Πώς σχεδιάζω το δημόσιο χώρο; Πώς επιλέγω υλικά; Πώς αναδεικνύω την ιστορικότητα των τόπων; Πώς παράγω σύγχρονο αποτέλεσμα σεβόμενος το παλιό; Πώς και πού τοποθετώ έργα τέχνης στο χώρο, ώστε να αναδεικνύονται και να προσθέτουν υπεραξία στον τόπο; Πώς επιτυγχάνω συρραφή παλιού και νέου; Ιστορικού και εμπορικού; Σύγχρονου και νεότερου;
Case study: η ανάπλαση της οδού 23ης Μαρτίου
Τον Ιανουάριο του 2016 προκηρύχτηκε πανελλήνιος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός ιδεών με τίτλο «Επανασχεδιασμός της οδού 23ης Μαρτίου με σκοπό την ενοποίηση του ιστορικού και εμπορικού κέντρου της πόλης της Καλαμάτας».
Τα αποτελέσματα αυτού 12 προτάσεις στο σύνολό τους, οι οποίες κατέληξαν όλες σε έναν κουβά αχρήστων. Κατ’ ελάχιστον, 12*2 = 24 τουλάχιστον αρχιτέκτονες, ασχολήθηκαν με την επίλυση του ζητήματος, αλλά όλες οι ιδέες τους αγνοήθηκαν.
Αν αναζητήσει κανείς το γιατί, η κύρια απάντηση που θα λάβει είναι ότι όλες οι προτάσεις δεν επίλυαν το θέμα της κίνησης – κυκλοφορίας των αυτοκινήτων στη συγκεκριμένη οδό.
Ας πούμε ότι αυτός που αναζητά την απάντηση σήμερα είναι η υποφαινόμενη Κουζή Τόνια, αρχιτέκτων μηχανικός ΕΜΠ, μέλος της ομάδας που κέρδισε το α΄ βραβείο σε αυτό το διαγωνισμό (μαζί με τους εξαίρετους συναδέλφους Μαρία Μαρλαντή & Ανδρέα Πετρόπουλο).
Διερωτώμενη γιατί καλούμαι, 5 χρόνια μετά, να αξιολογήσω μια «δωρεά» – ο έξυπνος τρόπος του αναθέτειν κατά βούληση τις μελέτες του δημόσιου χώρου σε υμετέρους – κατώτερη της αισθητικής μου και των προσδοκιών μου για τον ιδιαίτερο αυτό τόπο, αισθάνομαι την ανάγκη να πω μερικά βασικά πράγματα.
Ας αποσαφηνίσουμε αρχικά τι σημαίνει ορθή προκήρυξη αρχιτεκτονικού διαγωνισμού: σημαίνει δίνω σωστά στους μελετητές τα δεδομένα. Περιγράφω με λεπτομέρεια την υφιστάμενη κατάσταση, παρουσιάζω την προβληματική της, θέτω δηλαδή με σαφήνεια το πρόβλημα και επιζητώ την επίλυση από τους συμμετέχοντες μελετητές.
Αν στο τεύχος προκήρυξης η τότε Δημοτική Αρχή δε γνώριζε με σαφήνεια τι επιθυμούσε για το συγκεκριμένο τόπο, από άποψη κυκλοφοριακών διευθετήσεων, ούτε 100 αρχιτέκτονες δε θα μπορούσαν να το επιλύσουν σε έναν αποσπασματικό αρχιτεκτονικό διαγωνισμό ιδεών. Είναι πασιφανές πόσο λανθασμένη είναι η τακτική του «καλώ αρχιτεκτονικές ομάδες, σαν να πρόκειται για ιατρικές πρακτικές και δίνουν θεραπεία».
Οι αρχιτεκτονικές μελέτες πατούν στο περιγραφόμενο με σαφήνεια όραμα των Δήμων, των πολιτικών δηλαδή προσώπων, που έχουν ωστόσο αποκρυσταλλώσει την άποψη των πολιτών για το τι θέλουν για τον τόπο τους. Τι επιθυμούν – ΟΡΑΜΑ, τι έχουν ανάγκη – ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ και, βεβαίως, τι είναι εφικτό – ΕΦΑΡΜΟΓΗ.
