. Δε βαριέσαι, ας το αγνοήσουμε, δεν είναι σημαντικό…». Ο Δάνης δεν πείστηκε και πρόσθεσε ότι υποπτευόταν τα δύο ζευγάρια των νεαρών βορειοευρωπαίων και όχι το ζεύγος των Ιταλών σαραντάρηδων, οι οποίοι ήσαν σοβαροί, ευγενείς και ήσυχοι.
Όντως, δεν ήταν τυχαίο. Η στάθμη των φιαλών μας χαμήλωνε καθημερινά και, παρότι το προσπαθήσαμε, δεν καταφέραμε να πιάσουμε τους κατεργάρηδες στα πράσα. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, ότι χρειαζόντουσαν ένα πραγματικά καλό μάθημα: νωρίς το επόμενο πρωί, πήγαμε στο πρώτο φαρμακείο που βρήκαμε ανοικτό και ζητήσαμε ένα ισχυρό, άγευστο καθαρτικό! Το σχέδιό μας; Απλούστατο: θα αγοράζαμε νέες φιάλες και θα γράφαμε με μεγάλα, ευδιάκριτα ψηφία το νούμερο του δωματίου μας επάνω. Ακολούθως, θα ρίχναμε μέσα στην κάθε μία αρκετή ποσότητα καθαρτικού, θα τις ξανακλείναμε και θα τις τοποθετούσαμε σε κατάλληλο σημείο, στο ψυγείο. Και το βράδυ, σαν τα σκανταλιάρικα παιδιά, θα περιμέναμε τα πολυπόθητα αποτελέσματα της… θείας δίκης!
Την εκτέλεση του σχεδίου ανέλαβα ο ίδιος προσωπικώς: τοποθέτησα τα τρία μεγάλα πλαστικά μπουκάλια με το καθαρτικό στο ψυγείο, εντοπίζοντας και ένα μπουκάλι νερού μικρού μεγέθους γεμάτο μ’ ένα σκούρο υγρό. Όπως διαπίστωσα, επρόκειτο για παγωμένο τσάι. Επάνω του ήταν γραμμένος ο αριθμός του δωματίου μας και εύλογα σκέφτηκα ότι αυτό ήταν η προσωπική ‘πινελιά’ του Δάνη στο βρώμικο σχέδιό μας! Έτσι, έριξα μέσα όλο το υπόλοιπο καθαρτικό.
Νύχτα πια, μετά τις μία, με αναμμένο τον ανεμιστήρα οροφής, βρισκόμασταν αραχτοί στα κρεβάτια μας, περιμένοντας ν’ αρχίσει από στιγμή σε στιγμή το… γλέντι, αφού είχαμε ήδη ακούσει τους νεαρούς να κάνουν επιδρομή στο ψυγείο!
«Χι! χι! χι!» έκανε ο Δάνης. «Τώρα να δεις τι έχει να γίνει!»
Πράγματι, γύρω στις μιάμιση άρχισαν οι… επείγουσες, θορυβώδεις επιδρομές των νεαρών στην τουαλέτα! Ήμασταν έτοιμοι για μια λευκή νύχτα, αλλά, σίγουρα, άξιζε τον κόπο! Ευτυχώς, οι Ιταλοί έλειπαν και θα γλίτωναν την άδικη γι’ αυτούς ταλαιπωρία, αλλά οι τέσσερις νεαροί μπαγαπόντηδες δεν θα ξεχνούσαν το πάθημα-μάθημα ποτέ! Και θα ήταν απίθανο να μας υποπτευθούν. Πιο λογικό θα ήταν να αποδώσουν την περιπέτειά τους σε αλλοιωμένο φαγητό.
Γύρω στις δύο, και ενώ στον διάδρομο γινόταν ο κακός χαμός, ο Δάνης, κρυφογελώντας σατανικά, μου είπε πως θα πήγαινε για τσιγάρο στη βεράντα, αλλά και για ν’ απολαύσει –διακριτικά, βέβαια– το θέαμα και οπτικά! Γύρισε μετά από κάνα δεκάλεπτο, μέσα σε πνιχτά γέλια και βγάζοντας έναν αναστεναγμό ευχαρίστησης, σα να ‘χε μόλις απολαύσει κάτι δροσιστικό και τονωτικό. Και τότε… μια απαίσια υποψία πέρασε από το μυαλό μου. Ανασηκώθηκα, άναψα το μικρό πορτατίφ που βρισκόταν δίπλα μου και με φωνή τρεμάμενη ψιθύρισα:
«Δεν πιστεύω να ήπιες τσάι, Δάνη…»
Αρχικά, απόλυτη από μέρους του σιωπή. Μα, μετά από λίγο, η φωνή του αντήχησε απόκοσμη:
«Δεν πιστεύω να ‘ριξες καθαρτικό και στο τσάι μου, κρετίνε…»
Για μερικά δευτερόλεπτα, στο δωμάτιο ακουγόταν μόνον ο βόμβος του ανεμιστήρα. Και ύστερα, ο Δάνης πετάχτηκε σαν ελατήριο απ’ το κρεβάτι του, άρπαξε το κλειδί της τουαλέτας μας και όρμησε σα δαιμονισμένος έξω…
Το… δάνειον δράμα κράτησε μέχρι τα ξημερώματα κι ενώ το σκοτάδι είχε αρχίσει να υποχωρεί. Εγώ, όλη εκείνη την ώρα είχα ζαρώσει στο κρεβάτι μου μη τολμώντας να βγάλω κιχ.
Μετά την… όγδοη επίσκεψή του στην τουαλέτα, ο Δάνης επέστρεψε στο δωμάτιο σε εντελώς άθλια κατάσταση. Κυριολεκτικά σερνόταν.
«Λυπάμαι πολύ για την ταλαιπωρία…» του είπα, για να κάνω το ολέθριο λάθος να συμπληρώσω: «Σε λίγο καιρό θα θυμάσαι αυτή την περιπέτεια και θα γελάς!…»
«Ααααχ!… Σκάσε, κάθαρμα!… Άχρηστε, ούτε μία τόσο απλή δουλειά δεν είσαι ικανός να φέρεις σε πέρας!…» ψέλλισε με σβησμένη φωνή.
«Δάνη…» ίσα που κατάφερα ν’ ακουστώ…
«Βούλωσ’ το, κτήνος, κόντεψε να μου βγει η ψυχή…» πρόφερε εντελώς εξαντλημένος, για να προσθέσει «…φρόντισε, όταν ξυπνήσω, να μη σε βρω εδώ… Ειδάλλως… θα… θα μας γράψουν οι εφημερίδες…» Δε μίλησα. Και τι να έλεγα, άλλωστε; Όταν έπεσε σε λήθαργο ο Δάνης, απλώς, άνοιξα την πόρτα και εξαφανίστηκα.
Να λοιπόν πώς και γιατί βρέθηκα, σχεδόν αχάραγα και άυπνος, στην πλαζ του ΕΟΤ: για να μη μας γράψουν οι εφημερίδες…
Του Φ.Κ.Παπαδημητρίου