Την ώραν που η πόλις ολόκληρος εξεχύνετο την περασμένην Κυριακήν προς την Παραλίαν δια να δροσισθή από τον απογευματινόν μπάτην της Ντουάνας, ένας κόσμος ολόκληρος θλιμμένων συνοδών συνώδευε τον Τζανήν εις την αιωνίαν κατοικίαν του.
Όλοι όσοι επέρασαν ολόκληρες ώρες στο καφενείον του, όπου τον εύρισκον πάντοτε με την αιωνίαν αταραξίαν του, με την ως Διός νεφεληγερέτου κεφαλήν του, πότε επιπλήττοντα τον Χρήστον και πότε τον μικρόν Τζανήν, αλλά πάντοτε καλόβουλον και αγαθόν, ενόμισαν ότι έπρεπε να τον συνοδεύσουν έστω και αν ο απογευματινός ήλιος τους εξερόψηνε.
Τι τάχα; Πόσες φορές τους εδρόσισεν ο Τζανής με τα παγωμένα ποτήρια του νερού;
Ο Τζανής υπήρξεν ένας τύπος από εκείνους που κατορθώνουν να γεμίζουν με το όνομά τους έναν κόσμον ολόκληρον, κόσμον μιας πόλεως, η οποία τους θεωρεί ως συντελεστάς της προόδου της και της ζωής της. Έγινε μία πλατεία. Και χωρίς να συνέλθη το Δημοτικόν Συμβούλιον, χωρίς να την ονομάση, έρχεται ο Τζανής και της δίδει το όνομά του. Πλατεία Τζανή. Συνήλθε το Δημοτικόν Συμβούλιον, της έδωσε το όνομα «Κωνσταντίνου του Διαδόχου», αλλά μόνον το ψήφισμα του Συμβουλίου και η πινακίς φέρει το νέον όνομα. Ο κόσμος την θέλει πλατείαν Τζανή.
Έφυγεν ο Τζανής από την πλατείαν αλλά η πλατεία θα φέρη το όνομά του όπως και το καφενείον. Ιδού η αθανασία κατακτηθείσα ανεπιγνώστως.
Τα προπερασμένα Χριστούγεννα ο Χρήστος υπέπεσαν εις την δυσμένειαν του Τζανή. Ήλθε στις 10 ενώ έπρεπε να έλθη από τις 8. Ο Τζανής εθύμωσε και του είπε να φύγη. Συνετάγη αναφορά περιέχουσα τα ονόματα των θαμώνων και παρακαλούσα τον Τζανήν να επαναφέρη τον Χρήστον. Η αναφορά ενεχειρίσθη εις τον Τζανήν, όστις με ένα ελεύθερον μειδίαμα εις τα χείλη είπε: «Τι με μέλει εμένα; Εγώ για σας τον έδιωξα. Άλλοτε να μη ζητάτε νερό και να μην έχετε παράπονα». Ο Τζανής εξέδωκε την ετυμηγορίαν του. Ο Χρήστος επανήλθε.
Όλη όμως η ολυμπία εκείνη αταραξία του Τζανή εθρυμματίσθη μίαν βραδυάν εις θρήνον τον οποίον μόνον η πατρική ψυχή γνωρίζει.
Ο υιός του Πότης προσεβλήθη από κάποιαν νευρικήν κρίσιν και τον εξήπλωσαν επί του μπιλιάρδου αναίσθητον. Ο Τζανής έτιλλε την κόμην του και εχτύπα το στήθος του οδυρόμενος σαν γυναίκα. Ο υιός απέθανε. Και ο πατέρας δεν ήτο δυνατόν παρά να τον ακολουθήση.
Ω.