Κάτι σπουδαίο και συναρπαστικό συμβαίνει αυτόν τον καιρό στην Άνω Μεσσηνία… Με όπλα την (επιστημονική και λαϊκή) γνώση, την εμπειρία, το πάθος, το ένστικτο, την επιμονή και το μεράκι, με τη βοήθεια νέων τεχνολογιών και «επικουρικών» ειδικοτήτων, την αμέριστη συμπαράσταση των ντόπιων και κυρίως τη βεβαιότητα ότι ένας ολόκληρος κόσμος είναι έτοιμος να αποκαλυφθεί, η αρχαιολογική ομάδα που καθοδηγεί η καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Ελένη Ζυμή, ξεκίνησε ένα αναγνωριστικό πρόγραμμα που στην πρώτη φάση του περιλαμβάνει επιφανειακή έρευνα διάρκειας 4-5 εβδομάδων (θα ολοκληρωθεί στα μέσα Αυγούστου).
Ένα αίτημα δεκαετιών γίνεται πραγματικότητα μέσα από αυτό το 5ετές συνολικά συστηματικό διεπιστημονικό εγχείρημα, που θα καταλήξει σε ανασκαφή και κατέστη δυνατόν να ξεκινήσει χάρις στην εξασφάλιση των πολυπόθητων εγκρίσεων και (πρωτίστως) χρηματοδοτήσεων.
Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια προσπάθεια με πολλές δυσκολίες ,σε έναν τόπο έρευνας όμως «με πολύ μεγάλη δυναμική που πιστοποιείται με συγκεκριμένα ευρήματα-ενδείξεις», όπως εξηγεί η κα Ζυμή και επικεντρώνεται στο στενυκλαρικό πεδίο και τις παρυφές του (περίπου μεταξύ των χωριών Στενύκλαρος, Ζευγολατιό, Πολίχνη, Κωνσταντίνοι, Καλλιρρόη, Διαβολίτσι, Φίλια, Λουτρό, Κάτω Μέλπεια), με μεγάλο στοίχημα την αποκάλυψη της Αρχαίας Ανδανίας, της πρώτης πρωτεύουσας της Μεσσηνίας, πριν αυτή μεταφερθεί στην Αρχαία Μεσσήνη.
Η ίδια γνώρισε πιο στενά την Ανδανία με αφορμή μια ομιλία και μια έκθεση φωτογραφίας στο Διαβολίτσι πριν από 11-12 χρόνια στο πλαίσιο του Ανδάνειου Δρόμου 17 χλμ.
Η ιδέα ρίζωσε έκτοτε μέσα της και «μαγεμένη» παράλληλα από το φυσικό κάλλος της περιοχής (πηγές, νερά, βλάστηση), καθώς «περιβάλλον και αρχαιολογία πάνε μαζί…» όπως λέει, μαζί με την ομάδα της βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με μια μεγάλη πρόκληση.
Σε μια μικρή ανάπαυλα των ερευνών το «Θ» είχε την ευκαιρία να συναντήσει πριν από λίγες μέρες την επικεφαλής του προγράμματος και τη συνεργάτιδά της, Εύη Λαμπροπούλου, η οποία «εκπροσωπεί» την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας, στο «στρατηγείο» της ομάδας, στο υπέροχο χωριό Κωνσταντίνοι.
