«Δεν μπορούμε να υποκλιθούμε στη δυστυχία και τον πόνο. Η μόνη μας άμυνα είναι να αγωνιζόμαστε»
Παίρνοντας ξαφνικά την απόφαση για ένα «οδοιπορικό» στην Άνω Μεσσηνία, εκεί όπου στις αρχές Αυγούστου, η μεγάλη πυρκαγιά κατέκαψε χιλιάδες στρέμματα δασικής έκτασης, καλλιέργειες, ακόμα και σπίτια στa χωριά Καρνάσι και Διαβολίτσι και τη γύρω περιοχή, δημιουργήθηκε ένα πλήθος ερωτημάτων στο μυαλό μου και κυρίως το τι μέλλει γενέσθαι την επόμενη μέρα. Πρόθυμος οδηγός ο γηγενής Θύμιος Αλεξόπουλος, ο οποίος επίσης επλήγη από τη φωτιά και τον οποίο ευχαριστώ ιδιαιτέρως.
Ήδη λίγο έξω από τον Μελιγαλά η έκταση της καταστροφής που καλύπτει ένα μεγάλο μέρος από τα Νόμια Όρη και το Μεγάλο Βουνό, όπως το λένε οι ντόπιοι, αλλά και η μυρωδιά των καμένων με έκαναν να καταλάβω ότι όσα βλέπουμε σε βίντεο και φωτογραφίες δεν έχουν μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα…
Παρά το ιδιαίτερα θλιβερό τοπίο που αντικρύσαμε σχεδόν σε όλη τη διαδρομή, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, δεν ήταν ένα απολύτως μαύρο, αλλά ένα μάλλον γλυκόπικρο ρεπορτάζ.
Αυτό που κυριαρχεί είναι τα αμέτρητα καμένα στρέμματα φυσικού περιβάλλοντος, τα καρβουνιασμένα δέντρα που μας κύκλωναν με τα κλαδιά σηκωμένα σαν χέρια ύστατης ατελέσφορης προσευχής προς τον ουρανό, η εξίσου τραγική εικόνα με τα αποσβολωμένα λιόδεντρα με όλο τον καρπό και τα φύλλα αλλά χωρίς ίχνος ζωής και τα αιωνόβια ελαιόδεντρα ξαπλωμένοι γίγαντες ή στάχτη ως τη ρίζα τους χωρίς καμία ελπίδα αναγέννησης και φυσικά τα κατεστραμμένα σπίτια που σπαράζουν την καρδιά…
Ανάμεσα σε αυτά όμως ήταν και το πράσινο που σε, πολύ σπάνια για την ώρα, σημεία έχει αρχίσει να φυτρώνει, όπως μια μικρή λυγαριά στο χωράφι του κ. Ανδρέα, λίγα καλάμια στο πλέον χτυπημένο από τη φωτιά Καρνάσι ή η ξερή μέχρι πριν λίγες μέρες λεμονιά στο σπίτι του κ. Γιάννη και του κ. Δημήτρη που γέμισε με πράσινα τρυφερά φύλλα. Ή το μοναστήρι της Παναγίας πάνω από τον οικισμό Μοναστηράκι που περιτριγυρίστηκε από τη φωτιά, με θυσία μισοκαμένα πελώρια πλατάνια και τσουρουφλισμένες καρυδιές, που ακόμη χαρίζουν τους καρπούς τους, αλλά και άλλα δέντρα που σώθηκαν. Ή η μικρή παράκαμψη του ρεπορτάζ και της διαδρομής έως την Κάτω Μέλπεια και η επίσκεψη στο μοναδικό κόσμημά της, το Κουμπέ, με τις πηγές και το φυλαγμένο αυτή την εποχή μυστικό των καταρραχτών. Οπωσδήποτε τα ζωογόνα τρεχούμενα νερά που συναντήσαμε στο Διαβολίτσι (Μάσταινα), στην Παναγία και στο Κουμπέ. Ακόμη, ακόμη οι ανθεκτικές δρύες στο δρόμο προς τη Βάστα που έχουν τον τρόπο να αναχαιτίζουν τη φωτιά περιορίζοντας την επέκτασή της.
