Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μια στροφή στη Μεσογειακή διατροφή και στην κατανάλωση ελαιολάδου σε μεγάλο ποσοστό χωρών ανά τον κόσμο, με αποτέλεσμα την αύξηση της εισαγωγής του σε διάφορες χώρες του εξωτερικού. Το ερώτημα που τίθεται βέβαια, είναι το κατά πόσο η Ελλάδα και ειδικότερα η Μεσσηνία ως σημαντική ελαιοπαραγωγός περιοχή, είναι αρκετά δραστήριες συγκριτικά με άλλες χώρες -όπως η Ισπανία, Τυνησία, Ιταλία, Πορτογαλία κ.ά.- στον τομέα των εξαγωγών ελαιολάδου, καθώς οι τελευταίες ανταγωνίζονται με επιτυχία το ελληνικό προϊόν.
Η υψηλή ποιότητα, τα κοινοτικά προγράμματα αλλά και η ομογένεια, καταγράφονται στα πλεονεκτήματα που κατέχει ήδη η Ελλάδα ως προς τις εξαγωγές της. Αρκούν όμως αυτά για να μπορέσει η χώρα μας να λάβει μεγαλύτερο μερίδιο στις διεθνείς εξαγωγές;
Με αφορμή τα παραπάνω, το «Θ» συνομιλεί με τον Πρόεδρο του τμήματος Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων και Διευθυντή του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών «Τεχνολογία και Ποιότητα Επιτραπέζιας Ελιάς και Ελαιολάδου», καθηγητή Γιώργο Ζακυνθινό.
Ποιοί παράγοντες και χειρισμοί οδηγούν σε αποδοτικότερες χρονιές και σε άλλες όχι τόσο ικανοποιητικές, όσον αφορά την παραγωγή ελαιολάδου;
Η διαφοροποίηση των ετήσιων παραγωγών οφείλεται εν μέρει και στις επικρατούσες καιρικές συνθήκες. Ήδη, παρατηρούμε το κλίμα να έχει αλλάξει, και προς αυτή την κατεύθυνση από πλευράς μας έχουμε προτείνει πριν από αρκετό καιρό τη δημιουργία και λειτουργία ενός παρατηρητηρίου ποιότητας και περιβαλλοντικών επιπτώσεων με σκοπό να στηρίξουμε το προϊόν εξ αρχής. Αυτό είναι κάτι το οποίο δυστυχώς δεν εισακούστηκε ποτέ από τους αρμόδιους φορείς, πιθανότατα είτε λόγω των εκάστοτε πολιτικών κριτηρίων, είτε λόγω υποτίμησης της ανάγκης ίδρυσης μιας τέτοιας δομής.
Φυσικά, η δημιουργία ενός τέτοιου παρατηρητηρίου είναι ένα πάγιο αίτημα της ελαιοκομικής μας περιοχής, που εκ των πραγμάτων θα βοηθούσε σημαντικά στη βελτίωση της συνολικής διαδικασίας της ελαιοπαραγωγής. Ο συμβουλευτικός χαρακτήρας μιας τέτοιας δράσης, θα μπορούσε να παρέχει χρήσιμες συμβουλές στον κάθε αγρότη για το αντικείμενο της καλλιέργειας της ελιάς, στηρίζοντάς τον και αποτρέποντας έτσι αρκετούς χειρισμούς που είναι αυτοσχέδιοι και επιζήμιοι, με αποτέλεσμα να ρίχνουν το τονάζ της παραγωγής.
Αντίστοιχα, μπορεί να βοηθήσει στη σωστή αντιμετώπιση και συμβολή στις καλλιεργητικές πρακτικές και τη φυτοπροστασία. Παράλληλα, η έγκυρη γνώση και αντιμετώπιση των νέων συνθηκών που παρατηρούνται λόγω της δημιουργίας διαφόρων μικροκλιμάτων, κάνει ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη δράσης από τους καλλιεργητές στο θέμα αυτό. Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα, παρατηρούνται κάποιοι ανασταλτικοί παράγοντες για μια πλήρως επιτυχημένη καλλιεργητική χρονιά, όπως οι όψιμοι παγετοί, τα ιδιαίτερα θερμά καλοκαίρια, αλλά και η πρόσφατη εμφάνιση του γλοιοσπορίου στον καρπό της ελιάς, που ταλαιπωρούν σημαντικά την παραγωγή στην περιοχής μας.
