Από τη μεταπολίτευση και μετά οι εκάστοτε κυβερνήσεις, παρά τη συνταγματική υπoχρέωσή τους, δεν έχουν προβεί στη σύνταξη Δασικών Χαρτών και Δασολογίου, με συνέπεια το Δημόσιο να μη γνωρίζει ποιες εκτάσεις ανήκουν στην ιδιοκτησία του, είναι δασικές ή μη και, τέλος, ποιες είναι αναδασωτέες. Έτσι ο χαρακτηρισμός μιας περιοχής ως δημόσιας ή δασικής ή αναδασωτέας γίνεται πρόχειρα.
Αμέσως μετά την καταστροφή μιας δασικής έκτασης από πυρκαγιά, η εκάστοτε κυβέρνηση δηλώνει τα αυτονόητα που επιβάλλονται από το Σύνταγμα, ότι δηλαδή θα προβεί αμέσως στην κήρυξη ως αναδασωτέας της καμένης περιοχής. Όμως, οι δασικές υπηρεσίες δε διαθέτουν δασικούς χάρτες για να προσδιορίσουν και να οριοθετήσουν επακριβώς την περιοχή αναδάσωσης, ούτε και στοιχεία για το ιδιοκτησιακό καθεστώς. Πρόχειρα και στο περίπου προσδιορίζουν την περιοχή αναδάσωσης, με συνέπεια τμήματα της καμένης περιοχής να ξεφεύγουν της αναδάσωσης και, αντίθετα, να κηρύσσονται αναδασωτέες περιοχές στις οποίες δεν επιτρέπεται η αναδάσωση, ως λ.χ. οι πόλεις και οι προ του 1923 οικισμοί.
Ακόμη, για να είναι σίγουροι, επειδή δε γνωρίζουν αν η έκταση ανήκει στο Δημόσιο, τη «βαπτίζουν» ως δημόσια διακατεχόμενη έκταση. Όλες αυτές οι ενέργειες, αν δεν επακολουθήσει η πραγματοποίηση της αναδάσωσης βάσει προγράμματος το οποίο έχουν υποχρέωση να εκπονήσουν οι αρμόδιες δασικές υπηρεσίες, οδηγούν πολλές φορές σε αντίθετα αποτελέσματα, με συνέπεια διάφοροι ενδιαφερόμενοι να απειλούν ότι θα κάψουν την περιοχή.
Μελέτη περίπτωσης: Άγιος Στέφανος και Άνοιξη Αττικής
Τέτοια απειλή δέχθηκε πρόσφατα ο δήμαρχος Αγίου Στεφάνου, διότι σταμάτησε η χορήγηση οικοδομικών αδειών. Κι αυτό, γιατί οι πόλεις σήμερα Αγίου Στεφάνου και Ανοίξεως θεωρούνται από την αρμόδια δασική υπηρεσία ως δημόσιες διακατεχόμενες αναδασωτέες εκτάσεις. Έτσι, η περιοχή Αγίου Στεφάνου χωρίζεται στους ιδιοκτήτες που πρόλαβαν να κτίσουν και σε αυτούς που δεν πρόλαβαν λόγω παύσης χορήγησης αδειών οικοδομής. Φαντάζομαι, κάποιος από τους ιδιοκτήτες της δεύτερης κατηγορίας θα εκτόξευσε την πιο πάνω απειλή. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Με νομαρχιακή απόφαση του 1982 κηρύχθηκε αναδασωτέα περιοχή που καταστράφηκε λόγω πυρκαγιάς, η οποία επεκτάθηκε και στα όρια των οικισμών και σήμερα πόλεων Άνοιξης και Αγίου Στεφάνου, όπως αυτά διαμορφώνονταν ατομικά και στο σύνολο, από την αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία με την ευκαιρία της έκδοσης αδειών οικοδομής. Δηλαδή, με την κήρυξη της αναδάσωσης, μεγάλο μέρος των οικισμών αυτών χαρακτηρίστηκε ως «δημόσια διακατεχόμενη δασική έκταση».