Χωρίς η καθημερινή κούραση να έχει επηρεάσει στο ελάχιστο τον ενθουσιασμό που έχει πυροδοτήσει η νέα αρχαιολογική περιπέτεια, η κα Ζυμή μάς κατατόπισε για τις διάφορες παραμέτρους του ιστορικού εγχειρήματος:
«Στις 13 Ιουλίου ξεκίνησε το πρόγραμμα “επιφανειακή έρευνα στην Άνω Μεσσηνία”, το οποίο είναι εγκεκριμένο από το υπουργείο Πολιτισμού, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο και θα έχει 5ετή διάρκεια. Στόχος του προγράμματος είναι μια έρευνα-επισκόπηση επιφανείας, αρχαιολογική και γεωμορφολογική, σε όλη την περιφέρεια της Άνω Μεσσηνίας, δηλαδή σε μια έκταση η οποία ανέρχεται σε περίπου 30.000 στρέμματα. Δεν είναι ο στόχος η ανασκαφή σε αυτή τη φάση, είναι ο εντοπισμός και η χαρτογράφηση των μνημείων. Αυτό το ερευνητικό πρόγραμμα ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, αλλά για την υλοποίησή του συνεργαζόμαστε και με την Εφορία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας. Η Εύη Λαμπροπούλου έχει μια διττή ιδιότητα, από τη μια πλευρά είναι αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας, αλλά και υποψήφια διδάκτωρ στο Τμήμα Ιστορίας Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Το βασικότερο, όμως, είναι το ποιος χρηματοδοτεί αυτό το πρόγραμμα, γιατί για να μπορέσει να κατατεθεί ένα πρόγραμμα προς έγκριση στο υπουργείο Πολιτισμού, κάποιος πρέπει να εγγυηθεί ότι θα υπάρχει σίγουρη χρηματοδότηση. Κι αυτός, φυσικά, ήταν ο περιφερειάρχης Πελοποννήσου, ο Παναγιώτης Νίκας, ο οποίος κατανόησε και εμπιστεύτηκε αυτή την προσπάθειά μας εξ αρχής, πίστεψε πολύ σε εμάς -και τον ευχαριστούμε θερμά γι’ αυτό- και με την οικονομική του στήριξη ξεκινήσαμε φέτος την προσπάθεια.
Ελπίζουμε σταδιακά και καθώς προχωρούμε με την έρευνα και την παρουσίαση των ευρημάτων, πως θα υπάρχουν κι άλλοι φορείς, είτε δημόσιοι είτε ιδιωτικοί, που θα μας στηρίξουν για να αναδείξουμε τον τόπο αυτό, που γι’ αυτούς είναι ο τόπος καταγωγής τους και για μας τόπος έρευνας με πολύ μεγάλη δυναμική.
Απ’ όλες τις περιοχές της Μεσσηνίας, η Ανδανία είναι η τελευταία που μπαίνει στον αρχαιολογικό χάρτη.
Όλη η περιοχή της Βόρειας Μεσσηνίας είναι μια περιοχή η οποία έχει ερευνηθεί πολύ λίγο. Στη 10ετία του ’30 είχαμε το Σουηδό αρχαιολόγο Ματίας Βαλμίν, ο οποίος περπάτησε σε διάφορα σημεία της ευρύτερης περιοχής (όχι ειδικά της Βόρειας Μεσσηνίας) και εντόπισε κάποιες αρχαιότητες και μετά, βέβαια, η Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας κατά καιρούς ανασκάπτει συγκεκριμένες θέσεις. Και η κα Αραπογιάννη είχε σκάψει στην περιοχή εδώ, στην Πολίχνη και αλλού, αλλά βέβαια και άλλοι αρχαιολόγοι παλαιότερα.
Αυτό που κάνουμε εμείς τώρα και σκοπεύουμε να ολοκληρώσουμε μέσα στις 4-5 εβδομάδες διερεύνησης της περιοχής, είναι να πάμε είτε σε εντοπισμένες θέσεις, τις οποίες γνώριζε η Εφορεία Αρχαιοτήτων πιο πριν, αλλά δεν έχει ορατά μνημεία, οπότε έπρεπε να κάνουμε μια αυτοψία και να δούμε και μόνοι μας δηλαδή τι έχει παραμείνει, αλλά και σε θέσεις τις οποίες μας υπέδειξαν οι άνθρωποι της περιοχής. Πρέπει να σας πω ότι αυτό έχει παίξει πολύ μεγάλη σημασία μέχρι τώρα και παίζει ρόλο σε τέτοιοι τύπου έρευνες. Άνθρωποι απ’ όλη την ευρύτερη περιοχή που με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση μας στηρίζουν και έρχονται εθελοντικά σε αυτές τις διαδρομές μαζί μας. Έχουν ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες και τον τόπο τους και είναι όλων των ηλικιών, αλλά αρκετοί είναι νέοι κι αυτό μου έχει κάνει μεγάλη εντύπωση, καθώς δεν έχει απομείνει πια πολλή νεολαία στην περιοχή. Κάποιοι από αυτούς έχουν σπουδάσει Αρχαιολογία, είναι υποψήφιοι διδάκτορες στην Αθήνα, άλλοι συντηρητές αρχαιοτήτων».
