Όπως είναι γνωστό σε πολλούς πληροφορημένους πολίτες και κυρίως στους νομικούς, ο νέος ποινικός κώδικας, που ψηφίσθηκε και ετέθη σε εφαρμογή από το 2019, δεν έγινε σε μια νύχτα από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ήταν καρπός μακροχρόνιας επεξεργασίας (πολλών νομοπαρασκευαστικών επιτροπών δεκαετιών αποτελούμενων από διαπρεπείς νομομαθείς). Ο ποινικός κώδικας προσαρμόσθηκε στα ευρωπαϊκά δεδομένα και στη σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική, προκρίνοντας το σωφρονισμό αντί της εκδίκησης, την κοινωνική επανένταξη των εγκληματιών, την εναρμόνιση των ποινών με τη γενική αρχή της αναλογικότητας, καθώς και την αύξηση της πρωτοβουλίας του δικαστή στο θέμα της επιμέτρησης της ποινής.
Αναφορικά με την αυστηρότητα των ποινών που απειλούνταν από το νέο ελληνικό ποινικό κώδικα, αυτός συγκαταλεγόταν στους κώδικες μέσης αυστηρότητας της Ευρώπης.
Εξάλλου, ως γνωστόν, μέχρι πριν από τρία χρόνια τουλάχιστον, η Ελλάδα από την άποψη της εγκληματικότητας και σύμφωνα με τις στατιστικές της Eurostat, εμφανιζόταν να ανήκει στις ασφαλέστερες χώρες σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά και σε όλο το δυτικό κόσμο.
Όμως, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, της οποίας ο υπουργός Δικαιοσύνης τυχαίνει να είναι γιατρός και όχι νομικός, έλαβε την πρωτοβουλία να αυστηροποιήσει σημαντικά τις ποινές για αρκετά από τα εγκλήματα, να αφαιρέσει τη σχετική πρωτοβουλία επιμέτρησης του δικαστή και ουσιαστικά να ανατρέψει το σύνολο σχεδόν του πνεύματος του νέου ποινικού κώδικα.
Εξ αυτού μπορεί κάποιος, αυθόρμητα και λογικά σκεπτόμενος, να κάνει δυο υποθέσεις.
Πρώτη υπόθεση ότι κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας η εγκληματικότητα (και μάλιστα στα βαριά εγκλήματα) αυξήθηκε ανησυχητικά, ώστε συντρέχει περίπτωση αναθεώρησης του ποινικού δικαίου για να γίνει πιο αυστηρό.
Στην περίπτωση αυτή, οι λόγοι αύξησης της εγκληματικότητας θα πρέπει να αναζητηθούν στην κατάπτωση των ηθικών αξιών, που οφείλονται σε πολιτικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς λόγους ή σε αδυναμία για επιβολή της τάξης. Δεν υπάρχει, επομένως, αμφιβολία για την τεράστια πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης εξαιτίας της κοινωνικής αυτής οπισθοδρόμησης.
Στη δεύτερη υπόθεση θα σκεφθεί κάποιος ότι δεν υφίσταται αύξηση της εγκληματικότητας, αλλά οι πιο αυστηρές ποινές θεσπίζονται προκειμένου να ικανοποιηθεί τμήμα της κοινωνίας, του οποίου ο φόβος της εγκληματικότητας καλλιεργείται και αυξάνεται έντεχνα, καθώς κι εκείνοι που έχουν ως φιλοσοφία ζωής τη διαρκή τιμωρία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επιχειρεί να αποκομίσει πολιτικό κέρδος η κυβέρνηση. Στην εκδοχή αυτή επιχειρείται κομματικό κέρδος με ευτελισμό της πολιτικής ζωής.
Άρα, οποιαδήποτε υπόθεση να κάνει κάποιος, η πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης είναι προφανής.
Ανδρέας Σαρρής
σ. δικηγόρος