«Αν έχω κάτι να πω. Κι αν αυτό το κάτι αξίζει. Αν έχει λόγο ύπαρξης» αυτά τα επιτακτικά ερωτήματα είχε στο μυαλό της η Αριστέα Σερεμέτη πριν αποφασίσει να μοιραστεί τη γραφή της με το κοινό. Η απήχηση που είχαν τα «Ηλεκτρόνια» έδωσε καταφατική απάντηση σε όλους αυτούς τους ενδοιασμούς και υπόνοια μετριοφροσύνης στη «δήλωση» ότι το καλύτερο βιβλίο της είναι τα παιδιά της…
Τα «Ηλεκτρόνια» κυκλοφόρησαν πρόσφατα από έναν μικρό εκδοτικό οίκο («Λόγου Χάριν») και πάνε για επανέκδοση, αναδεικνύοντας τη Μεσσήνια στην καταγωγή (με ρίζες από Καλαμάτα, Γαργαλιάνους και Μικρομάνη) οδοντίατρο (διατηρεί ιατρείο πολλά χρόνια στο Περιστέρι) ως μια ενδιαφέρουσα συγγραφέα, με υποσχέσεις για συνέχεια…
Το «Θ» είχε την ευκαιρία να θέσει μια σειρά ερωτημάτων που «αποκαλύπτουν» σε κάποιον βαθμό την Αριστέα Σερεμέτη και το βιβλίο της…
-Ποια είναι η σχέση σας με τη γραφή και γιατί γράφετε εσείς;
Η σχέση μου με τη γραφή είναι σχέση ζωής. Λύτρωση και κάθαρση. Ίσως κι ιερή εξομολόγηση, με την έννοια της ίασης του μέσα μας, χωρίς απαραίτητα να αποκαλυφθούν ως δικά μας τα πιο δικά μας, αυτά που νιώθουμε ως εσώψυχά μας και που δύσκολα μπορούν να ειπωθούν.
Γράφω από όταν έμαθα γραφή. Αλλά και διαβάζω. Ίσως άργησα να γράψω βιβλίο προς έκδοση ακριβώς γι’ αυτό. Από ανασφάλεια στα αναγνώσματά μου. Αν έχω κάτι να πω. Κι αν αυτό το κάτι αξίζει. Αν έχει λόγο ύπαρξης.
-Τι σας ενέπνευσε για να γράψετε αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο;
Τα διηγήματα που περιέχονται στο βιβλίο «Ηλεκτρόνια» είναι λεκτικά κλικς ανθρώπινων τροχιών και απαθανατίζονται φωτογραφικά και σε απλή γλώσσα, για να μπορούν να διαβαστούν από ευρεία γκάμα αναγνωστών.
Είναι δωρικά διηγήματα, όπως τα χαρακτήρισα κι έκανα ένα νεολογισμό, δανειζόμενη τον όρο από τον αρχιτεκτονικό και μουσικό ρυθμό.
Είναι άνθρωποι απογοητευμένοι, απαξιωμένοι, ασθενείς, κοινωνικά στιγματισμένοι, με αρνητικό φορτίο ζωής λόγω συμβάντος, συμφοράς, απρόοπτου, μη αναμενόμενου, άνθρωποι που στροβιλίζονται αναζητώντας την ουσία τους, τον πυρήνα τους, τη συναισθηματική τους συνοχή στο μικρό, οικείο σύμπαν τους.
Νομίζω αυτοί οι άνθρωποι έχουν ενδιαφέρον και μια μαγιά χαρακτήρα που τους κάνει γοητευτικούς. Γιατί οι δυσκολίες και τα ζόρια είναι που μας κάνουν ανθρώπους. Που μας σμιλεύουν με την έννοια του συνανθρώπου και οι σχέσεις μας μαζί τους είναι κυριολεκτικώς τοκετοί. Είναι γέννες. Συμπόνοιας, τρυφερότητας, αλληλεγγύης.
Πράγματα αυτονόητα που όμως στις σύγχρονες κοινωνίες της αλλοτρίωσης και του ατομισμού, σπανίζουν πλέον.