«Θα βοηθήσουν στην ανασύσταση της ιστορίας της Άνω Μεσσηνίας»
Και η Ελένη Ζυμή συνεχίζει: «Ο χώρος έχει πολύ ενδιαφέρον, με πολλά ενδιαφέροντα ίχνη. Υπάρχουν τα ορατά ευρήματα -όπως η Μονή Ταξιαρχών εδώ στην Πολίχνη που είναι στο παράλληλο πρόγραμμα ανάδειξης και αποκατάστασης της Εφορείας Αρχαιοτήτων (υπάρχει δηλαδή μια συντονισμένη προσπάθεια)- και βέβαια ό,τι ανακαλύψουμε κι εμείς σε αυτή την περιοχή -ακόμα κι αν σε πρώτη φάση δεν είναι αρχιτεκτονικά μνημεία σημαντικά- θα βοηθήσουν στην ανασύσταση της ιστορίας της Άνω Μεσσηνίας, η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία.
Σημαντικές θέσεις υπήρχαν στο Αγριλόβουνο ήδη από τα Μυκηναϊκά Χρόνια, πρέπει να είχε χτιστεί πολύ νωρίς. Εμένα μου έκανε πολλή εντύπωση και το Παζαράκι, το είχαν διερευνήσει κάποιοι Γερμανοί στη δεκαετία του ’60, αλλά δεν είναι γνωστό τι είχαν βρει ακριβώς, μιλάμε και για θολωτούς τάφους, είναι πολύ πρώιμη η κατοίκηση, ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ., οπότε μένει να διερευνηθούν κι αυτά με μεγαλύτερη λεπτομέρεια.
Σημαντικά ευρήματα έχουν και όλες οι υπόλοιπες περιοχές που πήγαμε, όπως Καλλιρρόη, Στενύκλαρος, Πολίχνη, Κάτω Μέλπεια».
Αλλά μήπως υπάρχει κίνδυνος αυτές οι «υποσχέσεις» να προσελκύσουν καιροσκόπους; Οι κυρίες Ζυμή και Λαμπροπούλου απαντούν σχεδόν με ένα στόμα: «Οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν προσπαθούν να κάνουν λαθροανασκαφές, στο μυαλό τους έχουν ότι θα πάνε βρουν ράβδους χρυσού ή λίρες. Δεν υπάρχουν αυτά τα πράγματα. Εμείς ψάχνουμε για κάποια μνημεία, για κάποιες αρχιτεκτονικές κατασκευές, με το υλικό που τις περιβάλλει, για κάποιες επιγραφές που θα μας δώσουν στοιχεία για να δείξουμε πόσο σημαντική ήταν αυτή η θέση, να ταυτίσουμε την Αρχαία Ανδανία και να δούμε τη σύνδεσή της με το βασικό αρχαιολογικό κέντρο, που είναι Αρχαία Μεσσήνη».
