Οι ψυχικά ασθενείς είναι επικίνδυνοι ή η θεραπευτική εγκατάλειψη;

Οι ψυχικά ασθενείς είναι επικίνδυνοι ή η θεραπευτική εγκατάλειψη;

Την προηγούμενη εβδομάδα στο “Θ” είχαμε αναφερθεί στο φονικό περιστατικό που συνέβη, στις αρχές Αυγούστου, στη Μικρή Μαντίνεια, “βλέποντας” το θέμα από την πλευρά της Αστυνομίας, θίγοντας, παράλληλα, ακροθιγώς και την απουσία της όποιας ψυχιατρικής πολιτικής για ανάλογα περιστατικά. Ειδικότερα, αναφέραμε: “Επομένως, δεν είναι και τόσο απλά τα πράγματα. Κατ΄ αρχάς, δεν μπήκαμε ποτέ στα…παπούτσια του θύτη. Δε σκεφτήκαμε ότι αυτό το γεγονός τον…υποχρέωνε κάθε ημέρα να βλέπει την άρνηση της κανονικής ζωής, όντας διαταραγμένος ψυχικά”.

Συγχρόνως, από την “Πρωτοβουλία Ψ” που είναι μια πρωτοβουλία για ένα Πολύμορφο Κίνημα για την Ψυχική Υγεία εκδόθηκε ανακοίνωση για το θέμα, την οποία και αναδημοσιεύουμε, προκειμένου να δούμε και την άλλη πλευρά, που έχει να κάνει και με την…απουσία των ψυχικών δομών Υγείας στη Μεσσηνία. Ακολουθεί η ανακοίνωση:

Στις 3 Αυγούστου, εν μέσω του καταιγισμού των συμβάντων που σχετίζονται με την πανδημία, τις γυναικοκτονίες, τις πυρκαγιές και πλήθος άλλα, συνέβη και ένας φόνος στην περιοχή της Μικρής Μαντίνειας που οι λόγοι, οι καταστάσεις που οδήγησαν σ’ αυτόν, δεν πρέπει με κανένα τρόπο να συσκοτιστούν, να διαφύγουν της προσοχής και όπως όλα, να αναχθεί, στη βάση και της κυρίαρχης γραμμής των κυβερνώντων, στην «ατομική ευθύνη» – εν προκειμένω, αυτής που πατάει στην ποικιλοτρόπως τροφοδοτούμενη κοινωνική κατασκευή του «σχιζοφρενή δολοφόνου με το μαχαίρι».

Αυτό που φαίνεται να έγινε, είναι ότι, στην Μικρή Μαντίνεια, ο Κ.Κ, άτομο με ψυχιατρική εμπειρία (αναφέρονται πολλαπλές ψυχιατρικές νοσηλείες) είχε, από την προηγούμενη μέρα, αναστατώσει τη «γειτονιά», που είναι ένα ξενοδοχείο και μια παραλία κάτω από σπίτι του, όταν άρχισε να ρίχνει αντικείμενα στους λουόμενους εκεί, ενώ το βράδυ χτυπούσε με βαριοπούλα τους τοίχους του σπιτιού του, που είναι μεσοτοιχία με το ξενοδοχείο και ταυτόχρονα έβαλε και φωτιά σ’ ένα δέντρο. Ειδοποιήθηκε η αστυνομία που, όμως, δεν έκανε καμιά παρέμβαση και γνωρίζοντας το «ιστορικό» του Κ.Κ, αλλά μη θέλοντας, όπως αναφέρθηκε από παρευρισκόμενους, «να ξυπνήσουν τον εισαγγελέα μέσα στη νύχτα», έφυγαν και επανήλθαν την επόμενη μέρα με την εισαγγελική παραγγελία.

 Το τι ακριβώς έγινε όταν του είπαν ότι είχαν πάει για να τον προσάγουν για ψυχιατρική εξέταση και νοσηλεία και τι συγκεκριμένα διαμείφθηκε μεταξύ τους, δεν είναι γνωστό. Το αποτέλεσμα ήταν ότι μπήκαν στο σπίτι όταν άκουσαν τις φωνές της μητέρας που την μαχαίρωσε θανάσιμα και, όταν τους είδε, αποπειράθηκε και ο ίδιος να αυτοκτονήσει.