Ανάμεσα στη φύση που κι αυτή τη φορά αναμένεται να αναγεννηθεί και να καλύψει τις πληγές της ήταν όμως κυρίως οι άνθρωποι που με ακατάβλητη ψυχή παίρνουν τις αποφάσεις να συνεχίσουν τη ζωή, επιμένοντας να ξαναφτιάξουν τις περιουσίες τους ή και φεύγοντας. Ήταν όμως και η καταβύθιση σε μια αθέατη συναισθηματική περιοχή της ανθρώπινης ύπαρξης που μας κάνει να αναθεωρούμε τα πράγματα, ακολουθώντας έναν αρνητικό ή θετικό δρόμο.
Η κεντρική και η τοπική εξουσία έχουν το χρέος να μην ξεχάσουν αυτούς τους ανθρώπους, αλλά και να ξαναθυμηθούν το χρέος τους στα χωριά της πατρίδας μας, που συνεχώς φθίνουν και τέτοιες καταστροφές λειτουργούν σα χαριστική βολή.
Οι άμεσες αποζημιώσεις πρέπει να δοθούν χωρίς αστερίσκους εξαιρέσεων και πολύπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες, αλλά οι άνθρωποι αυτοί χρειάζονται και διαρκή στήριξη.
Το κομμάτι της αντιπυρικής πρόληψης, που ίσως δεν θα μας είχε φέρει έως εδώ εάν είχε γίνει σωστά, πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπό όψιν. Και βέβαια, είναι αναγκαίο να προετοιμαστούμε για να μην ζήσουμε τον επόμενο εφιάλτη, που λέγεται πλημμύρες και κατολισθήσεις. Αυτές είναι οι πρώτες σκέψεις αλλά και τα συμπεράσματα από την περιήγηση στα καμένα της Άνω Μεσσηνίας και τη συνάντηση με «απλούς» ανθρώπους της περιοχής.
Ι. Γιαννόπουλος: Με τι να ζήσουμε;
Συναντήσαμε τον 87χρονο Ιωάννη Γιαννόπουλο, του Παναγιώτη και της Κωνσταντίνας, να ανηφορίζει πάνω από το Καρνάσι για να πάει στο στάβλο του, ο οποίος είχε αρχίσει να καίγεται και σώθηκε την τελευταία στιγμή χάρις στην παρέμβαση του εγγονού του που ήρθε από τη Μεγαλόπολη, καθώς η αστυνομία είχε αποκλείσει την μεσσηνιακή είσοδο προς το χωριό. Μετά την καταστροφή τα ζώα παραμένουν κλεισμένα, αφού δεν υπάρχει τίποτα για να βοσκήσουν.
«Έρχονται στην πόρτα σα να μιλάνε», περιγράφει ο μπάρμπα-Γιάννης, ο οποίος συγκινείται και δακρύζει αναλογιζόμενος ότι «δεν έμεινε τίποτα από το αμπέλι, τις συκιές και τις ελιές» και ότι φέτος δε θα έρθουν τα παιδιά και τα εγγόνια του για τη συγκομιδή. «Με τι θα ζήσουμε; Και τα ζώα μας μένουν κλεισμένα, μας βοηθάει και ο κόσμος, είχαμε και κάποιο απόθεμα ζωοτροφών, αλλά πόσο θα αντέξουμε; Έχουμε τρελαθεί…
Τον αγαπάμε τον τόπο μας, αλλά τέτοιες καταστροφές απομακρύνουν ακόμη περισσότερο τον κόσμο. Μια με τις φωτιές, μια με τον κορωνοϊό δεν βλέπεις άνθρωπο…» μεταφέρει την πραγματικότητα που βιώνει ο μπάρμπα-Γιάννης και μέσα στην απογοήτευσή του διατηρεί τη σπίθα της μαχητικότητας και της δημιουργικότητας, «αν ο Θεός μου δώσει και μείνω, κάτι θα προσπαθήσω να ξαναφτιάξω».