Υπήρχαν άλλα αστικά κέντρα;
Εξειδικεύοντας τις προθέσεις της προσπάθειας η κα Ζύμη εξηγεί, προϊδεάζοντας για εκπλήξεις:
«Μέσα από το πρόγραμμα, αυτό που μας ενδιαφέρει να δούμε είναι η κατοίκηση στην περιοχή, πότε έχουμε, δηλαδή, τους πρώτους κατοίκους που εγκαθίστανται εδώ, πώς εξελίσσονται οι οικισμοί τους μέσα στα χρόνια ή η εξέλιξη της χρήσης της γης, από την 3η χιλιετία, ίσως και παλαιότερα -θα εξαρτηθεί από το τι θα βρούμε- μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα. Γιατί είχε, βέβαια, όλη αυτή την ιστορική σημασία φορτισμένη με τις μνήμες του παρελθόντος για τους Μεσσήνιους -έχουμε και τον Αριστομένη που κατάγεται από την περιοχή- αλλά μας ενδιαφέρουν αρκετά και οι πτυχές της οικονομίας. Δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι στην περιοχή αυτή -και αυτά δεν είναι καινούργια, τα έχει γράψει ο κ. Θέμελης από το 2008, ίσως και παλαιότερα- βρίσκονταν οι κώμες, οι οποίες στήριζαν οικονομικά το μεγάλο αστικό κέντρο της περιοχής, την Αρχαία Μεσσήνη. Γι’ αυτό μας ενδιαφέρει να δούμε και τη σχέση της περιοχής με το μεγάλο αστικό κέντρο.
Μέχρι τώρα δεν ξέρουμε -πέρα από την παλιά πρώτη πρωτεύουσα της Μεσσήνης, που ήταν εδώ στην Ανδανία και δεν έχει εντοπιστεί- εάν υπήρχαν άλλα αστικά κέντρα. Μέσα από αυτό, βέβαια, πιστεύω ότι μπορεί να δημιουργηθούν κι άλλες εκπλήξεις, μπορεί στην πορεία να εμφανιστούν, και σε οποιαδήποτε εποχή»… κλείνει το μάτι η κα Ζυμή για το τι μπορούμε να περιμένουμε από την εν εξελίξει έρευνα…
Διεπιστημονικότητα και νέες τεχνολογίες
Για τα νεότερα «όπλα» που έχει στη διάθεσή της η αρχαιολογική έρευνα, η κα Ζυμή, αναφέρεται στις διαδικασίες και τονίζει τη μεγάλη χρησιμότητά τους: «Αφού συλλέξουμε τα στοιχεία, ελέγχουμε τις αεροφωτογραφίες οι οποίες υπάρχουν στην περιοχή από τη βρετανική Βασιλική Αεροπορία πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και από τη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού από το 1948 μέχρι και τη δεκαετία του ’60 και τις συγκρίνουμε με δορυφορικές εικόνες για να δούμε από αέρος πώς εξελίχθηκε αυτή η περιοχή μέσα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Γιατί, για παράδειγμα, τώρα είναι κατάφυτη με ελαιόδεντρα, όμως πριν από το ’60 εδώ είχε συκιές και κλήματα. Και τώρα μπορεί πολλά από αυτά τα ευρήματα να μην είναι ορατά και τότε να ήταν, όχι μόνο εξαιτίας των συστημάτων άροσης και καλλιέργειας, είναι και οι προσχώσεις των ποταμών, υπήρξαν και κάποιες πλημμύρες και ένας σεισμός, όπως μας είπαν, το 1965. Θέλουμε να δούμε πώς όλα αυτά επέδρασαν στο φυσικό περιβάλλον και, κατ’ επέκταση, στα μνημεία που υπήρχαν εκεί.
Επίσης, έχουμε μαζί μας τον τοπογράφο μας, ο οποίος με το GPS μπορεί να περάσει τα σημεία που μας ενδιαφέρουν απευθείας σε δορυφορική εικόνα και να μας βγάλει ένα χάρτη όπου φαίνεται, για παράδειγμα, η πυκνότητα των θέσεων.
Έχουμε την ειδικότητα της Αρχαιομετρίας, η οποία θα μας βοηθήσει στη συνέχεια άμα θέλουμε να κάνουμε συγκεκριμένες αναλύσεις σε υλικά που θα βρούμε, σε γυαλί, σε πηλό, για να βρούμε την προέλευση ή ακόμα και για το παλαιοπεριβάλλον, γύρη, μελέτη ιζημάτων, υπάρχουν πάρα πολλά στοιχεία.