Από εδώ και πέρα αρχίζει η παράνοια: Μετά την κήρυξη της αναδάσωσης αυτής στην περιοχή των προ του 1923 οικισμών, μια σειρά πράξεων ή παραλείψεων των Αρχών φανερώνει το αλαλούμ της κρατικής μηχανής, η οποία μας θυμίζει πάντα ότι βρίσκεται στη δεκαετία του 1950. Ουδεμία, από τις εμπλεκόμενες δημόσιες υπηρεσίες, ασχολείται με την αναδάσωση. Οι πόλεις συνεχίζουν να αναπτύσσονται, όπως και πριν, χωρίς κανένας να θέτει θέμα αναδάσωσης των ακινήτων των οικισμών. Ειδικότερα:
Η αρμόδια δασική υπηρεσία, πριν από την κήρυξη της αναδάσωσης, βγάζει ένα «φιρμάνι» με τίτλο «Δασική απαγορευτική διάταξη αναδασωτέας εκτάσεως» και απαγορεύει, μεταξύ των άλλων, για μια εικοσαετία, τον κατατεμαχισμό και την οικοπεδοποίηση άνευ αδείας (εννοεί δικής της) και για τριάντα χρόνια (!) τη μεταβίβαση με δικαιοπραξία των ακινήτων. Μετά την έκδοση του «φιρμανιού» αυτού δε δόθηκε καμιά συνέχεια. Δηλαδή, η δασική υπηρεσία αυτή, ενώ είχε υποχρέωση (ν. 998/1979 περί προστασίας δασών) να προβεί στην εκπόνηση και εφαρμογή του προγράμματος αναδάσωσης, δεν έκανε απολύτως τίποτε. Ούτε καν ενημέρωσε ή συνεργάστηκε με τις άλλες δημόσιες υπηρεσίες( λ.χ. πολεοδομία, ΔΟΥ κ.λπ.) για την προστασία της δημόσιας διακατεχόμενης δασικής έκτασης. Η μόνη ενέργεια ήταν η σύνταξης ενός προσωρινού κτηματολογικού χάρτη, ο οποίος, όσον αφορά στα ακίνητα των προ του 1923 οικισμών, δεν είχε εφαρμογή σύμφωνα με αποφάσεις των δικαστηρίων.
Η αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία, μετά την έκδοση της πιο πάνω νομαρχιακής απόφασης, συνεχίζει την έκδοση οικοδομικών αδειών σε ακίνητα που κατά την κρίση της περιλαμβάνονται στα όρια των οικισμών και έτσι οι οικισμοί Αγ. Στεφάνου και Άνοιξης μεγαλώνουν και ο πολεοδομικός ιστός τους αποκτά τα χαρακτηριστικά πόλης.
Η ΔΟΥ Αγίου Στεφάνου, αρμόδια για την προστασία της δημόσιας γης, ουδέποτε θεώρησε την έκταση των ως άνω οικισμών ως «δημόσια διακατεχόμενη έκταση», και συνεπώς δεν εμπόδισε τις μεταβιβάσεις ακινήτων, αλλά αντίθετα, εισέπραττε από αυτές το φόρο μεταβίβασης με βάσει τις αντικειμενικές αξίες, δηλαδή θεωρούσε ως αστικά τα ακίνητα των προ του 1923 οικισμών της περιοχής που κατά τη δασική υπηρεσία ήταν δημόσια διακατεχόμενη έκταση. Δηλαδή, το ίδιο ακίνητο ήταν δασικό μεν, κατά την δασική υπηρεσία, αστικό δε, κατά δε την πολεοδομική υπηρεσία και τη ΔΟΥ.