Ο ίδιος σκέφτεται και την επόμενη μέρα και τους κινδύνους από το ακαθάριστο ρέμα που περνάει μέσα από το χωριό, που μπορεί να φέρει μια νέα φωτιά στην καρδιά του Καρνασίου ή πλημμύρες κατά την επικείμενη εποχή των βροχών. «Υπήρχε πρόγραμμα για γεφύρι από την προηγούμενη φωτιά του 2007, αλλά δεν έγινε τίποτα. Μόνο στις εκλογές μας θυμούνται όλοι» σχολίασε με πικρία ο κ. Γιαννόπουλος.
Αντιπλημμυρικά, νερό και ζωοτροφές για το Καρνάσι
Στο καφενεδάκι που υπάρχει στο μέσον του χωριού βρισκόταν ο παλιός πάρεδρος Γρηγόρης Λυμπερόπουλος, με πλήρη άποψη για τα πράγματα, αλλά και έτοιμα αιτήματα.
«Είναι δύσκολα τα πράγματα με τη νέα αυτή καταστροφή. Κάθε δέκα χρόνια ζούμε τις φωτιές ή κάποιο άλλο σοβαρό πρόβλημα, όπως παλιότερα τον παγετό. Κι εμείς μεγαλώνουμε και οι νέοι δεν πρόκειται να καθίσουν, η περιοχή δεν έχει κάτι να τους προσφέρει. Ο Δήμος Οιχαλίας είναι από τους φτωχότερους της χώρας» σχολιάζει ο κ. Γρηγόρης και κάνει λόγο για αδιαφορία και παραλείψεις αρμόδιων φορέων, όπως ο Δήμος, η Περιφέρεια και το Δασαρχείο, που στοιχίζουν.
Όπως επισημαίνει, ευτυχώς που το Δασαρχείο καθάρισε μετά από πολλά χρόνια το δρόμο προς την Αγία Θεοδώρα και αποφεύχθηκε μεγαλύτερη επέκταση της φωτιάς, ενώ σε τοπικό επίπεδο ουσιαστικές παρεμβάσεις έγιναν μόνο για δύο ημέρες, με αφορμή το πανηγύρι στον Άι-Λιά (για καλύτερη πρόσβαση στην εκκλησία), χωρίς την αναγκαία δημιουργία μιας αντιπυρικής ζώνης ανάμεσα στα πυκνά πουρνάρια. Και αυτός βλέπει ορατό τον κίνδυνο της πλημμύρας που απειλεί όχι μόνο το χωριό, αλλά όλο τον κάμπο: «Το ζήσαμε και το 2011, μετά τη φωτιά που είχε κάψει δύο χρόνια πριν το Μεγάλο Βουνό, σε μικρότερη έκταση.
Τώρα που ξεντύθηκε όλο, η καταστροφή θα είναι μεγαλύτερη» φοβάται ο κ. Λυμπερόπουλος, ενώ ζητάει από τους αρμοδίους: άμεση υλοποίηση έργων αντιπλημμυρικής προστασίας, όπως τοποθέτηση φραγμάτων σε κατάλληλα σημεία, έλεγχο της ποιότητας του νερού της πάνω πηγής του χωριού (μια από τις πηγές έχει κριθεί ακατάλληλη, ενώ σε μια άλλη είναι πόσιμο), καθώς και επαρκή παροχή ζωοτροφών για τους κτηνοτρόφους που πραγματικά έχουν ανάγκη, σε αντίθεση με άλλες περιοχές που δεν έχουν πληγεί και επωφελούνται. Ο κ. Γρηγόρης θίγει ακόμη και τον κίνδυνο των κατολισθήσεων, που δεν επιτρέπει την ασφαλή προσέγγιση των ιδιοκτητών σε κάποια χτήματα.