Ο γεωμορφολόγος της ομάδας δουλεύει αντίστοιχα, δηλαδή παίρνει δείγματα και αναλύει τα χώματα. Όλες οι έρευνες είναι πλέον διεπιστημονικές, γιατί έτσι μπορεί κανείς να έχει πληροφορίες για πτυχές της ιστορίας μιας περιοχής, τις οποίες παλαιότερα ήταν αδύνατον να πάρει, πέρα από το ορατό και το αρχιτεκτονικό. Π.χ. από που προέρχεται ο πηλός ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Εμείς τώρα καταγράφουμε και τις πηγές, δηλαδή αν βρίσκουμε παλαιά λατομεία, πηγές εξόρυξης πηλού κ.τ.λ. Τα συγκεντρώνουμε, μας ενδιαφέρει φυσικά και η πρώτη ύλη η οποία είχε χρησιμοποιηθεί για να φτιαχτούν τα κτήρια και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι εδώ.
Πέρα από αρχαιολογία τοπίου που ονομάζεται αυτού του τύπου η έρευνα, είναι λίγο και η αρχαιολογία του καθημερινού ανθρώπου, προσπαθούμε να είναι πιο ολιστική η προσέγγιση της περιοχής, αναγνωρίζοντας και τα στοιχεία της καθημερινότητας και της τοπικής οικονομίας και κοινωνίας».
Μια δύσκολη καθημερινότητα και ένα πολύπλοκο παζλ
Αλλά πώς ακριβώς είναι μια τυπική μέρα της ομάδας και ποιες είναι οι δυσκολίες;
Η κα Ζυμή μάς δίνει μια γεύση: «Ξεκινάμε στις 6.30 πρωί εδώ από τους Κωνσταντίνους και αναλόγως με το τι έχουμε προγραμματίσει να δούμε, πηγαίνουνε μέχρι όπου μπορούμε με Ι.Χ. και μετά με αγροτικό ή τρακτέρ και με την καλή διάθεση των ανθρώπων που μας οδηγούν, όλη η ομάδα βρισκόμαστε σε μέρη όπου χρειάζεται να κόψουμε και μερικά βάτα, να περπατήσουμε σε πέτρες και να προσέχουμε τα φίδια…
Είναι η καθημερινότητα του πεδίου που αντιμετωπίζουν όλοι οι αρχαιολόγοι. Είμαστε έξω μέχρι τις 2.00 μ.μ., επιστρέφουμε και ξεκουραζόμαστε λίγο. Το απόγευμα μαζευόμαστε εδώ στην έδρα μας, έχουμε πλύνει τα ευρήματα τα οποία μαζεύουμε, ενδεικτικά τώρα σε αυτή τη φάση και κάνουμε τις καταγραφές των ευρημάτων, αλλά και των θέσεων που έχουμε πάει όλη την ημέρα.
Η δουλειά μας εξαρτάται, επίσης, από τη σχέση εμπιστοσύνης που θα μπορέσουμε να αποκτήσουμε με τους κατοίκους της περιοχής, για να μπορέσουν να μας υποδείξουν και νέες θέσεις που μέχρι τώρα είναι άγνωστες και πιθανότατα υπάρχουν και έχουν κάποια ευρήματα.
Χρειαζόμαστε σίγουρα την υποστήριξη της κοινότητας, όπως χρειαζόμαστε και τη διεπιστημονική συνεργασία, που επίσης έχει δυσκολίες, και σίγουρα αυτά κάνουν το παζλ πιο πολύπλοκο».
Όσο για τα επόμενα βήματα: «Μετά το πρώτο αυτό στάδιο από του χρόνου θα αρχίσουμε τη συστηματική επιφανειακή έρευνα. Θα έχουμε ομάδες φοιτητών μαζί με ειδικούς αρχαιολόγους ή και τους συναδέλφους από το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, θα περπατάμε κατά μήκος των κτημάτων σε συγκεκριμένες αποστάσεις και θα συλλέγουμε ευρήματα. Θα σαρώνονται μεγάλες περιοχές.
