Η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, μας ξεναγεί στην Εθνική Πινακοθήκη με μερικά από τα αριστουργήματα που το κοινό μπορεί σε μια πρώτη επίσκεψη να μην παρατηρήσει.
Με μεγάλα έργα να τραβούν την προσοχή, δεν είναι λίγα αυτά που κρέμονται πιο διακριτικά παρά τη βαριά υπογραφή και την αριστουργηματική πολλές φορές σύνθεσή τους. Μοιάζει με κυνήγι θησαυρού, οι ιστορίες και οι λεπτομέρειες και η απόκτηση των έργων δημιουργούν ένα έργο πίσω από το ορατό και ένα πλαίσιο για τη μυθολογία του πίνακα, του δημιουργού και της εποχής του.
Η κ. Λαμπράκη-Πλάκα δεν μπορεί παρά να μας επαναλάβει πριν μας οδηγήσει στις πτέρυγες του 19ου αιώνα τη σημασία της «Λαϊκής Αγοράς» του Παναγιώτη Τέτση, του έργου που υποδέχεται τους επισκέπτες στην είσοδο της Πινακοθήκης ως πρόσκληση σε ένα μέρος ανοιχτό που θα προσφέρει τη χαρά, την ευτυχία, την ευωχία της επαφής με τα μεγάλα ελληνικά έργα τέχνης.
Διασχίζοντας το κομμάτι της Πινακοθήκης που φιλοξενεί την έκθεση για το ’21, μαθαίνουμε ότι όταν η έκθεση τελειώσει στη θέση του θα μπει ο Γκρέκο που τώρα δεν εκτίθεται, η μεταβυζαντινή τέχνη από την οποία κατάγεται ο Γκρέκο, γιατί έτσι ξεκίνησε και η πρώιμη τέχνη του ελεύθερου ελληνικού κράτους από το 1830 ως τα μέσα του αιώνα.
Με μεγάλα έργα να τραβούν την προσοχή, δεν είναι λίγα αυτά που κρέμονται πιο διακριτικά παρά τη βαριά υπογραφή και την αριστουργηματική πολλές φορές σύνθεσή τους. Μοιάζει με κυνήγι θησαυρού, οι ιστορίες και οι λεπτομέρειες και η απόκτηση των έργων δημιουργούν ένα έργο πίσω από το ορατό και ένα πλαίσιο για τη μυθολογία του πίνακα, του δημιουργού και της εποχής του.
«Μπαίνουμε στη μεγάλη αίθουσα του 19ο αιώνα, στο δεύτερο μισό του, και πιο συγκεκριμένα πρόκειται για την τέχνη που αναπτύχθηκε μετά την έξωση του Όθωνα, που εγώ την ονομάζω την περίοδο της καλλιτεχνικής βαυαροκρατίας μετά το τέλος της πολιτικής βαυαροκρατίας, γιατί οι καλλιτέχνες που είχαν πάει στο Μόναχο για σπουδές επιστρέφουν τώρα στην Ελλάδα και γίνονται οι κυρίαρχοι του πεδίου, δηλαδή η σχολή του Μονάχου κυριαρχεί σε όλη την καλλιτεχνική ζωή μετά το 1862, μετά την έξωση του Όθωνα» εξηγεί η κ. Λαμπράκη-Πλάκα.
«Σε αυτήν τη μεγάλη έκθεση βλέπουμε πρόσωπα, εκπληκτικά πορτρέτα της μεγαλοαστικής κοινωνίας που δημιουργείται ιδιαίτερα στην περίοδο του Τρικούπη, ο οποίος δίνει μεγάλη ανάπτυξη στον τόπο. Δημιουργείται νέος πλούτος και χτίζονται τα νέα νεοκλασικά της Αθήνας που είναι τεράστια και ψηλοτάβανα και μπορούν να χωρέσουν τα τεράστια πορτρέτα που τώρα παραγγέλνουν οι πλούσιοι αστοί. Βλέπουμε τέτοια υπέροχα μεγάλα εντυπωσιακά έργα όπως το πορτρέτο της κυρίας Σερπιέρη, έργο που δεν εξετίθετο λόγω μεγέθους αλλά και βάρους του κάδρου. Το κάδρο παραγγέλνεται και αυτό στο εξωτερικό, είναι πανέμορφο, είναι επίχρυσο, και χρειάστηκαν οκτώ άνθρωποι για να μπορέσουν να το αναρτήσουν».
