Δεν έχουν τελειωμό τα αποτρόπαια και στυγερά εγκλήματα στην Ελλάδα, στην οποία πριν αρκετά χρόνια κοιμόσουν ξένοιαστος, ακόμη και στις αυλές των σπιτιών, και άφηνες μέχρι και το κλειδί στην πόρτα…
Τι οδήγησε, όμως, μία φιλήσυχη κοινωνία που είχε καταφέρει να ζει ήρεμα, φιλήσυχα και αρμονικά σε μία ζούγκλα ανομίας, εγκληματικότητας και φόβου;
Πολλά ζητήματα που απασχόλησαν τις κοινωνίες προηγουμένων αιώνων, απασχολούν και τις κοινωνίες του 21ου αιώνα. Από το 18ο αιώνα, λοιπόν, στην ηθική και πολιτική φιλοσοφία οι θεωρητικοί της εποχής, ασχολήθηκαν με το σοβαρό θέμα της νομιμότητας της εξουσίας πάνω στον πολίτη, την ασφάλεια και τήρηση κανόνων και έδωσαν ξεκάθαρες απαντήσεις για την κοινωνική πραγματικότητα.
Οι θεωρίες πολλές. Στη «φυσική κατάσταση», σύμφωνα με τη θεωρία του Χομπς, κυριαρχούσε ο ισχυρός και το ένστικτο της επιβίωσης, ενώ η έλλειψη των στοιχείων εκείνων που συγκροτούν την κοινωνία, οδηγούσε σε βιαιότητες και ανασφάλεια.
Ο θεωρητικός Ρουσσώ, εμπνευστής του κοινωνικού συμβολαίου, είχε άλλη αντίληψη για τον άνθρωπο. Θεωρούσε πως ήταν εκ φύσεως φιλήσυχος και φιλειρηνικός και πως η ανάπτυξη κοινωνικών δομών μπορούσε να τον οδηγήσει σε ευημερία και ευζωία, χωρίς το φόβο του θανάτου. Πρότεινε ένα κοινωνικό συμβόλαιο που θα έφερνε την ισότητα και την απελευθέρωση του ανθρώπου. Θέλησε να συμφιλιώσει τη φυσική ελευθερία με την κοινωνία και την πολιτική τάξη, ενώ στη δική του προτεινόμενη «φυσική κατάσταση» οι άνθρωποι δέχονται να παραχωρήσουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες τους, σε μία κυρίαρχη δύναμη, μία μορφή εξουσίας, που είναι το σύνολο των πολιτών. Πίστευε πως η δημοκρατία είναι ο καλύτερος τρόπος για την εξασφάλιση της ευημερίας.
Τέλος, ο Μοντεσκιέ αναφέρθηκε αργότερα στη σπουδαιότητα της διάκρισης των εξουσιών, που κατοχυρώνουν τη δημοκρατικότητα και ευημερία σε μία κοινωνία.
Ερχόμαστε στην Ελλάδα του σήμερα: Οι εξουσίες, δυστυχώς, έχουν δυσδιάκριτα όρια και αυτό οδηγεί σε απαξίωση τους θεσμούς, σε απόγνωση τους πολίτες και σε εμφάνιση πολλών παρενεργειών, με αρκετές δυσάρεστες συνέπειες.
Η εγκληματικότητα έχει φτάσει στο ζενίθ και αλλάζει πλέον επί τα χείρω την ελληνική πραγματικότητα.
Στα δελτία ειδήσεων ακούμε για σωρηδόν ανθρωποκτονίες, εκτελέσεις εν ψυχρώ, για ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, για απαγωγές, συμμορίες που δρουν σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος, για εγκλήματα στη μέση του δρόμου, για εγκληματικότητα ανηλίκων, για απώλειες ανθρώπινων ζωών για ψύλλου πήδημα, για εκμετάλλευση ανθρώπων, για παραβατικότητα συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων που διαβιούν παρασιτικά από τη λανθασμένη επιδοματική πολιτική και παρά την εξάρτησή τους αυτή, δεν μπορούν να λειτουργήσουν μέσα σε νόμιμα πλαίσια, ακούμε για επίορκους λειτουργούς υγείας, τάξης, δικαιοσύνης κ.λπ., για εμφανή πλουτισμό πολιτικών ταγών, για κάθε λογής εγκληματικότητα που αφορά παράνομο πλουτισμό, για χουλιγκανισμό, για προστασίες, αυθαιρεσίες κ.λπ. Λειτουργοί της δικαιοσύνης και του πολιτικού κόσμου εμπλεκόμενοι σε παραβατικές συμπεριφορές, αντιμετωπίζονται με επιείκεια ή, ακόμη χειρότερα, και με ανοχή και κλειστά στόματα και μάτια.
Οι δυσδιάκριτες αρμοδιότητες της εκτελεστικής, δικαστικής και νομοθετικής εξουσίας, οι εμφανείς σχέσεις με το δημοσιογραφικό κόσμο που χωρίς δισταγμό ενίοτε παραπληροφορεί την κοινωνία, οδηγούν σε θυμό τους πολίτες, που με τη σειρά τους αγνοούν νόμους και απαξιώνουν τα πάντα, συμπαρασύροντας τα πάντα στην οργή τους.
Το αίτημα από διαφόρους ταγούς, περί έντασης της αστυνόμευσης, ως μοναδικό κατασταλτικό μέτρο, φαντάζει παιδαριώδες και καλυπτικό της ανικανότητας της δημιουργίας μίας κοινωνίας με παιδεία, με αξίες, με προτεραιότητες και με σεβασμό στους νόμους.
Η έννοια της δικαιοσύνης κρατά δυνατή την κοινωνική συνοχή, αλλά όταν τα μέτρα της Πολιτείας στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας είναι μόνο ασπιρίνες και επιδερμικά και δεν είναι θεσμικά, ουσιαστικά και σαρωτικά, δεν πετυχαίνουμε τίποτα.
Σταδιακά γινόμαστε σαν την κοινωνία του Χομπς, όπου επιβιώνει όποιος έχει πιο άγρια ένστικτα και αυθαιρετεί χωρίς καμία συνέπεια.