Αντ’ αυτού εμείς παραλάβαμε μια προκήρυξη που όχι μόνο δεν αποσαφήνιζε τίποτα από τα παραπάνω, αλλά προκαλούσε, σε όσους γνωρίζουν πώς σχεδιάζεται ο δημόσιος χώρος, και πολλά ερωτηματικά. Κατ’ αρχάς δε ζητήθηκε ο επανασχεδιασμός της πλατείας. Απλά και επιφανειακά ζητούσε τη γειτνίαση της νέας μελέτης με την αμφισβητούμενη αισθητικά υφιστάμενη πλατεία. Δε γινόταν αναφορά στην επικείμενη τότε ανάπλαση της οδού Αναγνωσταρά, ούτε και στη μελέτη της Πλατείας Υπαπαντής – που και αυτή εμφανίστηκε εν μια νυκτί – και χωρίς σε καμία από αυτές να επιλύεται το ζήτημα της ενδιάμεσης χαρακτηριστικής οδού σύνδεσης των δύο πλατειών, την οδό 23ης Μαρτίου.
Και ερχόμαστε στο σήμερα, που παραλαμβάνουμε μια μελέτη, που για άλλη μια φορά νοικοκυρεύει ένα δημόσιο χώρο και αυτό αρκεί σε όλους. Παραλαμβάνουμε μια μελέτη που έγινε δήθεν με κίνητρο την ορθή κυκλοφοριακή διαχείριση, αλλά που έχει πολλά εξόφθαλμα κυκλοφοριακά ερωτηματικά. Τα δύο ρεύματα κυκλοφορίας διατηρούνται ως έχουν, ο κυκλικός κόμβος μετατίθεται σε δυσμενέστερη θέση, πλησιάζει επικίνδυνα τα πεζοδρόμια και φαρδαίνει αναίτια η πλατεία με την ίδια μορφή ρείθρο-διαφορά στάθμης, αλλαγή υλικών – και μάλιστα με εξαιρετικά κακή χάραξη εφαπτόμενη περίεργα επί του κόμβου.
Μήπως σε αυτή τη λύση-υποτίμηση των 12 αρχιτεκτονικών ιδεών επιλύσαμε θέματα στάθμευσης; Όχι, απλά παραπέμπουμε στο γειτονικό parking.
Μήπως αναβαθμίσαμε αισθητικά τον τόπο αναδεικνύοντας μέσα από την απλότητα των υλικών και της γεωμετρίας τα αρχιτεκτονήματα περιμετρικά; Και εδώ επιτρέψτε μου να πω ότι προφανώς και πρωτοστατεί ο Ιερός Ναός των Αγίων Αποστόλων και η αναφορά στο 1821, όμως η ιστορική μνήμη έχει διαδοχικά δέρματα σε μια πόλη, έχει χρονικές φάσεις. Η ιστορικότητα του τόπου εντοπίζεται σε όλα τα στοιχεία του: στο 1821, στις σχεδόν θεατρικές όψεις της μεταγενέστερης ιστορίας, στο κέλυφος της παλιάς αγοράς (νυν Αρχαιολογικό Μουσείο), στο νερό που άλλοτε υπήρχε και σήμερα απουσιάζει, στην τέχνη που εντοπίζεται στα υπάρχοντα γλυπτά, αλλά που θα μπορούσε να έχει και νεώτερη έκφραση.
Μια κάκιστη επανάληψη λανθασμένων υλικών, ταραγμένων ως προς τη γεωμετρία της – ακανόνιστη λιθοδομή – αναπαράγεται αντί να αντικατασταθεί με ένα ομοιόμορφο ήσυχο χαλί υλικού ικανού να κατευθύνει με την απουσία του την προσοχή του επισκέπτη στα κτήρια και να τα μετατρέπει σε πρωταγωνιστές. Αντ’ αυτού επαναλαμβάνουμε την άσχημη επιλογή και προσθέτουμε και πλήθος άλλων υλικών, για μεγαλύτερη διάσπαση προσοχή, για περισσότερη σύγχυση, για ένταση της διάκρισης των κινήσεων, για μείωση της τομής.
Τελικά, επετεύχθη η ενοποίηση του ιστορικού με το εμπορικό κέντρο;
Αλήθεια, στις άλλες υποψήφιες για την κλιματική ουδετερότητα πόλεις το ΙΧ εξακολουθεί να διατρέχει τα ιστορικά τους κέντρα;
Της Τόνιας Κουζή