1.
Νικηφόρος Λύτρας
«Αυτή η μεγαλοπρεπής κυρία είναι η Κλεμάνς Σερπιέρη, σύζυγος του Τζιοβάνι Μπατίστα Σερπιέρι. Είναι αριστοκράτισσα, Μασσαλιώτιδα, και ο άντρας της είναι αυτός που εκμεταλλεύεται όλα τα λατομεία της Ελλάδας, του Λαυρίου και όλων των νησιών. Βλέπουμε ένα καταπληκτικό έργο του Νικηφόρου Λύτρα, του γενάρχη της σχολής του Μονάχου, ο οποίος έρχεται εκείνη την εποχή στην Αθήνα, γίνεται καθηγητής στο Σχολείον των Τεχνών και εκπαιδεύει και όλους τους ζωγράφους που υπάρχουν στο μέλλον. Ο ζωγράφος έχει εμπνευστεί από όλη την παράδοση της προσωπογραφίας, από τον Τιτσιάνο και τον Βελάσκεθ».
2.
Νικηφόρος Λύτρας
«Όμως, πέρα από την επιβλητική κυρία Σερπιέρη, αξίζει να σταθούμε σε ένα άλλο έργο του Λύτρα, την Προσωπογραφία της Μαριάνθης Λ. Χαριλάου. Εδώ αποδεικνύει ότι είναι μέγας ζωγράφος. Είναι ένας πίνακας λευκό στο λευκό, με πολύ φίνες αποχρώσεις από ώχρα και βιολέ, αδιόρατες σχεδόν, τα οποία κάνουν την επιφάνεια να δονείται, γιατί αυτή είναι η μεγάλη ζωγραφική. Εδώ βλέπουμε και το γούστο της μεγαλοαστικής κοινωνίας, πώς έχει εξελιχθεί, φοράει ένα μαργαριταρένιο κολιέ, έχει στο στήθος ένα μπουκετάκι βιολέτες και κρατά κίτρινα γάντια, και αυτά είναι όλα κι όλα τα χρώματα τα φανερά. Είναι σαν να μας κλείνει ο ζωγράφος το μάτι. Οι μόνοι σκούροι τόνοι σε αυτή την υπέροχη ζωγραφική συμφωνία του λευκού είναι τα καστανά μαλλιά της κυρίας, το μπουκετάκι από μενεξέδες και τα μαύρα κρόσσια της ομπρέλας».
3.