Η κατά τόπο αρμόδια δασική υπηρεσία (δασονομείο) ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για την έκδοση αδειών οικοδομής στην περιοχή των προ του 1923 οικισμών που κηρύχθηκε αναδασωτέα κατά τα πιο πάνω. Αντίθετα, μάλιστα, η Διεύθυνση Δασών Ανατολικής Αττικής, με το αριθ. πρωτ.3136/20-6-1991 έγγραφό της, αναγνωρίζει ότι τα όρια των ως άνω προ του 1923 οικισμών καθορίστηκαν με τις ως άνω αποφάσεις του 1940 και 1976 και έκτοτε στην περιοχή των οικισμών αυτών εκδίδονται άδειες οικοδομής
Συνεπεία των πιο πράξεων και παραλείψεων των Αρχών, από το 1982 μέχρι το 2005 χορηγήθηκαν εκατοντάδες οικοδομικές άδειες και ανεγέρθηκαν οικοδομές διαφόρων χρήσεων (κατοικίες, καταστήματα, γραφεία κ.λπ.), και οι προ του 1923 οικισμοί έγιναν πόλεις. Όλοι ήσαν ευχαριστημένοι: η πολεοδομική υπηρεσία συνεχίζει να εκδίδει άδειες, η ΔΟΥ να εισπράττει φόρο μεταβίβασης των αστικών ακινήτων, που είναι και δασικά και η αναδάσωση να μην πραγματοποιείται από παράλειψη της δασικής υπηρεσίας.
Κυρίως υπεύθυνοι για τη δημιουργία του κοινωνικού προβλήματος αυτού είναι οι δασικές Αρχές, λόγω της αδιαφορίας τους να προβούν σε πραγματοποίηση της αναδάσωσης, αλλά με την παράλειψή τους για 25 περίπου χρόνια, κατάφεραν η αναδάσωση αυτή καταστεί ανέφικτη (αντί δένδρων φυτεύτηκαν σπίτια), αλλά και η αρμόδια για την προστασία της δημόσιας γης ΔΥΟ, η οποία, αντί για προστασία της δημόσιας διακατεχόμενης έκτασης, εισέπραξε τεράστια ποσά κατά τις μεταβιβάσεις ακινήτων, τα οποία θεωρούσε ως αστικά και φορολογούσε με το αντικειμενικό σύστημα. Παράνοια και παραζάλη στη συμπεριφορά των Αρχών.
Το πρόβλημα μπορεί να επιλυθεί από την κυβέρνηση και ειδικότερα από τον αρμόδιο γενικό γραμματέα Περιφέρειας Αττικής μόνον με άρση της αναδάσωσης, η οποία νόμιμα μπορεί να πραγματοποιηθεί, είτε επειδή αυτή κατέστη ανέφικτη (επί 25 χρόνια αντί για δένδρα η δασική υπηρεσία επέτρεψε να «φυτεύονται» οικοδομήματα) είτε λόγω πλάνης περί τα πράγματα, καθόσον οι προ του 1923 οικισμού δεν αναδασώνονται αλλά οικοδομούνται.
Όμως, μέχρι σήμερα ο γενικός γραμματέας δίσταζε να επιληφθεί του προβλήματος, διότι οι διάφοροι γραφειοκράτες που έχει γύρω του (δασικές υπηρεσίες, ανεύθυνοι σύμβουλοι κ.λπ.) διαμηνύουν ή διαρρέουν ή επιδιώκουν να «φθάσει στα αυτιά του» ότι αν προβεί στην άρση της αναδάσωσης αυτής, θα «μπει στη φυλακή». Η τρομοκράτηση αυτή του γενικού γραμματέα «έπιασε τόπο», εφόσον, όπως πληροφορηθήκαμε, «πετάει το μπαλάκι» στο υπουργείο Γεωργίας.
Έτσι, εκκρεμότητα παραμένει. Ούτε πραγματοποίηση της αναδάσωσης γίνεται, αλλά ούτε και αίρεται αυτή κατά το τμήμα που κατά λάθος και λόγω έλλειψης δασικών αρχών κηρύχθηκε ως αναδασωτέα περιοχή ενώ είναι πόλη. Οι απειλές ελπίζουμε να μην πραγματοποιηθούν.
Του Δημ. Χριστοφιλόπουλου
Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών