Ο καταξιωμένος Μεσσήνιος τραγουδιστής και συνθέτης Βαγγέλης Δούβαλης έχει το προνόμιο να κοιτάζει πίσω του και να βλέπει μια πλούσια μουσική καριέρα και μια γεμάτη ζωή και ταυτόχρονα να ατενίζει το μέλλον ξεδιπλώνοντας ένα ώριμο δημιουργικό ταλέντο.
Έχει συνεργαστεί με πολλά από τα μεγάλα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού και έχει ανέβει σε σκηνές σε όλες τις γωνιές της Ελλάδας, με πολλά μουσικά ταξίδια και στο εξωτερικό (Ισραήλ, Καναδά, Νέα Υόρκη, Παρίσι, Ρώμη, πρώην Σοβιετική Ένωση) σε μια καλλιτεχνική διαδρομή που αγγίζει 25 χρόνια. Και φυσικά δεν χάνει ευκαιρία να επιστρέφει στα …πάτρια εδάφη, όπως θα κάνει την Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου με τη μουσική βραδιά «Τα τραγούδια είναι ευχή» στην Πινακοθήκη του Πνευματικού Κέντρου, εμπνευσμένος από τη ζωγραφική έκθεση του Δημήτρη Ηλιόπουλου «Όνειρα σε μαύρο φόντο».
Μέσα στην Άνοιξη θα έχουμε, επίσης, την ευκαιρία να απολαύσουμε τη νέα προσωπική μουσική συλλογή του Βαγγέλη Δούβαλη «Χρώματα ή νύχτα», που θα κυκλοφορήσει μέσω του διαδικτύου, με αποκλειστικά δικές του συνθέσεις, ενώ υπογράφει και τους στίχους, με εξαίρεση το ποίημα «Θάλασσα» του Νάνου Βαλαωρίτη. Συμμετέχουν η γνωστή Κύπρια τραγουδίστρια Κωνσταντίνα, με ένα τραγούδι, ενώ υπάρχει και ένα ντουέτο-έκπληξη με την παλιά ρεμπέτισσα Μαριώ σε μια μπαλάντα.
Ο Βαγγέλης Δούβαλης είχε δώσει με επιτυχία τα …διαπιστευτήριά του ως στιχουργός και συνθέτης το 2016 με τον «Περίπατο», με την αγαπημένη Αφροδίτη Μάνου να ενθουσιάζεται με το τραγούδι «Με την άνοιξη στο χέρι». Είχε προηγηθεί το 2011 για τον Βαγγέλη Δούβαλη, μετά από 7 χρόνια παρουσίας στο χώρο του τραγουδιού, η πρώτη μεγάλη καταξίωση, που ήταν η συνεργασία με τους Μιχάλη Μπουρμπούλη-Φίλιππο Περιστέρη και η πρώτη προσωπική δισκογραφική δουλειά, «Το ταξίδι που δεν έγινε».
Ο ίδιος ανέφερε στο «Θ» για όλα αυτά:
«Η κάθε δουλειά έρχεται και σε ολοκληρώνει. Όταν σε εμπιστεύεται ο Μιχάλης Μπουρμπούλης («Τα σπίτια είναι χαμηλά», «Τα βεγγαλικά σου μάτια», «Θα με δικάσει ο κούκος και το αηδόνι»), όταν σε αποδέχονται κάποιοι πολύ πιο γνωστοί από σένα, είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό, αλλά όταν κάνεις τα δικά σου τραγούδια έχεις την ευκαιρία να βγάλεις κάτι πιο εσωτερικό. Αγαπώ και τη σκέψη και τη μουσικότητα και εκτιμώ το ότι με εμπιστεύονται, αλλά με τον «Περίπατο» ένοιωσα ότι έγινε το όνειρό μου πραγματικότητα. Νοιώθω πιο ολοκληρωμένος καλλιτεχνικά ως προσωπικότητα από τη στιγμή που υπογράφω κι εγώ τα δικά μου τραγούδια.
Όταν έχω ένα κίνητρο, όταν με αγγίξει ένας ωραίος στίχος γράφω. Η μουσική είναι σαν κεραυνός έρχεται σαν ιδέα και πρέπει να την πιάσεις εκείνη τη στιγμή και πάντα έχεις διαίσθηση πότε αξίζει μια μουσική.
Για παράδειγμα το «Με την άνοιξη στο χέρι, μες στους δρόμους της φωτιάς, θα με βρει το καλοκαίρι, μες στο κύμα που σκορπάς» προέκυψε όταν είδα ένα πολύ νέο κορίτσι που είχε καλύψει όλο το πρόσωπό της με τατουάζ -κάτι που για μένα ήταν ωραίο, αλλά είχε χάσει τη φρεσκάδα της νιότης. Αυτό το τραγούδι έπρεπε να το πει, κατά τη γνώμη μου, μια γυναίκα που να είναι ώριμη και να έχει περάσει από δρόμους φωτιάς, όπως είναι η ζωή κι έτσι το έστειλα στην Αφροδίτη Μάνου. Της άρεσε πολύ, ενθουσιάστηκε και την άλλη μέρα ήρθε και το είπε. Ήταν πολύ τιμητικό και γενναιόδωρο. Αυτές είναι από τις τρομερές εκπλήξεις…
Με τη Μαριώ έχουμε συνεργαστεί κι άλλες φορές και ήθελα την παρουσία της στη νέα μου δουλειά να είναι μια μουσική παρακαταθήκη μέσα στη μουσική μου.
Είναι σε ένα κοντράστ τραγούδι κι ενώ είναι ρεμπέτισσα, εγώ την έβαλα στο ντουέτο μας να πει μια μπαλάντα σαν μια μάνα στο ρεφραίν «Χρώματα η νύχτα, φωτάκια μες στην πόλη, σκοτάδια είν’ οι ψυχές μας γι’ αυτό φοβούνται όλοι»».
-Μέσα από όλη αυτή τη διαδρομή ο Βαγγέλης Δούβαλης έχει κάθε λόγο να αισθάνεται «γεμάτος»…
«Δεν κουβαλάω “πικρίες”. Αισθάνομαι γεμάτος και ότι έχω περάσει καλά. Νοιώθω σα να έχω μια παιδική ηλικία γεμάτη, χωρίς απωθημένα. Πολλές εμπειρίες, πολλές συνεργασίες, πολλοί φίλοι σε όλο τον κόσμο. Αυτή η ζωή είναι σαν το καβαφικό ταξίδι, που είναι πιο σημαντικό από την ίδια την Ιθάκη.
Κοίταζα τους μουσικούς πίσω μου και έλεγα “με όλους αυτούς είμαι συγγενής, έχουμε την ίδια ανασφάλεια, την ίδια τρέλα. Φεύγουμε στις 11 από το σπίτι μας, παίζουμε για τον κόσμο τα βράδια και γυρίζουμε στις 4 τα ξημερώματα”. Δεν το κάνει ο καθένας αυτό. Συν το ότι κάνεις κάτι που πρέπει με τον άλλο να συντονίζεσαι σε αυτό το σύρμα, σ’ αυτή την αόρατη νότα, κουρδίζεσαι πάνω σε αυτό και ταξιδεύεις. Ή πηγαίνεις σε ένα μέρος που δεν γνωρίζεις κανέναν και μετά γίνεσαι φίλος με όλους. Η μουσική έχει αυτό το “φτερούγισμα”, επικοινωνείς. Από κάποιους μπορείς να περάσεις και αδιάφορος, αλλά κάποιους θα τους αγγίξεις και κάποιοι μπορεί να εκστασιαστούν. Κι αυτό είναι που σε κάνει να έχεις παντού φίλους. Η μουσική δεν διχάζει, μόνο ενώνει», λέει συνεπαρμένος για τον κόσμο της μουσικής (του) ο Βαγγέλης Δούβαλης.
-Ανταγωνισμός όμως δεν υπάρχει στο χώρο;
«Ανταγωνισμός υπάρχει σε όλες τις δουλειές. Ο ανταγωνισμός έχει να κάνει με την παιδεία του κάθε καλλιτέχνη. Όσο πιο “λίγος” είσαι σαν άνθρωπος τόσο βλέπεις τους άλλους ανταγωνιστικά και κοιτάς να του βάλεις τρικλοποδιά. Εγώ δεν είχα γνωρίσει πιο γενναιόδωρο άτομο από το Μάνο Χατζιδάκι…».
Η γνωριμία με τον Μάνο Χατζιδάκι…
Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν και ο άνθρωπος-κλειδί για την πορεία του Βαγγέλη Δούβαλη, ο οποίος πήρε όμως τα πρώτα μουσικά ερεθίσματα στη Μεσσήνη από τον συνονόματο παππού του, ο οποίος έπαιζε σαντούρι και τύμπανο και από τα λαϊκά πανηγύρια. Στη Φιλαρμονική της Μεσσήνης, με αρχιμουσικό τον Γιάννη Ζέρβα και στο Ωδείο της Μεσσήνης με δάσκαλο κιθάρας τον Μιμίκο Κούτη, έμαθε τα πρώτα του μουσικά γράμματα για να συνεχίσει με Βυζαντινή μουσική στο Ωδείο Καλαμάτας.
Ήταν όμως το 1987 στο Κάστρο όπου ο Μάνος Χατζιδάκις παρουσίαζε τη «Ρωμαϊκή Αγορά» ανοίγοντας ένα νέο σύμπαν για τον 15χρονο Βαγγέλη ο οποίος κατάλαβε ότι αυτό που ήθελε ήταν να γράφει και ο ίδιος μουσική και τραγούδια, ακολουθώντας έναν ποιοτικό δρόμο:
«Εκεί ένοιωσα ότι ξαναγεννήθηκα, με άγγιξε τόσο βαθιά η μουσική του Χατζιδάκι και ο ποιητικός λόγος του Γκάτσου. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι ο Χατζιδάκις δεν έγραψε απλώς κάποια τραγούδια, αλλά είχε πίσω του έναν Σολωμό, δίπλα του έναν Βάγνκερ ή έναν Σοστακόβιτς. Κάθε άνθρωπος είναι σαν ένα βέλος και πίσω του ανοίγει σαν τρίγωνο όλη η παιδεία του.