Νικηφόρος Λύτρας
«Περνώντας στην ηθογραφία, περνάμε στον τρόπο που απεικόνισαν οι ζωγράφοι μας τα ήθη και τα έθιμα, εξευγενισμένα και εξιδανικευμένα. Στην Ευρώπη την εποχή εκείνη υπήρχε ο ρεαλισμός που δεν κάνει κομπλιμέντα, είναι άγριος, διότι έχουμε την πρώτη κρίση της βιομηχανικής εποχής, τους πληθυσμούς που δεν μπορεί να υποδεχθεί η πόλη και συνωστίζονται. Ο ρεαλισμός, απορρίπτοντας την ιστορική ζωγραφική, προσγειώνεται βίαια στην πραγματικότητα και την καταγγέλλει. Πού εμείς τέτοια πράγματα; Εμείς είμαστε ακόμα στη νοσταλγία, στα νοσταλγικά ήθη και έθιμα, να υμνήσουμε τον ελληνικό λαό, να δείξουμε τα «Αρραβωνιάσματα», το «Φίλημα», αλλά πού και πού έχουμε ένα έργο πιο δραματικό. Ένα τέτοιο έργο είναι το «Ψαριανό μοιρολόι» του Λύτρα, έργο πρωτοποριακό και από πλευράς τεχνικής, που είναι σαν ατελείωτο, ενώ δεν είναι ατελείωτο, γεγονός που δείχνει ότι ο Νικηφόρος Λύτρας θα μπορούσε να είναι και μοντέρνος ζωγράφος. Περιγράφει ένα νησιώτικο σπίτι με μια σκηνή που αποπνέει έντονη δραματικότητα γυναίκες και παιδιά που θρηνούν γύρω από τον κόκκινο σκούφο, ό,τι έχει απομείνει, δηλαδή, από τον ναυτικό που χάθηκε στη θάλασσα. Ο πατέρας, τραγική μορφή, κάθεται στο άκρο δεξιά, σκυφτός. Ένα πρόχειρο εικονοστάσι έχει στηθεί πάνω σε μια καρέκλα δεξιά. Το αναποδογυρισμένο σκαμνί συμβολίζει την απουσία του νεκρού».
4.
Γεώργιος Άβλιχος
«Τι να αγναντεύει άραγε η νεαρή Ρουμπίνα (γιατί ξέρουμε το όνομά της), κόρη του Ιωάννη Γεράσιμου Καβαλιεράτου, από το ανοικτό παράθυρο του εξοχικού της στα Βλαχάτα της Σάμης; Το βλέμμα της, ονειροπόλο, βυθίζεται στο γαλάζιο του ουρανού και το μικρό λευκό σκυλάκι που κρατάει στην αγκαλιά της μοιάζει και αυτό συνεπαρμένο από το ίδιο αθέατο για μας όραμα. Το λευκό αέρινο φόρεμά της, ζωγραφισμένο με ανάλαφρους τόνους λιλά και ώχρας, έρχεται σε αντίθεση με τη μαύρη βεντάλια και τα λυτά κορακίσια μαλλιά της. Ένα θαλασσινό αεράκι, ένας ζέφυρος που μυρίζει Ιόνιο, αναδεύει τα μαλλιά του κοριτσιού και μαδάει το κόκκινο τριαντάφυλλο που τα στολίζει. Μήπως αυτό το φυλλορόισμα του ρόδου παραπέμπει συμβολικά στο εφήμερο της νιότης που ο χρόνος τη μαδάει κι αυτή σαν τριαντάφυλλο; Ο Γεώργιος Άβλιχος, ο Kεφαλονίτης δημιουργός αυτού του αριστουργήματος, ποιητής, μουσικός και ζωγράφος με σπουδές στην Ιταλία, ξεφεύγει τελείως από την παράδοση του ακαδημαϊσμού της εποχής του. Η ατμόσφαιρα των έργων του έχει κάτι το ποιητικό και αλλοπαρμένο, μια διάσταση σχεδόν μεταφυσική, η οποία προαγγέλλει τον Ντε Κίρικο και τον Μπαλτίς, έναν σύγχρονο ζωγράφο».
5.
Κωνσταντίνος Βολανάκης
«Η ενότητα με την οποία περνάμε και σε μια άλλη εποχή είναι η τοπιογραφία, το τοπίο και η θαλασσογραφία, με τον μεγάλο μας εκπρόσωπο Κωνσταντίνο Βολανάκη. Ο Βολανάκης, που έκανε καριέρα στο Μόναχο, ήρθε εκεί σε επαφή με τα ιμπρεσιονιστικά ρεύματα και μάλιστα τα πρωιμότερα έργα του που κάνει στο Μόναχο είναι πολύ πιο ιμπρεσιονιστικά, όπως είναι το “Τσίρκο” και το “Μαζεύοντας τα δίχτυα”, ένα πάρα πολύ ιμπρεσιονιστικό έργο που αγοράσαμε και μάλιστα πολύ φθηνά, γιατί οι εφοπλιστές δεν εκτιμούν αυτά τα έργα, συνήθως αγοράζουν πίνακες με καράβια, πλοία», λέει η κ. Λαμπράκη-Πλάκα.