Για βιβλική καταστροφή κάνει λόγο ο επί σειρά ετών πρόεδρος του χωριού Γιώργος Αναστασόπουλος, πολύ χειρότερη από τις δύο προηγούμενες φορές. Ο «Δίας», όπως είναι το προσωνύμιο που τον συνοδεύει από τα μαθητικά του χρόνια, περιγράφει πως έδωσε μάχη με τις φλόγες και κατόρθωσε να σώσει τελικά το σπίτι του, όπου κατάφερε να προσεγγίσει παρά τη σθεναρή στάση των αστυνομικών με τους οποίους ήρθε σε αντιπαράθεση, καταφέρνοντας, όπως λέει, να τους πείσει εξηγώντας ότι είναι ανάγκη να περάσει για να προφυλάξει τις δεκάδες χιλιάδες ευρώ που είχε κρυμμένα στο μπαούλο…
Ο κ. Αναστασόπουλος τονίζει πως ό,τι διασώθηκε έγινε χάρη στην κινητοποίηση των ντόπιων με τα τρακτέρ, θεωρεί μηδαμινή την συμβολή της Πυροσβεστικής, όπως και του Δήμου. «Δεν έχουμε προστασία από κανέναν» ανέφερε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι από τα 6 πυροσβεστικά αυτοκίνητα που είχε ο Δήμος Οιχαλίας χάρη και σε δωρεές, πλέον περιπολούν μόνο τα δύο, ενώ δεν αξιοποιήθηκε κατάλληλα κονδύλι 80.000 ευρώ από την Πολιτική Προστασία και την τελευταία 2ετία έχει σταματήσει, μεταξύ άλλων, η επιτήρηση πυροπροστασίας που έκαναν εντεταλμένοι υπάλληλοι.
Δύσπιστος απέναντι σε κάθε κυβερνητική Αρχή, ακόμα και απέναντι στους δημοσιογράφους ο τρίτος της παρέας, Αντώνης Πρασσάς είναι ιδιαίτερα απογοητευμένος από τη νέα καταστροφή, που κατέκαψε την περιουσία του, με ελιές, συκιές και αμπέλι, που μόλις είχε αρχίσει να ανεβάζει την παραγωγή ανακάμπτοντας από την φωτιά του 2017. Όπως λέει ο ίδιος εξακολουθεί να παραμένει στο χωριό επειδή δεν έχει που αλλού να πάει και μόνο αν το θέλει ο γιός του, που σπουδάζει Πληροφορική στην Κρήτη και αυτό τον καιρό υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία, θα αποφασίσει να ξαναφτιάξει κάτι.
«Δε θα υπάρχει ζωή πάνω από τις γραμμές» κάνει τη ζοφερή πρόβλεψη ο κ. Πρασσάς και αναρωτιέται «Πώς θα ζήσει ο κόσμος; Έδωσαν μια κρατική βοήθεια και με ό,τι έχει ο καθένας θα περάσουμε για μια χρονιά, τι θα γίνει μετά, που ούτε ως εργάτες δεν θα μπορούμε να πηγαίνουμε, αφού κάηκαν οι περισσότερες ελιές της περιοχής;»
Στο τραπέζι έπεσε και το θέμα των αποζημιώσεων, με τον κ. Αναστασόπουλο να προβλέπει ότι η εξατομίκευση των ζημιών δε θα γίνει πριν την Άνοιξη του 2022 και μάλιστα μόνο από τον Ελληνικό Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων, ενώ όσοι δεν είναι ενταγμένοι στον ΕΛΓΑ αγωνιούν για το αν και πόσο θα αποζημιωθούν (ο κ. Λυμπερόπουλος διαπίστωσε με το λογιστή του ότι με 32 καμένα στρέμματα και μεγάλο ποσοστό αναπηρίας ο ίδιος και η κόρη του δεν καταφέρνει να γίνει δεκτός στο σύστημα για να ολοκληρώσει τη σχετική αίτηση).