Μέχρις εδώ μπορούμε να σκεφτούμε διάφορα για τον τρόπο (συχνά βίαιο) που παρεμβαίνει, ή αδιαφορεί και δεν παρεμβαίνει, η αστυνομία σε παρόμοιες και αντίστοιχες περιπτώσεις. Αυτό που εν προκειμένω δεν θίχτηκε στη όποια, ελάχιστη, δημοσιότητα πήρε το συμβάν αυτό, είναι η παντελής απουσία μιας άλλης (πέραν της αστυνομικής) «εξουσίας» – αυτής της ψυχιατρικής.

Κανείς δεν αναφέρει ότι το Κέντρο Ψυχικής Υγείας (ΚΨΥ) Καλαμάτας που έχει, ή θα έπρεπε να έχει ( γι΄ αυτό άλλωστε υπάρχει), την θεραπευτική ευθύνη για όλα τα προβλήματα ψυχικής υγείας όλων των κατοίκων του «τομέα ευθύνης» του, είναι, από τον περασμένο Οκτώβριο, χωρίς κανένα ψυχίατρο.

 Οι ελάχιστοι ψυχίατροι της ψυχιατρικής κλινικής του γενικού νοσοκομείου (με δεδομένη την υποστελέχωσή της, την μείωση των κλινών κλπ), που καλούνται να αντιμετωπίσουν και να απαντήσουν, εν πολλοίς πυροσβεστικά, σε όλα τα αιτήματα για ψυχιατρική βοήθεια του νομού Μεσσηνίας, ποτέ δεν μπόρεσαν, και ούτε τους ζητήθηκε ποτέ, να έχουν την αντίληψη και την πρακτική της κοινοτικής φροντίδας για τα περιστατικά του τομέα, πόσο μάλλον όταν το ΚΨΥ έμεινε χωρίς κανένα ψυχίατρο.

Ο Κ.Κ, μ’ ένα «δύσκολο» οικογενειακό ιστορικό, ψαράς, με ψαροταβέρνα που κάποια στιγμή «ξέμεινε» και αναγκάστηκε να την κλείσει, με σοβαρά περιστατικά βίας «προς τρίτους», τα οποία τον οδήγησαν και στη φυλακή (χωρίς, ωστόσο, στις καθημερινές του σχέσεις, η συμπεριφορά του να έχει τα χαρακτηριστικά του βίαιου ατόμου), με όλο και πιο μεγάλη δυσκολία να εξασφαλίζει τα μέσα για την καθημερινή του επιβίωση (ζούσε από την ελάχιστη σύνταξη της 86χρονης μητέρας του, την οποία φρόντιζε), με πιο πρόσφατο ματαιωτικό συμβάν την περσινή απόρριψη, από το εκεί ΚΕΠΑ, του ποσοστού αναπηρίας που θα του εξασφάλιζε το γνωστό γλίσχρο μηνιαίο προνοιακό επίδομα – κι΄ αυτό παρά τις πολλαπλές ψυχιατρικές νοσηλείες του.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα έμεινε, προφανώς, χωρίς καμιά παρακολούθηση και θεραπεία λόγω της πολύμηνης παντελούς έλλειψης (έστω και ενός) ψυχιάτρου από το ΚΨΥ. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ζούσε το «θεραπευτικό κενό», στο οποίο ζει η πλειονότητα των ψυχικά πασχόντων.

Σίγουρα είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς πολύ περισσότερα για την ιστορία του Κ.Κ. Είναι σημαντικό να γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόταν με τη μητέρα του, όπως και τον τρόπο με τον οποίο απαντούσε στις ματαιώσεις όλα αυτά τα χρόνια.

Εκείνο που φαίνεται να γνωρίζουμε, πλέον, είναι πως και οι δυο τους, μητέρα και γιος μοιάζει να αποτελούσαν εκείνα τα «δύσκολα περιστατικά» για τα οποία κανείς «δεν θέλει να ξέρει» και συχνά οι υπηρεσίες κάνουν ό,τι μπορούν για να τα «ξεφορτωθούν». Δεν μπορούμε, λοιπόν, να μην υπογραμμίσουμε την απουσία θεραπευτικής φροντίδας και τη (μη) λειτουργία – χωρίς κανένα ψυχίατρο (χώρια που και ο «ένας ψυχίατρος» ουδόλως αρκεί για μιαν ουσιαστική θεραπευτική δουλειά) – της θεραπευτικής υπηρεσίας, του ΚΨΥ.