Αυτή η λόγχη του Χατζιδάκι ήρθε και με χτύπησε σαν κεραυνός για να διευρύνω κι εγώ τα διαβάσματά μου με Ελύτη, Εγγονόπουλο, με τον δύσκολο και πολύ σημαντικό, αλλά όχι τόσο προβεβλημένο Μεσσήνιο ποιητή, Τάκη Παπατσώνη, τον Σεφέρη, το Άσμα Ασμάτων. Με έβαλε σε ένα κόσμο της λογοτεχνίας, της ποίησης και της τέχνης, που σε κάνει να βλέπεις και να αξιολογείς καλύτερα τον κόσμο.
Το καλό τραγούδι δεν ψυχαγωγεί μόνο, αλλά διαμορφώνει και καλούς πολίτες, διαπαιδαγωγεί και επεμβαίνει στη διαμόρφωση της κοινωνίας».
Μουσική και ζωγραφική…
Αυτό τον καιρό ο Βαγγέλης Δούβαλης προετοιμάζεται για διάφορες εμφανίσεις σε μουσικές σκηνές της Αθήνας, μετά τους περιορισμούς για την πανδημία που προηγήθηκαν (μεταξύ άλλων θα συνεχίσει στη «Σφίγγα» με την Κωνσταντίνα).
Όμως ιδιαίτερα σημαντική θεωρεί τη μουσική βραδιά της 23ης Φεβρουαρίου στην Πινακοθήκη του Πνευματικού Κέντρου, στην οποία, με τη συνοδεία του Στράτου Νικολόπουλου, θα παρουσιάσουν στο μεσσηνιακό κοινό αγαπημένα έντεχνα τραγούδια και κάποια επιλεγμένα δικά του. Ήταν μια αυθόρμητη εκδήλωση που προέκυψε με έμπνευση και παρακίνηση του Καλαματιανού ζωγράφου Δημήτρη Ηλιόπουλου.
«Ενθουσιάστηκα με την έκθεση και σκεφτήκαμε με τον Δημήτρη να κάνουμε για τους συμπολίτες μας ένα δωρεάν ρεσιτάλ για πιάνο και φωνή, τηρώντας φυσικά όλα τα μέτρα προστασίας για τον κορωνοϊό, μέσα στην πινακοθήκη που είναι πηγή πολιτισμού. Θα είναι με έργα Χατζηδάκη (Η Μπαλάντα Του Ούρι), Θεοδωράκη (Φαίδρα), Σαββόπουλο (Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη), Κουγιουμτζή (Όταν ανθίζουν πασχαλιές), Μικρούτσικου (Το καραντί), ένα κλασικό ρεπερτόριο, δηλαδή, και κάποια δικά που τραγούδια.
Δένει απολύτως η μουσική με τη ζωγραφική και μην ξεχνάμε ότι παλιά οι τραγουδιστές στα εξώφυλλα των δίσκων δεν είχαν το πρόσωπό τους, αλλά πολλά ήταν έργα ζωγράφων. Ο Μεγάλος ερωτικός ή οι Μπαλάντες της οδού Αθηνάς είχαν έργα του Μόραλη, Το άξιον εστί του Τσαρούχη…
Τι πιο φυσικό το να παίζεται μουσική σε μια πινακοθήκη, βρίσκει το φυσικό της χώρο εκεί και η μουσική. Και δεν είναι μόνο τα πραγματικά εντυπωσιακά και συγκινητικά έργα του Δημήτρη Ηλιόπουλου, είναι δίπλα ο Φασιανός, ο Γουναρόπουλος ένα χαρακτικό του Χαλεπά και είναι σα να επικοινωνείς με όλα τα πνεύματα που έχουν περάσει και έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους εκεί. Είναι έργα ζωντανά, ζωντανεύουν όταν τα βλέπεις και όταν σβήνουν τα φώτα δεν υπάρχουν…»
-Και τι απομένει όταν φεύγουν και οι τελευταίοι μεγάλοι, όπως πρόσφατα ο Μίκης Θεοδωράκης;,
«Όλοι αυτοί δεν φεύγουν. Αυτοί που τους αγαπάει ο κόσμος δεν φεύγουν, φεύγει μόνο το σώμα, άφησαν τόσο έργο-παρακαταθήκη για όλους. Το πνεύμα, η μουσική τους, θα συνεχίσουν να διδάσκουν» είναι η αισιόδοξη ματιά του Βαγγέλη Δούβαλη, ο οποίος βλέπει τα πράγματα πάντα φωτεινά, περιμένει να ταξιδέψει στις μουσικές θάλασσες που δεν ταξίδεψε ακόμη…
Της Χριστίνας Ελευθεράκη