Ποια είναι τα βήματα για τη βελτίωση της ποιότητας του τελικού προϊόντος;
Για να πετύχουμε καλύτερη ποιότητα, πραγματοποιούμε χαρτογράφηση της περιοχής ως προς την ποιότητα που έχει καταγραφεί την εκάστοτε χρονιά, προσπαθώντας να τη βελτιώσουμε, κοιτάζοντας σε ποια σημεία υπήρχαν αστοχίες και γιατί. Την ίδια ώρα, οι ελαιοτριβείς θα πρέπει να μπουν σε μια διαδικασία εκπαίδευσης, εάν θέλουμε να πετύχουμε βελτίωση της ποιότητας αναφορικά με το παραγόμενο ελαιόλαδο. Είναι γεγονός ότι υπάρχουν ακόμα αρκετά κομμάτια στα οποία έχουμε περιθώρια σημαντικής βελτίωσης και τα οποία αφορούν:
- Τη συνεχή βελτίωση της ποιότητας μέσα από την καταγραφή δεδομένων των φυσικοχημικών και οργανοληπτικών χαρακτηριστικών του ελαιολάδου
- Την ανάδειξη και προβολή των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της τοπικής παραγωγής
- Τη δημιουργία σχετικής βάσης δεδομένων και τη διαχρονική αξιοποίησή της
- Την ενημέρωση και ικανοποίηση των καταναλωτών, μέσα από την ταυτοποίηση της ποιότητας των προϊόντων
- Την αμοιβαία επωφελή σχέση καταναλωτών και επιχειρήσεων του κλάδου μέσα από την αξιοπιστία, την ιχνηλασιμότητα, την τεκμηρίωση της ποιότητας και την εξάλειψη της νοθείας
- Τη διασφάλιση της τιμής πώλησης και την ενίσχυση των εξαγωγών
Ποια η ορθή πρακτική για αποδοτικότερη παραγωγή και αύξηση της τιμής;
Στην κατεύθυνση αυτή, το παρατηρητήριο ποιότητας θα μπορούσε να βοηθήσει σημαντικά στα προαναφερθέντα ζητήματα που παρατηρούνται διαχρονικά κατά την ελαιοπαραγωγή. Παράλληλα, άλλος ένας σημαντικός παράγοντας που αξίζει να σταθούμε, είναι η αλλαγή νοοτροπίας των παραγωγών. Με αυτό, εννοούμε ότι ο κάθε παραγωγός θα ήταν σωστότερο να παραδίδει τον καρπό στο ελαιοτριβείο, λαμβάνοντας την αντίστοιχη επιταγή που θα στηρίζεται στην οξύτητά του, στα κιλά του και στην απόδοση σε ελαιόλαδο (ελαιοπεριεκτικότητα %). Δηλαδή να πραγματοποιείται μια διαχείριση μεγάλων ποσοτήτων, ώστε να μπορούμε να κρατάμε τις τιμές, αφού με τη μέχρι τώρα πρακτική του κάθε παραγωγού ή ελαιοτριβέα, με μικρές ή μεγαλύτερες ποσότητες παραγωγής, διασπαθίζεται η όλη προσπάθειά του στο να συγκρατηθούν οι τιμές που πρέπει και να είναι μπλοκ για την περιοχή.
Που υστερούμε σαν χώρα και σαν περιοχή συγκριτικά με την ανταγωνιστική αγορά της Ισπανίας και των λοιπών πετυχημένων εξαγωγικά χωρών;
Η υστέρησή μας συγκριτικά με τις ανατωνιστικές στον τομέα αυτό χώρες, οφείλεται και στο ότι τα τελευταία χρόνια δεν έχει υπάρξει κάποια σημαντική καινοτομία στην παραγωγή τυποποιημένου ελαιολάδου, που θα οδηγούσε στον εκσυγχρονισμό του κλάδου, ο οποίος παράλληλα λειτουργεί μέσα σε ένα σφιχτό ρυθμιστικό πλαίσιο από την Ε.Ε., με συνέπεια να μην αποτελεί στόχο για ξένες επενδύσεις. Έτσι, η αύξηση της προστιθέμενης αξίας στο ελληνικό ελαιόλαδο απαιτεί σημαντική έρευνα και εξειδικευμένη γνώση. Σε αντίθεση με την Ισπανία, που βρίσκεται στο στάδιο εξέτασης τρόπων διάχυσης της εκτεταμένης έρευνας που πραγματοποιεί στον επιχειρηματικό κόσμο, στην Ελλάδα η έρευνα στο ελαιόλαδο είναι περιορισμένη, σύμφωνα και με μελέτες του εξαγωγικού κλάδου της χώρας μας. Ακόμα, πολύ σημαντικό είναι και το γεγονός ότι οι Ισπανοί έχουν ένα σύστημα μάρκετινγκ εντελώς διαφορετικό από το δικό μας, έχοντάς το εξειδικεύσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να έχουν φτάσει στη δημιουργία σχολής για το ελαιοκομικό μάρκετινγκ. Την ίδια ώρα, αυτό που θέλουμε να επιτύχουμε μέσα από το πρόγραμμα σπουδών «Τεχνολογία και Ποιότητα Επιτραπέζιας Ελιάς και Ελαιολάδου», είναι εκτός των άλλων, να συμπληρώσουμε την υστέρηση της Ελληνικής ελαιοκομικής αγοράς στην έρευνα και τη γνώση για κύρια ζητήματα γύρω από την ελιά και το τελικό προϊόν.
Speciality Olive Oils: Μια νέα πρόκληση για τις εξαγωγές ντόπιου ελαιολάδου στις ΗΠΑ;
Η Ένωση Ελαιολάδου της Βόρειας Αμερικής, έχει ξεκινήσει ήδη να δημιουργεί νέα πρότυπα ποιότητας στα εισαγόμενα ελαιόλαδα, όπου με αυτό τον τρόπο, προτείνονται αυστηρότερα κριτήρια ποιότητας. Συνεπώς, αυτό οδηγεί στο ότι κάποια ελληνικά ελαιόλαδα, συμπεριλαμβανομένων και των τοπικών Καλαματιανών, θα βγαίνουν πλέον εκτός των προδιαγραφών εισαγωγής.
Αυτό το ζήτημα είναι μια σοβαρή παρέμβαση στην αγορά των ΗΠΑ και δημιουργεί προηγούμενο, ενώ κάθε προηγούμενο, εκτός του ότι εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα, μετατρέπεται αργότερα σε μια πάγια τακτική.
Της Χριστίνας Μανδρώνη