Η προγραμματική σύμβαση πολιτισμικής ανάπτυξης για τη συνέχιση των αρχαιολογικών ερευνών στην Αρχαία Θουρία εγκρίθηκε στη συνεδρίαση της Δευτέρας της Οικονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας Πελοποννήσου. Η εν λόγω σύμβαση είναι μεταξύ του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, της Περιφέρειας Πελοποννήσου, του Δήμου Καλαμάτας και της Επιχείρησης «Φάρις» του Δήμου Καλαμάτας. Η διάρκειά της είναι 36 μήνες και αντικείμενό της η συνέχιση των αρχαιολογικών ερευνών, υπό τη διεύθυνση της κας Ξένης Αραπογιάννη, που θα αφορά μεταξύ άλλων:
-Συνέχιση και ολοκλήρωση της ανασκαφής του αρχαίου θεάτρου της Θουρίας
-Τεκμηρίωση: τοπογραφική, αρχαιολογική, αρχιτεκτονική του θεάτρου
-Μελέτη ταύτισης των αρχιτεκτονικών μελών και γραφική αποκατάσταση του μνημείου
-Μελέτη συντήρησης, στερέωσης και αποκατάστασης του δομικού υλικού του θεάτρου, για να ακολουθήσει η μελέτη αναστήλωσης του μνημείου
-Συντήρηση, φωτογράφηση, σχεδίαση και μελέτη των κινητών και ακίνητων αρχαίων, καθώς και μερική αποκατάσταση του αρχαίου θεάτρου
-Έκδοση έντυπου υλικού για την προβολή του θεάτρου και του μνημειακού πλούτου της Αρχαίας Θουρίας στο σύνολό του.
Αρχαία Θουρία
Όπως αναφέρεται στη σύμβαση, η Αρχαία Θουρία υπήρξε η μεγαλύτερη πόλη της Μεσσηνίας πριν από την ίδρυση της Αρχαίας Μεσσήνης (369 π.Χ.). Η κατοίκησή της ανάγεται ήδη στην 3η χιλιετία π.Χ., ενώ στους Μυκηναϊκούς Χρόνους ανέπτυξε λαμπρό πολιτισμό, όπως μαρτυρούν οι θαλαμωτοί μυκηναϊκοί τάφοι και ο ηγεμονικός θολωτός τάφος που έφεραν στο φως οι ανασκαφές.
Η περιοχή συνέχισε να κατοικείται σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας φθάνοντας στην ύψιστη ακμή της κατά τους Κλασικούς και Ελληνιστικούς Χρόνους, κατέχοντας μια μεγάλη γεωγραφική έκταση που εξαπλωνόταν από τη θάλασσα («Θουριάτης» κόλπος, κατά την αρχαιότητα) έως τα όρια της Αρχαίας Μεσσήνης στα δυτικά και της Μεγαλόπολης στα βόρεια.
Στη Ρωμαϊκή Εποχή η πόλη μεταφέρθηκε στην πεδιάδα που απλώνεται στους δυτικούς πρόποδες του υψώματος, όπου σήμερα είναι ορατά σε μεγάλο ύψος τα ερείπια λουτρικού συγκροτήματος στη θέση «Λουτρό».
Ωστόσο, η κατοίκηση της πόλης συνεχίστηκε και στους μεταγενέστερους χρόνους (Βυζαντινή και Υστερο- βυζαντινή Περίοδο) έως την εποχή της Τουρκοκρατίας.
Η Αρχαία Θουρία, η οποία υπήρξε περίοικος πόλη των Λακεδαιμονίων, διέθετε οχυρωμένη ακρόπολη, τα τείχη της οποίας είναι ακόμη σήμερα ορατά σε μεγάλο ύψος.
Ολόκληρη η έκταση που καταλάμβανε η αρχαία πόλη είναι κατάσπαρτη από αρχαίο οικοδομικό υλικό (κίονες, επιστύλια, κιονόκρανα, ορθοστάτες κ.λπ.), που προέρχεται από μεγάλα δημόσια οικοδομήματα και ναούς, δεξαμενές ύδατος και ερείπια αρχαίων κτηρίων, που μαρτυρούν την ύπαρξη στην αρχαιότητα μιας ισχυρής και πλούσιας πόλης, με σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Μεσσηνίας
Ανασκαφές
Η αρχαία πόλη ουδέποτε ανασκάφηκε συστηματικά κατά το παρελθόν. Οι πρώτες συστηματικές ανασκαφικές έρευνες άρχισαν το 2009 υπό την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας με τη διεύθυνση της κας Ξένης Αραπογιάννη και συνεχίζονται έως σήμερα. Τα αποτελέσματα των ανασκαφών υπήρξαν εξαιρετικά σημαντικά, εφόσον έφεραν στο φως σπουδαίες αρχαιολογικές ανακαλύψεις για την Αρχαία Θουρία.
