Κυκλοφόρησε ένα εξαιρετικό, άκρως τεκμηριωμένο ιστορικό βιβλίο, του καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Θανάση Χρήστου. Ο τίτλος του είναι: «Ιχνηλατώντας τη συμβολή της Καλαμάτας και της Μεσσηνιακής ενδοχώρας στο έπος της Ανεξαρτησίας». Εκδότης του, ο Δήμος Καλαμάτας.
Αξίζει να αντιγράψουμε την εισαγωγή του βιβλίου, προκειμένου οι αναγνώστες μας να αντιληφθούν το μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει αυτό το βιβλίο για μία από τις κορυφαίες περιόδους της ιστορίας μας:
«Τα πρόσωπα και τα γεγονότα που όρισαν εν πολλοίς τα κοινωνικά συμφραζόμενα μέσα στα οποία εκδηλώθηκε η Επανάσταση του 1821 είναι καίρια και κρίσιμα. Νευραλγικής σημασίας είναι, επίσης και η γενικότερη ιστορική συγκυρία μέσα στην οποία κυοφορήθηκε το επαναστατικό νεύμα, που αγκάλιασε όλα σχεδόν τα κοινωνικά στρώματα και τις οικονομικές δυνάμεις του Ελληνισμού, οι οποίες, αν και είχαν διαφορετικές και αντικρουόμενες μεταξύ τους βλέψεις και συμφέροντα, συναινούσαν ανεπιφύλακτα και ομοθυμαδόν στο ένα και κύριο, στην αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού.
Έχουν διατυπωθεί διαφορετικές και αντίθετες, σε αρκετές περιπτώσεις, απόψεις αναφορικά με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο χώρο της «καθ’ ημάς Ανατολής» στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία σοβούσε μία βαθιά οικονομική κρίση, που έσπρωχνε τους υπόδουλους Έλληνες σε ακόμη μειονεκτικότερη θέση, μετατρέποντας τους πλούσιους σε πτωχούς και τους πτωχούς σε απόκληρους. Κάποιοι άλλοι προβάλουν την εκτίμηση ότι οι Έλληνες είχαν πλουτίσει στη φάση αυτή εξαιρετικά γρήγορα και ο υποβαθμισμένος πολιτικός τους ρόλος στο πλαίσιο της οθωμανικής κοινωνίας ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τις προσδοκίες αλλά και τις δυνατότητές τους.
Επίσης, τα χρόνια 1820 -1821 ήταν ευνοϊκά για την έναρξη της ελληνικής εξέγερσης, εφόσον ο οθωμανικός κόσμος ταλανιζόταν από μία σειρά εσωτερικών και εξωτερικών αμφισβητήσεων και αντιπαραθέσεων. Ο Αλή πασάς ως γνωστόν διεκδικούσε δυναμικά για τον εαυτό του έναν αποφασιστικότερο ρόλο στις οθωμανικές υποθέσεις, ακόμα στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας μαινόταν ένας σφοδρός οθωμανοπερσικός πόλεμος, ενώ στην Αίγυπτο, τη βόρεια Αφρική και τα Βαλκάνια γίνονταν ζυμώσεις για αποσχίσεις και φυγόκεντρες διαφοροποιήσεις των υπόδουλων. Επίσης, οι εκσυγχρονιστικές προθέσεις και οι σχεδιασμοί ορισμένων σουλτάνων προκαλούσαν έντονους κλυδωνισμούς και εντάσεις στο οθωμανικό εποικοδόμημα.
Επομένως, η Ελληνική Επανάσταση όσον αφορά το στρατόπεδο των αντιπάλων της εκδηλώθηκε την καταλληλότερη στιγμή, ενώ σχετικά με το κλίμα που επικρατούσε στα πεδία της τα πράγματα ήταν ευοίωνα. Εξάλλου, στις περιοχές που επιβλήθηκε η εξέγερση, το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε. Στον Μωριά και τη Ρούμελη οι μουσουλμάνοι δεν ξεπερνούσαν το 10% του πληθυσμού, ενώ στα νησιά, εκτός από την Κρήτη, ήταν μία μικρή μειοψηφία. Οι πληθυσμιακοί αυτοί συσχετισμοί εξασφάλιζαν σε σημαντικό βαθμό την επιτυχία του εγχειρήματος και επέβαλαν και τον τρόπο της αναμέτρησης. Ως εκ τούτου, μετά την πρώτη φάση του αιφνιδιασμού, της πολιορκίας των οχυρών θέσεων και των διερευνητικών αντιπαραθέσεων οι συγκρούσεις συνεχίσθηκαν εφ’ όλης της ύλης σε διαφορετικές και ξεχωριστές γεωγραφικές περιοχές.