«Το υπέροχο αυτό έργο, που αποκτήθηκε το 2002 από την Εθνική Πινακοθήκη, παρουσιάζει το μάζεμα των διχτυών από τους ψαράδες την ώρα της ανατολής. Η βάρκα και οι ψαράδες είναι σκοτεινοί, διότι το φως έρχεται από πίσω, από το βάθος του πίνακα. Ουρανός και κύματα είναι πλημμυρισμένα από το φως, που αποδίδεται με πορτοκαλί και ιώδεις τόνους. Η πινελιά είναι ελεύθερη και ολόκληρο το έργο πάλλεται από ζωντάνια».
6.
Γεώργιος Ιακωβίδης
«Με τα πρώτα ιμπρεσιονιστικά σκιρτήματα βλέπουμε ένα έργο του Ιακωβίδη, από τα λιγότερο γνωστά του, την “Αγαπημένη της γιαγιάς”. Ο Γεώργιος Ιακωβίδης έγινε κυρίως γνωστός και κοσμαγάπητος ως ζωγράφος της παιδικής ηλικίας. Ο Ιακωβίδης είναι και ο πρώτος διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης που μόλις είχε ιδρυθεί, το 1900, και παρέστησε με απαράμιλλη τέχνη, με αξιοθαύμαστη γνώση του σχεδίου, του χρώματος, του φωτός, και με βαθιά διαίσθηση της ψυχολογίας των σχέσεων των δύο ηλικιών. Η καλοσυνάτη γιαγιά, σκουροντυμένη, κρατάει στην ποδιά της ένα χαριτωμένο ξανθό κοριτσάκι, το οποίο φοράει άσπρη ανθοστόλιστη ποδιά και κόκκινα καλτσάκια. Όλη η προσοχή του συγκεντρώνεται στον χάλκινο δίσκο με τα φρούτα, ευκαιρία για τον ζωγράφο να αποδώσει μια υπέροχη νεκρή φύση».
7.
Νικόλαος Γύζης
«Φτάνοντας χρονολογικά στην αίθουσα με τα έργα γύρω στο 1900, στην αίθουσα που αντιπροσωπεύει τα νέα ρεύματα από το Μόναχο, τη Βιέννη και το Παρίσι, βλέπουμε αριστουργήματα. Και φυσικά, κυριαρχεί το έργο του Νικολάου Γύζη “Ιδού ο νυμφίος” που είναι πασίγνωστο και δείχνει την εξέλιξη του Γύζη σε έναν μεγάλο μεταφυσικό μυσταγωγικό ζωγράφο, συμβολιστή πια, ο οποίος πριν το τέλος της ζωής του φτιάχνει ένα έργο με υπερφυσικό φως, με τον Χριστό να εμφανίζεται ένθρονος, ολόφωτος, μέσα σε ένα χρυσοπόρφυρο φόντο.
Είναι ένα έργο που σε κάνει να ανατριχιάζεις, ένα έργο μνημειακό, επιβλητικό, και δίπλα έχει τέσσερις μελέτες που αξίζει να προσέξει κανείς. Με άσπρο κραγιόνι σε μαύρο χαρτί είναι η προετοιμασία για το μεγαλειώδες υπερβατικό του έργο με θέμα τη Δευτέρα Παρουσία. Ο ζωγράφος το προετοίμασε με πολλές μελέτες. Χρυσές νεφέλες σχηματίζουν γύρω του ομόκεντρους κύκλους. Χρυσές ακτίνες, που ξεκινούν από τη μορφή του Χριστού, διαχέονται σε όλο το έργο που εμπνέεται και από την “Αποκάλυψη” του Ιωάννη, όμως ο Γύζης, όπως μαρτυρεί σε ένα γράμμα του, δεν έβλεπε τον Χριστό ως τιμωρό και εκδικητή, αλλά σαν έναν γλυκό θεό που έρχεται να φέρει στον κόσμο φως, λύτρωση και παρηγοριά».