Στην περιοχή της Αίπειας αποκαλύφθηκε το Ασκληπιείο της Θουρίας, για το οποίο δεν υπήρχε καμία μαρτυρία από αρχαίους περιηγητές ούτε από σύγχρονους εξερευνητές.
Το ιερό του Ασκληπιού στη Θουρία λειτούργησε από τα τέλη του 4ου αι. έως τον 1ο αι. π.Χ. Στο πλαίσιο των ανασκαφικών ερευνών που πραγματοποιήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα 2009-2020 στην περιοχή όπου εξαπλώνεται η αρχαία πόλη, ήλθαν επίσης στο φως τα θεμέλια μεγάλων δημόσιων οικοδομημάτων, λείψανα κατοικιών, φρέατα ύδατος και αρχαίοι τάφοι.
Το 2016, κατά τη διενέργεια δοκιμαστικών ανασκαφικών τομών, εντοπίστηκε στη θέση «Ελληνικά», στην καρδιά της αρχαίας πόλης, το Αρχαίο θέατρο της Θουρίας που
χρονολογείται στους Ελληνιστικούς Χρόνους.
Η συστηματική ανασκαφή, που διενεργήθηκε το 2016 – 2020 και συνεχίζεται έως σήμερα, έφερε στο φως ολόκληρη την περιφέρεια της ορχήστρας του θεάτρου διαμέτρου 16,30 μ., με τον αποχετευτικό αγωγό που την περιβάλλει, καθώς και το φρέαρ στο οποίο διοχετεύονταν τα όμβρια ύδατα.
Επίσης, αποκαλύφθηκε η πρώτη σειρά των εδωλίων στη θέση τους, καθώς και το κατώτερο τμήμα του κοίλου.
Αποκάλυψη του κοίλου
Η μελλοντική ανασκαφή προβλέπεται να αποκαλύψει ολόκληρο το κοίλο, την έκταση βορείως της σκηνοθήκης και δυτικά της σκηνής, καθώς και την περιοχή νοτίως του κοίλου, όπου η έρευνα έχει φέρει στο φως τα ερείπια μνημειωδών οικοδομημάτων, που προφανώς σχετίζονται άμεσα με τη λειτουργία του αρχαίου θεάτρου.
Ωστόσο, το σημαντικότερο εγχείρημα είναι η ανασκαφή του κοίλου του θεάτρου, η οποία προβλέπεται εξαιρετικά επίπονη και χρονοβόρα, λόγω της μεγάλης έκτασης την οποία αυτό καταλαμβάνει, αλλά και των δυσχερών ανασκαφικών συνθηκών από τεχνικής πλευράς.
Κατά τις ανασκαφές έχει έλθει στο φως ένας τεράστιος όγκος λίθινου δομικού υλικού του αρχαίου θεάτρου, είτε ακέραιο είτε αποσπασματικά σωζόμενο, το οποίο πρέπει να συντηρηθεί, να συγκολληθεί, να ταυτιστεί και να τεκμηριωθεί, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στη μελλοντική αναστήλωση του μνημείου.
Σύμφωνα με όσα προβλέπονται, η ανασκαφή του αρχαίου θεάτρου πρόκειται να διαρκέσει τουλάχιστον μια τριετία ακόμη, δεδομένου ότι η ετήσια ανασκαφική περίοδος διαρκεί μόνο δύο μήνες.
Μετά το τέλος της ανασκαφής θα ακολουθήσει η συντήρηση και στερέωση του δομικού υλικού του μνημείου, καθώς και η εκπόνηση μελέτης αποκατάστασης και αναστήλωσης του θεάτρου, για να ακολουθήσει η αναστήλωση και αξιοποίηση του μνημείου και η απόδοσή του στο κοινό.
Η ολοκλήρωση της ανασκαφής και η αξιοποίηση του αρχαίου θεάτρου θα συμβάλλουν ουσιαστικά στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, δεδομένου ότι θα αποτελέσει σημαντικό πόλο έλξης επισκεπτών και ένα νέο τουριστικό προορισμό στη Μεσσηνία, που θα αναβαθμίσει ποιοτικά τη ζωή των κατοίκων.
Της Βίκυς Βετουλάκη