Αποχαιρετίσαμε το Καρνάσι με τον «Δία» να δίνει την αισιόδοξη νότα δείχνοντας τα χλωρά καλάμια που έχουν αρχίσει να φυτρώνουν στον κατακαμένο λόφο του χωριού. Ή περίπου αισιόδοξη, καθώς ο κ. Αντώνης επεσήμανε ότι η φύση θα ανανεωθεί μόνη της, αλλά «οι καλλιέργειες πότε θα ξαναδώσουν καρπό;» κι ενώ είχε ήδη διευρύνει τη συζήτηση για τα πλήγματα της υπαίθρου με το κλείσιμο και του δεύτερου τραπεζικού υποκαταστήματος που λειτουργούσε στο Δήμο, αναγκάζοντας πλέον τους κατοίκους να πηγαίνουν στη Μεσσήνη ή στην Καλαμάτα για τις συναλλαγές τους…
«Βλέπω ότι δε θα υπάρχουν αποζημιώσεις, αλλά θα βρίσκουν παραθυράκια για εξαιρέσεις»
Εδώ και δεκαπέντε χρόνια κάνει τακτικά αίτηση για παροχή ρεύματος, όμως οι υπεύθυνοι (;) του ζητούν να πληρώσει αρκετές χιλιάδες ευρώ για να μπουν οι 5-6 κολώνες που χρειάζονται ώστε να φτάσει το ηλεκτρικό δίκτυο στο σπίτι του, που, όχι, δεν είναι σε κάποια δύσβατη απομακρυσμένη περιοχή, αλλά πάνω στον κεντρικό δρόμο λίγο έξω από το Διαβολίτσι (ευτυχώς το νερό επανήλθε μετά από 15 μέρες συνεχών εκκλήσεων, με την αποκατάσταση του καμένου επιφανειακού δικτύου).
Είναι ο κ. Αντώνης Στυλιανίδης τον οποίο συναντήσαμε ως μια χαρακτηριστική τραγική φιγούρα να στηρίζεται πάνω σε ένα καμένο δέντρο και να κοιτάζει γύρω με απόγνωση τα χτήματά του καμένα πέρα ως πέρα, με τις αιωνόβιες ελιές πεσμένες κάτω ή κάρβουνο μέχρι τη ρίζα… Μεγάλες ζημιές έπαθαν και οι αποθήκες του σπιτιού, όμως ο κυρίως χώρος σώθηκε χάρις στην παρέμβαση εθελοντών που ήρθαν με δικά τους μέσα από άλλες περιοχές. «Αν μπορούσα να τους βρω και να τους ευχαριστήσω έναν έναν…» μας είπε με δάκρυα στα μάτια ο κ. Αντώνης, ενώ η σύζυγός του, Κατερίνα, είχε εκφράσει λίγο νωρίτερα την απορία πώς είναι δυνατόν να συνέβη αυτή η πανωλεθρία τόσο κοντά στο δρόμο, χωρίς η Πυροσβεστική να μπορέσει να σβήσει ούτε ένα δέντρο.
Ο κ. Στυλιανίδης εξέφρασε όμως και μια άλλη ανησυχία, βασιζόμενος στην αρνητική εμπειρία που είχε η κόρη του, η οποία είναι βιολόγος, είχε ξεκινήσει μια προσπάθεια ως νέα αγρότισσα και τώρα όχι μόνο είδε το βασικό αντικείμενο ενασχόλησής της να γίνεται στάχτη, αλλά και ότι δε δικαιούται καθόλου αποζημίωση, όπως φαίνεται ότι είναι οι κυβερνητικές προθέσεις για τις μικρές περιουσίες.
«Είμαστε για κλάματα. Δυστυχώς βλέπω μεγάλη καταστροφή στην περιοχή, που στηριζόταν στο εισόδημα της ελιάς -δε μιλάω για μένα που είμαι συνταξιούχος. Και εκτός από την παραγωγή και τα δέντρα βλέπω ότι δεν θα υπάρχουν αποζημιώσεις, αλλά θα βρίσκουν παραθυράκια για εξαιρέσεις», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Στυλιανίδης, που παρά την απογοήτευσή του ετοιμάζεται να φυτέψει τα πρώτα νέα δενδρύλλια στη θέση των ιστορικών γιγαντόσωμων ελιών, που κάποιες πιστεύεται ότι είχαν διασωθεί από την επέλαση του Ιμπραήμ, όχι όμως από τη φωτιά του 2021. «Δεν μπορούμε να σηκώσουμε τα χέρια, αποδεχόμενοι τη μοίρα μας, να υποκλιθούμε στη δυστυχία και τον πόνο. Η μόνη μας άμυνα είναι να αγωνιζόμαστε», ήταν το αισιόδοξο μήνυμα του κ. Ανδρέα.