Στο τρίτο στάδιο θα κάνουμε κάποιες δοκιμαστικές τομές -έχουμε και τις σχετικές άδειες του υπουργείου- αλλά πριν από το… σκάψιμο πρέπει πρώτα να γίνει μια γενικότερη επισκόπηση, για να δούμε ποια απ’ όλα αυτά τα σημεία έχουν κάποιο ενδιαφέρον».
Εύη Λαμπροπούλου: Μπορούμε να καταφέρουμε να αποδείξουμε και αρχαιολογικά τη σύνδεση Ανδανίας-Αρχαίας Μεσσήνης
Η Εύη Λαμπροπούλου έχει επιπλέον λόγους να αισθάνεται χαρούμενη για την έναρξη του ερευνητικού προγράμματος στην Άνω Μεσσηνία, αλλά και που είναι και η ίδια μέλος αυτής της ομάδας. Από τη μια, κατάγεται από την Ανδανία και συγκεκριμένα από το Καρνάσιο και, από την άλλη, έχοντας 7ετή εμπειρία στο πλευρό του καθηγητή Πέτρου Θέμελη στις ανασκαφές της Αρχαίας Μεσσήνης, εκπόνησε τη μεταπτυχιακή εργασία «Από την Αρχαία Μεσσήνη στην Ανδανία: Προβολή και Ανάδειξη της μνήμης της περιοχής», έχοντας ως επιβλέπουσα καθηγήτρια την κα Ζυμή.
Η κα Λαμπροπούλου λέει: «Είναι μια προσπάθεια φοβερά αξιόλογη και κάτι που θα έπρεπε να έχει ήδη δρομολογηθεί, αλλά πρέπει να ωριμάζουν πάντοτε και οι συνθήκες για να φτάσεις στην εκτέλεση ενός έργου. Η Ανδανία είναι η προσωπική μου πατρίδα και ως δεύτερη πατρίδα θεωρώ την Αρχαία Μεσσήνη, γι’ αυτό και αποφάσισα να κάνω αυτό το μεταπτυχιακό και να συνδέσω τις δύο πόλεις, που ούτως ή άλλως ήταν συνδεδεμένες στην αρχαιότητα: η παλιά και η νέα πρωτεύουσα της Μεσσηνίας, μέσα από μια πομπή που γινόταν κάθε τέσσερα χρόνια στην περιοχή, οπότε οι Μεσσήνιοι ξεκινώντας από το ιερό της Δήμητρας στην Αρχαία Μεσσήνη οδηγούνταν στο αντίστοιχο ιερό της Ανδανίας, το οποίο σήμερα ψάχνουμε να βρούμε.
Χάρηκα πάρα πολύ που δόθηκε η ευκαιρία να ξεκινήσει η κα Ζυμή, ύστερα απ’ όλα αυτά που έχουν γίνει, αυτή την επιφανειακή έρευνα. Στην ουσία έχουμε ως στόχο να πετύχουμε να συνδέσουμε -και νομίζω ότι μπορούμε να καταφέρουμε να το αποδείξουμε και αρχαιολογικά- τη σχέση των δύο αυτών πόλεων, που ήταν πάρα πολύ σημαντική για τα Ελληνιστικά και τα Ρωμαϊκά Χρόνια.
Μέσα από αυτή τη διαδρομή και μέσα από τα μνημεία αυτής της διαδρομής ανακαλείται η μνήμη των προγόνων μας, μπορούμε να ζωντανέψουμε ξανά στη μνήμη μας όλα αυτά τα συναισθήματα, αλλά και τα οικοδομήματα που υπήρχαν».
