Η Ελλάδα έχει αλλάξει πολύ τις τελευταίες δεκαετίες. Προς το καλύτερο ή το χειρότερο; Δεν ξέρω, ούτε και με απασχολεί εδώ. Η Κορώνη πάντως, παραμένει απαράλλαχτα η ίδια πανέμορφη αρχοντοπούλα του δυτικού Μεσσηνιακού, αφού διατηρεί τη γοητεία της αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου. Βρεθήκαμε εκεί για οικογενειακές διακοπές το καλοκαίρι του 1967, εγώ, ο αδελφός μου και οι γονείς μας, με παρέα την οικογένεια ενός συναδέλφου του πατέρα μου από τη γειτονική Φαλάνθη. Καταλύσαμε σε ένα δωμάτιο με θέα τον ορμίσκο της βόρειας παραλίας, στη μικρή οικογενειακή επιχείρηση ενός συμπαθέστατου μεσόκοπου ζευγαριού. Ούτε αυτό το σημείο έχει αλλάξει πολύ από τότε, εκτός από την προσθήκη ελάχιστων οικημάτων.
Οι δεκαπέντε μέρες που συνολικά θα καθόμασταν στη μικρή, κουκλίστικη λουτρόπολη, περνούσαν ξέγνοιαστα και ανέμελα με μπάνια στην καταγάλανη παραλία, βόλτες στα γραφικά στενά, αναβάσεις στο Κάστρο, ελαφρώς… ένοχες επισκέψεις στα ζαχαροπλαστεία με τα υπέροχα γλυκά ταψιού και, φυσικά, πλούσια γεύματα στα τοπικά ταβερνάκια, με το εκλεκτό, φρέσκο ψάρι και το κεχριμπαρένιο μεσσηνιακό κρασί.
Μα όσα και να θυμηθώ, άλλα τόσα θα ξεχάσω! Μιλάμε πάντως για μια γενική εικόνα περίπου ειδυλλιακή, απ’ αυτές που σου μένουν αξέχαστες.
Αλλά… μηδένα προ του τέλους μακάριζε!
Ένα απόγευμα, μία-δυο μέρες πριν το τέλος των διακοπών μας, ο πατέρας μου πρότεινε έναν περίπατο, έτσι, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. Είχε μάλιστα την ιδέα να φτιάξουμε δύο ζευγάρια: εκείνος με τον αδελφό μου, που όντας λίγο μεγαλύτερος ήταν γι’ αυτόν καταλληλότερη παρέα, κι εγώ με τη μαμά. Και ενώ αρχικά ο μπαμπάς μίλησε για «ανέμελο περίπατο», τελικά, η… ζημιά έγινε!
«Δεν πας το μικρό για ένα κουρεματάκι στα γρήγορα; Χρόνος υπάρχει! Έχω δει ένα πολύ συμπαθητικό κουρείο, κάπου δεξιά, δύο στενάκια πιο κάτω… Στάσου να δεις πώς το λένε… Α, ναι! Ο Κουρέας της Βαρκελώνης!»
Η μαμά έφερε κάποιες αντιρρήσεις. Ότι, και καλά, είδε εδώ παιδιά κουρεμένα με την ψιλή, σαν… Γιούλ Μπρύνερ… κάτι τέτοια, αλλά ο μπαμπάς επέμεινε.
«Έλα, μωρέ, θα τον προσέχεις και θα πεις στον… μαιτρ να σταματήσει εκεί που πρέπει!»
Ανά δύο πια, αρχίσαμε το περπάτημα στα γραφικά σοκάκια και κάποια στιγμή βρεθήκαμε και στο κουρείο. Ευγενέστατος ο… μαιτρ, άκουσε με προσοχή τις οδηγίες της μαμάς, μόνο που εκείνη έκανε το τραγικό σφάλμα να πιστέψει πως θα τις ακολουθούσε κιόλας! Έτσι, με βοήθησε να καθίσω στο υπερυψωμένο με σανίδα κάθισμα και μ’ άφησε μόνο.
«Τρία –επαναλαμβάνω– τρία λεπτά θα λείψω, να πάρω ένα δωράκι από την πιο πάνω γωνία για τη γιαγιά!» Μα, πριν προλάβω ν’ αντιδράσω είχε γίνει καπνός!
Όταν ξαναγύρισε, τουλάχιστον ένα τέταρτο αργότερα, ανυπόμονος και σε άθλια ψυχική κατάσταση, αφού είχα πια δει στον καθρέφτη τα χάλια μου, την περίμενα ακριβώς δίπλα στη τζαμένια πόρτα του κουρείου. Μα, το βλέμμα της έμοιαζε γυάλινο, σα να μην υπήρχα στο οπτικό της πεδίο και μόνο όταν πλησίασε πολύ μου χαμογέλασε, αλλά σα να ‘μουν ένα άγνωστό της παιδί! Έστριψε και μπήκε στο κουρείο γυρνώντας μου την πλάτη.
«Ο… μικρός;» ρώτησε τον κουρέα, με έντονη την ανησυχία στη φωνή της.
«Μα, ακριβώς πίσω σας, κυρία μου! Τί, μη μου πείτε!… Δεν τον είδατε;»
Τότε πια εκείνη γύρισε προς το μέρος μου και αμέσως τα μάτια και το στόμα της άνοιξαν διάπλατα από τη δυσάρεστη έκπληξη…
«Μα… πώς… πώς μου τον καταντήσατε έτσι; Πραγματικός γλόμπος… Αγνώριστος! Φρίκη!» ψιθύρισε με απόγνωση, αφήνοντας ταυτόχρονα ένα μεταλλικό πεντάδραχμο στον κουρέα, που την κοίταζε αμίλητος και με έντονη αποτυπωμένη στο πρόσωπό του την απορία.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, έκλαιγα με λυγμούς στην αγκαλιά της. Περισσότερο και από την εικόνα του αποψιλωμένου μου κρανίου, με είχαν ισοπεδώσει αυτά, τα τελευταία της λόγια…
Ευθυμογράφημα του Φ.Κ. Παπαδημητρίου
filpapad@gmail.com