«Πρέπει να πούμε ότι ο Λύτρας, ο Γύζης και πολλοί άλλοι ζωγράφοι αυτής της περιόδου ξεκίνησαν από πολύ φτωχούς γονείς, αγράμματους, και κατάφεραν μέσα σε τριάντα χρόνια να γίνουν μεγάλοι ζωγράφοι, να μορφωθούν και να φτάσουν τους δασκάλους τους. Αυτό ήταν μεγάλο κατόρθωμα. Πολλές φορές όταν έχω παιδιά που ξεναγώ λέω “να γονατίζετε μπροστά σε αυτούς τους καλλιτέχνες γιατί φανταστείτε από πού ξεκινήσανε και που φτάσανε”» λέει η κ. Λαμπράκη-Πλάκα, ενώ οδηγούμαστε στον Κωσταντίνο Παρθένη της Βιέννης.
8.
Παρθένης Κωνσταντίνος
«Οι πρώτες σπουδές του Παρθένη είναι στη Βιέννη, όπου κάνει και σπουδές ζωγραφικής και σπουδές μουσικής. Παίζει και βιολί ο Παρθένης και έχει μια εξαιρετική μόρφωση. Τα πρώτα έργα του είναι διαποτισμένα από την αρ νουβό της Βιέννης, τη Ρήξη. Δίπλα στον “Χριστό”, το περίφημο αυτό έργο του, υπάρχουν τέσσερα έργα που έχουν σχέση με τον Κλιμτ, τρία τοπία στα πέριξ της Βιέννης και το τέταρτο που λέγεται “Eλληνικό Nησί” που έχουμε αγοράσει για λογαριασμό της Πινακοθήκης. Είναι όλα πανέμορφα, αλλά αξίζει να σταθούμε και στο πορτρέτο της γυναίκας του, που είναι ένα έργο «πολύ Κλιμτ», παρά το ότι έχει φιλοτεχνηθεί στο Παρίσι. Η γυναίκα του είναι αοιδός και αισθαντική, όπως φαίνεται σε αυτό το μαγικό πορτρέτο».
9.
Ιάκωβος Ρίζος (1849-1926)
«Αξίζει να κοιτάξουμε ένα έργο που έχουμε δει αλλά λίγοι γνωρίζουν τον καλλιτέχνη πίσω από το έργο. Είναι η ταράτσα του Ιάκωβου Ρίζου που σπούδασε στο Παρίσι, εκφράζει το πνεύμα της Μπελ Επόκ, και η ζωγραφική του έχει ως κύριο θέμα όμορφες και κομψές γυναίκες που απεικονίζονται μέσα σε πλούσια ανάκτορα ή σε κήπους. Είναι μια ζωγραφική ευχάριστη και ανώδυνη. Η “Αθηναϊκή βραδιά”, ένα από τα πιο γοητευτικά έργα του τέλους του 19ου αιώνα, εκφράζει το κλίμα ευφορίας, το ευ ζην των πλούσιων αστών της Αθήνας στο τέλος του αιώνα. Στην ταράτσα ενός νεοκλασικού σπιτιού στην περιοχή της Πλάκας, ένας όμορφος αξιωματικός του ιππικού απαγγέλλει ποίηση σε δύο ωραίες Αθηναίες που τον ακούνε μαγεμένες, μέσα σε ένα διαβρωτικό ποιητικό αίσθημα που κάνει το έργο αξιολάτρευτο».
10.
Κωνσταντίνος Παρθένης
Πηγή: Lifo