-Ποια είναι η σχέση σας με τους ήρωες των διηγημάτων σας; Υπάρχει κάποια ιστορία που ξεχωρίζεις από τις 50+3;
Κάθε μία ιστορία περιέχει και κάποιο κομμάτι μου. Βίωμα, άκουσμα, εικόνα, όλα ανακατωμένα, μαζί με φαντασιακή πλοκή και μυθοπλασία. Αληθινές ιστορίες απλών ανθρώπων, που στις περισσότερες λειτουργώ ως αφηγήτρια σε πρώτο πρόσωπο. Ως δρώσα. Ως πάσχουσα. Αυτό νομίζω τα λέει όλα. Έχω άμεση συναισθηματική εμπλοκή με όλα αυτά. Κι όπως τα μαγειρεύω με πραγματικά υλικά, ρίχνω και το απαραίτητο αλάτι να νοστιμίσουν: το παραμύθι. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου έτσι συστήνομαι κιόλας. Ως μια παραμυθατζού.
-Ποιο είναι το πιο ωραίο σχόλιο που ακούσατε για αυτό το πρώτο σου βιβλίο σας;
Έχω ακούσει λέξεις όπως “Συναρπαστικό”, “Συγκλονίστηκα”, “Ταυτίστηκα”…
Νομίζω την πιο άρτια φιλολογικού σκελετού ανάλυση έκανε ο Κωνσταντίνος Κωστέας στη βιβλιοπαρουσίαση στην Καλαμάτα και την πιο διεισδυτική συναισθηματικά η Ναταλία Ρασούλη στην παρουσίαση στο Περιστέρι. Επίσης τρομερά εύστοχη και εύψυχη ήταν η κριτική της Έρης Ρίτσου.
Χειμαρρώδης και ο Αντώνης Κατσάς. Με “έδωσε” λίγο. Τράβηξε μάσκες με πηγαία αθωότητα. Τον απόλαυσα και τον αγάπησα.
-Πόσο διαφορετική είναι η Αριστέα Σερεμέτη από τη στιγμή που έπιασε στα χέρια της τα φρεσκοτυπωμένα «Ηλεκτρόνια»;
Θέλω να πιστεύω καθόλου διαφορετική. Έχω μια αποστροφή απέναντι στους ανθρώπους που αλλάζουν αναλόγως θέσης, συνθηκών και συγκυριών. Πιο πολύ για όσους καβαλάνε το καλάμι. Συγκινούμαι όμως και νιώθω ωραία όταν ακούω καλά λόγια για τα «Ηλεκτρόνια». Πως έχει λόγο ύπαρξης ως βιβλίο. Πως μπόρεσε να αγγίξει και να δημιουργήσει συναίσθημα. Αυτό μόνο. Αυτό μου είναι υπεραρκετό.
-Τα ανθρώπινα «Ηλεκτρόνια» έχουν ελπίδα να αποκτήσουν θετικό φορτίο;
Βεβαίως. Μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις τους. Τα ηλεκτρόνια δημιουργούν χημικούς δεσμούς. Έτσι κι εμείς οι άνθρωποι. Σχετιζόμαστε. Και μέσα από αυτές τις σχέσεις μπορεί να έρθει η ζεστασιά στην παγωνιά του κόσμου. Κι όλα να αλλάξουν. Μαγικά.
-Ο κορωνοϊός με ποιον τρόπο θεωρείτε ότι έχει αλλάξει τις σχέσεις των ανθρώπων;
Η πανδημία, νομίζω, λειτούργησε με διττό τρόπο. Από τη μια αποξένωσε, απομόνωσε, θέριεψε το φόβο της συναναστροφής και της αφής, από την άλλη έφερε τη νοσταλγία όσων ήταν δεδομένα και ίσως δεν εκτιμούνταν κι όσο έπρεπε. Μια αγκαλιά, ένα φιλί, ένα γλέντι, μια παρέα που τραγουδά, που χορεύει, που πάει εκδρομή, που ερωτεύεται. Που νιώθει. Τα πριν από τον κορωνοϊό αυτονόητα που σήμερα είναι πολυπόθητα ζητούμενα κι αδημονούμε για την επιστροφή τους.
