Η πόλις αυτή, που μόνον γύρω από το Κάστρο έχει κάποιον ιδιότυπον σχηματισμόν, μας δίδει πέντε – δέκα δρόμους και άλλων συνοικιών με γραφικότητα. Είναι απεράντως επιμήκες αλλά και απείρως στενοί, πάντοτε σκονισμένοι, με νερά μπουγάδας χρυσοπρασινίζοντα εις τον ήλιον, με όψεις σπιτιών θλιβεράς, με καταπράσινες μουρηές, με γρηές εις τα κατώφλια και παιδάκια πιτσιλίζοντα εις τον βούρκον. Με τέτοιο πλαίσιον αι εικόνες γίνονται ενδιαφέρουσαι και όπως μίαν άλλην Κυριακήν ζωγράφισα τα γαρύφαλλα μιας ξύλινης ταράτσας, έτσι θυμίζουμε σήμερα ένα ειρηνικόν και ημερώτατον ειδύλλιον που μου εφανερώθη εις τον μακρύν στενόν δρόμον.
Εις το άνοιγμα ισογείου παραθύρου έβλεπα τα χαρακτηριστικά μιας γεροντοκόρης.
Ακριβώς ήτο από τα πλάσματα που έκαψαν το λάδι της νεότητος εμπρός εις μίαν οργήν, γύρω από το καθήκον για ένα γερωπατέρα ή κάποιο αδελφάκι ωχρό, που ήθελε να μάθη γράμματα. Η καρτερικότης των ματιών, η λυπημένη γλύκα της ωχρόλευκης όψεως, ο γερασμένος τόνος της φυσιογνωμίας, εις ηλικίαν που άλλοι κάμνουν τον μπεμπέ, μας διηγούντο μίαν από τας σιωπηλάς τραγωδίας των τεσσάρων τοίχων. Έναν χρόνον τώρα δεν εγκατέλειψε την θέσιν της εις τας οκτώ το βράδυ.
Λοιπόν προχθές συνέβη κάτι το τεραστίως εκπληκτικόν. Είδα, ότι η γεροντοκόρη είχεν ερωτευθή. Εχαμογελούσε με χαρούμενην γλυκύτητα σε κάποιον ψιλόλιγνον μαυροντυμένον κύριον με μακρύ μουστάκι, ο οποίος έκαμε πολλές στιγμές ώστε να περάση το χαμηλό παράθυρον. Η σκηνή επανελήφθη το βράδυ. Δεν εχρειάζετο πλέον άλλο δια να κατασκευασθή το ειδύλλιον και σκέπτομαι ότι άλλο μέσον δια να ξαναγίνη κανείς νέος δεν είναι, από το να κάμη τρέλλες που δεν της επρόφθασεν εις την καλήν εποχήν.
Η γεροντοκόρη του μακρυού στενού δρόμου, χαϊδεύοντας μια τριανταφυλλιά, μου το βεβαιώνει με γλυκά, χαρούμενα μάτια…
Ο Παλαιός