Με κριτήριο αφενός τις δυνάμεις που μπορούσε να κινητοποιήσει ο οθωμανικός μηχανισμός και αφετέρου τις δυνατότητες που διέθεταν οι Έλληνες στο πεδίο των μαχών, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η σύγκρουση αυτή έμελλε να διαρκέσει πολύ, εφόσον φαινόταν δύσκολο να μπορέσει ο ένας από τους δύο αντιπάλους να καταγάγει καίριο πλήγμα εναντίον του άλλου. Έτσι, ο ελληνικός αγώνας διήρκησε εννέα συναπτά έτη, καθώς ξεκίνησε με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στις 24 Φεβρουαρίου 1821 στο Ιάσιο της Μολδαβίας και ολοκληρώθηκε με την υπογραφή των τριών Πρωτοκόλλων της Ανεξαρτησίας στις 22 Ιανουαρίου /3 Φεβρουαρίου 1830 στο Λονδίνο και, φυσικά, επισώρευσε όλα εκείνα τα δεινά που συνοδεύουν τις πολύχρονες αυτές συγκρούσεις.
Αυτό όμως που θα πρέπει να εξαρθεί ιδιαίτερα είναι ότι καθόλη τη διάρκεια της εξέλιξης του αγώνα και πέρα από τα θύματα και τις παντεοειδείς απώλειες, όλοι αυτοί, στρατιωτικοί και πολιτικοί, αγωνιστές και φιλέλληνες, ομάδες και ξένες δυνάμεις, που συναίνεσαν πάνω στην κοινή βάση της άρνησης και απόρριψης του οθωμανού κατακτητή, συναντήθηκαν και συναποτέλεσαν κάτι ενιαίο και μοναδικό, κάτι που δεν είχε υπάρξει στο παρελθόν, συγκρότησαν προοδευτικά το ελληνικό κράτος. Οι σκλαβωμένοι ραγιάδες πέτυχαν κάτι το εξαιρετικά σπάνιο μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι, κατάφεραν να μετασχηματισθούν σε ελεύθερους Έλληνες, σε πολίτες μίας κρατικής οντότητας, η οποία, ενώ είχε εκλείψει για αιώνες από τον πολιτικό χάρτη της παγκόσμιας κοινωνίας και υφίστατο μόνο στο πεδίο του πολιτισμού και της ιστορίας, εμφανιζόταν εκ νέου στο διεθνές στερέωμα ακμαία και διεκδικητική.
Έτσι, δημιουργήθηκε το πρώτο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, στο οποίο είμασθε συλλογικά ενταγμένοι και λειτουργούμε σήμερα στο πλαίσιο της κοινωνίας των ελεύθερων εθνών. Όσο, βέβαια, για τη γέννηση του ελληνικού έθνους, αυτή δεν ήταν ούτε απλή, ούτε ακώλυτη υπόθεση και πολύ περισσότερο που αυτή πραγματώθηκε κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες και εν μέσω μεγάλων αναταράξεων και εθνοφυλετικών μετακινήσεων, επιμειξιών και συγχωνεύσεων.