-Τι να περιμένουμε μετά τα «Ηλεκτρόνια»;
Ένα μυθιστόρημα ίσως. Εάν το καταφέρω… Δεν ξέρω σίγουρα.
-Τι σας «δένει» με τη Μεσσηνία και πόσο ζωντανή είναι αυτή η σχέση;
Η Μεσσηνία είναι οι ρίζες μου. Οι γονείς μου, οι γιαγιάδες, οι παππούδες μου, τα καλοκαίρια μου. Κυρίως τα παιδικά καλοκαίρια μου. Εάν όντως πατρίδα μας είναι τα παιδικά μας χρόνια, η Μεσσηνία δεν είναι απλά ο τόπος καταγωγής μου, είναι η πατρίδα μου. Και ίσως κι ο τόπος που θα μπορέσω να ζήσω στο μέλλον. Ένα όνειρο ζωής. Ελπίζω να έχω και την ευκαιρία και το χρόνο πραγμάτωσης.
-Πώς συνδυάζονται οι ιδιότητες οδοντίατρος, συγγραφέας, μητέρα;
Συνυπάρχουν. Ως κομμάτια ζωής και ταυτότητας. Νομίζω, το πιο δύσκολο κομμάτι σε μια εργαζόμενη γυναίκα που θέλει και να απλώσει φτερά σε όσα τη γεμίζουν, είναι το “μάνα”. Δεν ξέρω αν είμαι καλή μάνα. Ξέρω, όμως, πως έχω δυο πολύ καλά παιδιά, που με κάνουν ν’ αναζητώ με όλες μου τις φλέβες και με όλες μου τις αρτηρίες την “περισσοτερότητά” μου. Ίσως αυτό να είναι και το πιο καλό “βιβλίο” μου.
Η Αριστέα Σερεμέτη αυτοσυστήνεται…
Κυρίες και κύριοι, να σας συστηθώ λοιπόν.
Ήμουν από τη φύση μου ένα ζωηρό παιδί με αχαλίνωτη φαντασία, που παρατηρούσα πολύ προσεκτικά τους ανθρώπους. Τι έκαναν αλλά και τι δεν έκαναν. Πώς γελούσαν, πώς δάκρυζαν, πώς μιλούσαν, πώς σιωπούσαν.
Πιο μετά προσπαθούσα και να τους κατανοήσω, να ξετυλίξω το κουβάρι της στράτας τους, να ερμηνεύσω τα σταυροδρόμια της ζωής τους, το συναισθηματικό κόσμο του μέσα τους, του πιο σημαντικού κόσμου για μας τους ανθρώπους.
Ανακάτευα τα υλικά τους, την πρώτη ύλη τους, εικόνες και ακούσματα βιωμάτων τους, με τη μυθοπλασία, το μαγικό αλατοπίπερο που θέλουν οι ιστορίες για να γίνουν “νόστιμες”.
Κι έτσι έφτιαχνα άλλες ιστορίες. Δικές μου ιστορίες. Φανταστικές ιστορίες. Τα παραμύθια μου.
Γιατί αυτό έτυχε να είναι η ουσία κι ο πυρήνας μου από τα γεννοφάσκια μου. Να αφηγούμαι ιστορίες.
Είμαι, λοιπόν, μια κοινή παραμυθατζού, που κάνει φωτογραφικά κλικ, απαθανατίζοντας ενδιαφέροντα, ανθρώπινα, αληθινά στιγμιότυπα. Όχι με κάμερα, αλλά με λέξεις. Κι έπειτα προσθέτει κι άλλες λέξεις. Κι από τη μια στιγμή, φτιάχνει μια ιστορία. Μια ιστορία ζωής.
Ή ένα παραμύθι, αν το προτιμάτε να το πείτε έτσι.
Αυτή είμαι (από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Της Χριστίνας Ελευθεράκη