Ένα απόσπασμα από τη «Μάνη» του Βρετανού φιλέλληνα, Πάτρικ Λη Φέρμορ, «ένα από τα σπουδαιότερα ταξιδιωτικά κείμενα που γράφτηκαν μέσα στον περασμένο αιώνα για την Ελλάδα», όπως σημειώνει ο μεταφραστής του βιβλίου Μιχάλης Μακρόπουλος.
«Με μια ξαφνική, σιωπηρή απόφαση μπήκαμε στη θάλασσα φορώντας όλα μας τα ρούχα, κουβαλήσαμε μερικά μέτρα μες στο νερό πρώτα το σιδερένιο τραπέζι κι έπειτα τις τρεις καρέκλες μας, και με το δροσερό νερό να μας φτάνει ως τη μέση καθίσαμε γύρω από το στρωμένο τραπέζι, που τώρα έμοιαζε να αιωρείται ως διά μαγείας δέκα εκατοστά πάνω απ’ το νερό.
Ο σερβιτόρος, φτάνοντας μια στιγμή αργότερα, κοίταξε έκπληκτος τον άδειο χώρο στην αποβάθρα κι έπειτα, βλέποντάς μας και κρύβοντας γοργά ένα φευγαλέο χαμόγελο, μπήκε χωρίς δισταγμό στη θάλασσα, σοβαρός σαν μπάτλερ προχώρησε ως εκεί που το νερό τού έφτανε μέχρι τη μέση και, λέγοντας απλώς “Ώρα για φαγητό”, απίθωσε μπροστά μας το γεύμα μας ‒ τρεις κέφαλους ψημένους ωραία στη σχάρα, που άχνιζαν, και τα καστανόχρυσα λέπια τους έλαμπαν. Για να απολαύσουμε στο μέγιστο τη θαλασσινή τους γεύση, βουτήξαμε τον καθένα από την ουρά στη θάλασσα δίπλα μας, για ένα δευτερόλεπτο…»