Αποκτά βαρύνουσα σημασία στη συνάφεια αυτή η αναφορά στις κορυφώσεις και τις υφέσεις, τις πυκνώσεις και τις αραιώσεις των γεγονότων και των επεισοδίων που συνέβησαν στον χωροχρόνο του επικού αγώνα των επαναστατημένων Ελλήνων και επίσης πως τα συγκεκριμένα δρώμενα διαμόρφωσαν επιμέρους ενότητες, οι οποίες στη συνέχεια αποκρυσταλλώθηκαν σε ξεχωριστές φάσεις. Κατά συνέπεια, τέσσερις είναι οι περίοδοι που θα μπορούσε να διακρίνει κανείς στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα, ο οποίος διέθετε παράλληλα και ένα πληθωρικό κοινωνικό υπόβαθρο. Και ο κυριότερος λόγος της περιοδολόγησης αυτή είναι η δημιουργία μίας κλίμακας, που θα μας επιτρέψει να εντάξουμε με μεγαλύτερη αντικειμενικότητα και ασφάλεια αλλά κυρίως δυνατότητα ερμηνείας τους σταθμούς της Επανάστασης, που έχουμε επιλέξει να παρουσιάσουμε στο πλαίσιο του παρόντος πονήματος.
Έτσι, έχουμε την πρώτη φάση, που καλύπτει όλη τη χρονιά του 1821 και κατά τη διάρκειά της εκδηλώνεται η Επανάσταση, επικρατώντας ως επί το πλείστον στη νότια Ελλάδα. Στη δεύτερη φάση, που διαρκεί τα έτη 1822 και 1823, ο αγώνας σταθεροποιείται και οι επαναστατημένοι μέσω των Εθνοσυνελεύσεων συγκροτούνται διοικητικά και πολιτικά. Από το 1824 έως το 1827, που εκτείνται η τρίτη φάση, ο αγώνας υποχωρεί και χάνει λόγω των δύο εμφύλιων πολέμων τη δυναμική και τους στόχους του, ενώ εμπλέκονται στα ελληνικά πράγματα και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις με την Ιουλιανή Συνθήκη του Λονδίνου κατά κύριο λόγο και τη ναυμαχία του Ναυαρίνου. Και η τέταρτη και τελευταία φάση από τον Ιανουάριο του 1828 έως τον Φεβρουάριο του 1830, που σημειώνεται η έλευση του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και δημιουργούνται σε διεθνές επίπεδο οι προϋποθέσεις για την απελευθέρωση και την ίδρυση της πρώτης ανεξάρτητης ελληνικής επικράτειας.
Εν κατακλείδι, ας επισημανθεί ότι στόχος του ανά χείρας έργου είναι η ιχνηλάτηση και τεκμηρίωση της προσπάθειας αυτής του Ελληνισμού να αποσείσει την πολύχρονη ξενική δουλεία μέσα κυρίως από τρεις σημαντικούς σταθμούς, οι οποίοι συνδέονται άρρηκτα με τη Μεσσηνία και τοςυ ανθρώπους της. Βέβαια, οι συγκεκριμένοι σταθμοί συγκροτούν κομβικά κεφάλαια για την άνδρωση και καθιέρωση της Επανάστασης όχι μόνο στη Μεσσηνία αλλά και σε όλο τον ελληνικό χώρο, αναδεικνύοντας ανάγλυφα τις πολιτικές και κοινωνικές όψεις του επαναστατικού φαινομένου.
Ως εκ τούτου, τα κεφάλαια αυτά είναι πρώτον η εκδήλωση της εξέγερσης στην Καλαμάτα και η απελευθέρωσή της στις 23 Μαρτίου 1821 η πρωτεύουσα της Μεσσηνίας είναι η πρώτη ελληνική πόλη που απέκτησε την ελευθερία της και από εκεί στάλθηκε και η πρώτη επαναστατική προκήρυξη προς τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Δεύτερον, η μάχη στο Μανιάκι στις 20 Μαΐου 1825 και ο πρωταγωνιστής της Παπαφλέσσας, ο οποίος κατάφερε με τη θυσία του να δημιουργήσει ένα μοναδικής ηθικής αξίας πολιτισμικό πρόσταγμα.
Και, τέλος, η ναυμαχία στο Ναυαρίνο στις 8/20 Οκτωβρίου 1827, στο πλαίσιο της οποίας η εμπλοκή του ευρωπαϊκού παράγοντα στην πιο κρίσιμη στιγμή του αγώνα απεγκλώβισε τους Έλληνες από το αδιέξοδο, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την κατάκτηση της ελευθερίας και την ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το 1830.