Ως αποτέλεσμα της πολιτικής όλων, διαχρονικά, των κυβερνήσεων να διατηρούν την ψυχική υγεία ως τον όλο και πιο «φτωχό συγγενή» ενός συστήματος Υγείας όλο και πιο υποχρηματοδοτημένου και υποστελεχωμένου, αυτή η απουσία συντελεί τα μέγιστα στην απελπισία και στο αδιέξοδο που βιώνεται και στο θυμό και στην επιθετικότητα που προκαλείται, που παράγεται σ’ ένα άτομο που έχει ριχτεί κυριολεκτικά στον κοινωνικό πάτο και στο οποίο η μόνη απάντηση που παρέχεται, όταν αυτή η οδύνη βγαίνει με εκρηκτικό τρόπο στην επιφάνεια, είναι ο «αστυνομικός τη στολή» για εκ νέου εισαγωγή στο ψυχιατρείο.

Είναι περιπτώσεις σαν αυτή του Κ.Κ που έχουν, κατ΄ εξοχήν, ανάγκη την ολοκληρωμένη κοινοτική φροντίδα που, όταν υπάρχει, σχεδόν ποτέ δεν έχουν κατάληξη όπως αυτή. Η απουσία της κοινοτικής φροντίδας έχει σαν αποτέλεσμα τις επανειλημμένες εισαγγελικές παραγγελίες για ακούσια νοσηλεία όταν ο ασθενής γίνεται «ανήσυχος», «ενοχλητικός για το περιβάλλον» και «επικίνδυνος» – να κλειστεί, να κατασταλεί και μετά…. αβοήθητος στο δρόμο.

Και είναι γνωστό ότι σχεδόν το 65% των νοσηλειών στα ψυχιατρικά τμήματα γίνεται μετά από εισαγγελικές παραγγελίες – ένα μέτρο που θα έπρεπε να αποτελεί κυριολεκτικά την έσχατη λύση και όχι τον κανόνα στην ψυχιατρική φροντίδα.

Ερωτήματα που αναδύονται από το συγκεκριμένο περιστατικό και θα ήταν άξιο λόγου να απαντηθούν όχι μόνο από τους διοικούντες των υπηρεσιών του νομού, αλλά και από τους αρμόδιους του Υπουργείου, είναι τα παρακάτω:

Αυτό τον καιρό ποιό είναι το δίκτυο των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στον νομό Μεσσηνίας (και, προφανώς, όχι μόνο σ΄ αυτόν, αλλά παντού) που πλαισιώνει την μετανοσοκομειακή φροντίδα των ανθρώπων που νοσηλεύονται στα ψυχιατρικά τμήματα; Ποιόν γιατρό και ποια κατάλληλα εκπαιδευμένη διεπιστημονική ομάδα επαγγελματιών ψυχικής υγείας βρίσκει ο ψυχίατρος που έχει απαντήσει στην κρίση και έχει νοσηλεύσει ένα άτομο (για παράδειγμα, όπως συχνά συμβαίνει, στην «άλλη άκρη», πχ, σε ψυχιατρική κλινική στην Αθήνα) για την μετανοσοκομειακή του φροντίδα;

Το Κ.Ψ.Υ. είχε ασχοληθεί με την περίπτωση του Κ.Κ. και τι είχε κάνει μέχρι και το τραγικό συμβάν;

Ποιος είναι ο σχεδιασμός για το μέλλον ώστε να μην υπάρξουν άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις;

Ο Κ.Κ σίγουρα θα πάρει τον προδιαγεγραμμένο, πλέον, δρόμο του προς το αρ. 69 ΠΚ, ως, ως συνήθως, «ακαταλόγιστος» κλπ. Αυτοί που τον έσπρωξαν, τον οδήγησαν σ΄ αυτή την κατάσταση, αυτοί που σε όλο το μήκος της κάθετης ιεραρχίας ευθύνονται για την θεραπευτική του εγκατάλειψη, για την διάλυση του ΚΨΥ Καλαμάτας, όπως όλων των ΚΨΥ και, γενικά, όλων των υπηρεσιών ψυχικής υγείας σ΄ αυτή τη χώρα, πότε και πώς θα «πληρώσουν» γι΄ αυτό, το πιο «βαρύ τίμημα», που τους αναλογεί;

Α.Π.