Το χωριό Κωνσταντίνοι και το αίτημα για το Δημοτικό Σχολείο
Αρκετοί ήταν οι λόγοι που οι Κωνσταντίνοι επιλέχθηκαν ως κέντρο επιχειρήσεων του προγράμματος. Μεταξύ άλλων, ισαπέχουν από τα μέρη ενδιαφέροντος του ερευνητικού προγράμματος, «είναι ένας παραδοσιακός οικισμός με αυτές τις πέτρινες οικίες, ακόμα διασώζει πέτρινα αλώνια και πηγάδια ή λιοτρίβια που χρονολογούνται στα τέλη του 19ου-αρχές του 20ού αιώνα», όπως λέει η κα Ζυμή και, κυρίως, ο σύλλογος του χωριού πρωτοστάτησε στην ίδια την έναρξη της πρωτοβουλίας και γενικά οι άνθρωποι συνεχίζουν να βοηθούν πάρα πολύ.
Εκεί έχει παραχωρηθεί γραφείο για τη στέγαση της ερευνητικής ομάδας, αλλά υπάρχει και το εγκαταλελειμμένο Δημοτικό Σχολείο, το οποίο, με τις κατάλληλες, αρκετά απαιτητικές παρεμβάσεις, μπορεί να αξιοποιηθεί ιδανικά για τις ανάγκες του προγράμματος. «Ονειρευόμαστε να το κάνουμε έδρα του προγράμματος, διότι φέτος είμαστε μεν μια μικρή ομάδα, περίπου δέκα ατόμων, τα οποία εναλλάσσονται (υπάρχουν πέντε σταθεροί και από εκεί και μετά από εβδομάδα σε βδομάδα έρχονται και πιο εξειδικευμένοι άνθρωποι σε διάφορες κατηγορίες). Οπότε αυτός ο χώρος που μας έχει παραχωρηθεί, το γραφείο του συλλόγου και παλαιό ιατρείο και κοινοτικό κατάστημα Κωνσταντίνων, μας αρκεί για τώρα. Από την επόμενη χρονιά που θα αρχίσει εντατική επισκόπηση θα έχουμε μεγάλη ομάδα, 25 ίσως και 30 ατόμων. Το σχολείο εδώ, το οποίο είναι ένας στεγασμένος χώρος πολλών τετραγωνικών μέτρων, έχει ωραία θέα σε όλο το στενυκλαρικό πεδίο και ισαπέχει από αυτές τις θέσεις που ερευνούμε, είναι ο ιδανικός χώρος για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε μια έδρα για φιλοξενία των ερευνητών, φοιτητών, των ίδιων των ευρημάτων»… ρίχνει το μπαλάκι η κα Ζυμή, ελπίζοντας ότι οι παράλληλες προσπάθειες του Συλλόγου Κωνσταντιναίων προς το Δήμο Οιχαλίας και άλλους φορείς θα εισακουστούν, προκειμένου να γίνουν οι απαραίτητες εργασίες και ο χώρος να «στεγάσει» τις αυξανόμενες ανάγκες του αρχαιολογικού προγράμματος…
Η επιστημονική ομάδα
Ελένη Ζυμή: Επίκουρη καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας-Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου-Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών
Μαρία Ξανθοπούλου: Επίκουρη καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας-Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Εύη Λαμπροπούλου: Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας
Ελένη Βαλλιανάτου: Μεταπτυχιακή φοιτήτρια Πανεπιστημίου Πελοποννήσου-Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών
Γιάννης Γιαννακόπουλος: Αρχαιολόγος
Γιώργος Μαλαπέρδας: Μεταδιδακτορικός ερευνητής-Εργαστήριο Αρχαιομετρίας Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Jamie Donati: Αρχαιολόγος, με ειδίκευση στη Γεωπληροφορική
Δημήτριος Βανδαράκης: Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών-Γεωμορφολόγος
Alexander MacGilliray: Προϊστορικός αρχαιολόγος
Φίλιππος Spencer: Προπτυχιακός φοιτητής Αρχαίας Ιστορίας και Κλασικής Αρχαιολογίας-Πανεπιστήμιο Warwick.
Της Χριστίνας Ελευθεράκη