Αποχαιρετώντας τον αγαπημένο Βράχο και ψάχνοντας σπίτι για τον «Τάσο»…
Στην περιοχή Βράχος είναι το σημείο που ξεκίνησε η μεγάλη φωτιά στην Άνω Μεσσηνία, στις αρχές Αυγούστου. Εκεί είδαμε ένα διώροφο σπίτι ολοσχερώς κατεστραμμένο και βρήκαμε τον Γιάννη Διασάκο και τον Δημήτρη Βοσκάκη να γευματίζουν, με μοναδικό καταφύγιο μια μικρή αποθήκη στην αυλή που διασώθηκε της καταστροφής. Ο κ. Γιάννης έζησε μάλιστα από κοντά τη λαίλαπα και κατόρθωσε να σωθεί φεύγοντας την τελευταία στιγμή.
Οι δύο τους αναλογίζονται τα όμορφα χρόνια που πέρασαν στο μικρό τους παράδεισο, το πλήρως εξοπλισμένο σπίτι, που φιλοξένησε πολλές χαρές και δεκάδες φίλους. Το μεγάλο τους παράπονο είναι ότι η ΔΕΔΔΗΕ δεν ευαισθητοποιήθηκε στις εκκλήσεις τους να ηλεκτροδοτήσει το προσωρινό τους καταφύγιο ώστε να έχουν λίγο φως και λίγο παγωμένο νερό. Έτσι, τις τελευταίες εβδομάδες τους φωτίζουν τα κεριά και μια φορητή λάμπα, ενώ το νερό τους γίνεται στοιχειωδώς δροσερό βυθισμένο με ένα καλάθι μέσα στο πηγάδι.
Ίσως αυτό δεν έχει πια πολύ νόημα, καθώς έχουν αποφασίσει να φύγουν και να φιλοξενηθούν σε συγγενείς στην Αθήνα ή αλλού. Άλλωστε το σπίτι τους, που εκτός του ότι είναι ολοκληρωτικά κατεστραμμένο, έχει και εμφανείς ρωγμές, χαρακτηρίστηκε ως επισκευάσιμο και όχι κατεδαφιστέο, ενώ οι ίδιοι, μεγάλοι σε ηλικία άνθρωποι, δεν είναι σίγουροι ότι μπορούν να καταφέρουν με τις ηλεκτρονικές και άλλες γραφειοκρατίες, ώστε να διεκδικήσουν την αποζημίωση που δικαιούνται.
Μετά την μεγάλη θλίψη των πρώτων ημερών ο κ. Γιάννης και ο κ. Δημήτρης αποφάσισαν να τηρήσουν θετική στάση ζωής και το τελευταίο τους μέλημα είναι να βρει σπίτι ο Τάσος, ο αγαθός αδέσποτος γίγαντας που έχουν υιοθετήσει εδώ και λίγα χρόνια. Αν κάποιος θέλει τη συντροφιά του αξιολάτρευτου σκυλάκου μπορεί να επικοινωνήσει με τον κ. Βοσκάκη στο 6978-762446. Ας το κάνει και ως φόρο τιμής και «συγνώμης» στα αθώα ζώα θύματα της φωτιάς, που συνήθως δεν μπαίνουν στο «λογαριασμό»…
-Θα ακολουθήσει την προσεχή Τρίτη το δεύτερο μέρος του «οδοιπορικού» με όσα μας είπαν στο Διαβολίτσι.
Της Χριστίνας Ελευθεράκη