«Στερνή μου γνώση» πρέπει να σκέφτονται οι ιθύνοντες έχοντας ψηφίσει τη συρρίκνωση των δαπανών της ΚΓΠ, που οδηγεί στη σημερινή επισιτιστική ανασφάλεια. Όταν από επταετία σε επταετία παρατηρείται μείωση από 15 έως 30%των δαπανών γεωργίας, και βέβαια θα μειώνονται τα εδάφη που καλλιεργούνται στρατηγικά προϊόντα και θα μειώνεται η αγροτική παραγωγή.
Και βέβαια, η σύνδεση του ενεργειακού ζητήματος με την αγροτική ανάπτυξη δεν απαιτεί πλέον ιδιαίτερη γνώση για να καταλάβει κανείς ότι τη χώρα μας την περιμένουν δεινά.
Επιμένω ότι η ευθύνη ανήκει σε όλες τις κυβερνήσεις, που δεν είχαν ούτε το κουράγιο ούτε το σθένος να θέσουν τα προβλήματα στην κανονική τους μορφή. Απλά ψέλλιζαν και υπέγραφαν. Εκείνοι που δεν ευθύνονται για την άθλια αυτή κατάσταση είναι οι ίδιοι οι αγρότες! Κι αυτό οι εκάστοτε υπουργοί Γεωργίας πρέπει να το έχουν κατά νου, όπως και ο νυν υπουργός που θα συμμετάσχει στο Συμβούλιο Γεωργίας και Αλιείας (7 Απριλίου 2022), όπου θα συζητήσουν την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη διασφάλιση της επισιτιστικής ασφάλειας και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των συστημάτων τροφίμων.
Στο σημερινό μας σημείωμα θα επικεντρωθούμε σε δύο ζητήματα κεφαλαιώδους σημασίας: Στο τι σημαίνει να είναι η Ρωσία μεταξύ των κύριων εταίρων της Ε.Ε. για το εμπόριο αγαθών, 2021 και το τι περιλαμβάνει μια ανακοίνωση της Κομισιόν με τίτλο «Διασφάλιση της επισιτιστικής ασφάλειας και ενίσχυση της ανθεκτικότητας των συστημάτων τροφίμων», που θα συζητηθεί στο Συμβούλιο1.
Εκτός από τα σιτηρά για τα οποία προσπάθησα να σημειώσω τις βασικές γραμμές παραγωγής και την εξέλιξη του όγκου παραγωγής τις δύο τελευταίες δεκαετίες, όπου φαίνεται ότι φθάσαμε αισίως στο 1/3 της παραγωγικής μας ικανότητας, σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, η μείωση αυτή της παραγωγικής μας ικανότητας συνέβαλε και στην επιδείνωση του καίριου προβλήματος που αφορά στις ζωοτροφές. Και στον τομέα αυτόν η ρωσο-ουκρανική διένεξη πλήττει καίρια την ελληνική κτηνοτροφία.
Και δυστυχώς, η ανακοίνωση της Κομισιόν, αντί να κάνει τη δέουσα κριτική στις αποφάσεις των μεγάλων χωρών και, κυρίως, του άξονα Παρίσι – Βερολίνο, που για να εξοικονομήσουν μερικές δεκάδες δισ. ευρώ έθεσαν σε κίνδυνο (ίσως και ανεξέλεγκτο) την επισιτιστική ασφάλεια της Ευρώπης, σημειώνει: «Η απρόκλητη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποσταθεροποίησε περαιτέρω τις ήδη ευάλωτες γεωργικές αγορές». Ευάλωτες γιατί η πολιτική που υιοθέτησαν τις προηγούμενες δεκαετίες οι ταγοί τις κατέστησαν σήμερα ευάλωτες. Και όχι μόνο ως προς τις καλλιέργειες, αλλά και ως προς τις ζωοτροφές και τα λιπάσματα. Δύο άλλοι κύκλοι προϊόντων που χωρίς αυτούς δεν παράγεις, ή δεν παράγεις με κέρδος. Κι επειδή κανείς δεν επιθυμεί να δημιουργεί μόνο χρέη για τον εαυτό του, απλά σημαίνει ότι στην αγορά θα υπάρχει έλλειψη τροφίμων.
Παρά αυτή τη διαπίστωση, η Κομισιόν επιμένει ότι «ο εφοδιασμός τροφίμων δε διακυβεύεται σήμερα στην Ε.Ε., αφού είναι σε μεγάλο βαθμό αυτάρκης όσον αφορά στα βασικά γεωργικά προϊόντα, δεδομένου ότι είναι μείζων εξαγωγέας σιταριού και κριθαριού και μπορεί να καλύπτει σε μεγάλο βαθμό την οικεία κατανάλωση άλλων βασικών καλλιεργειών, όπως ο αραβόσιτος ή η ζάχαρη».
Υπενθυμίζουμε ότι η ζάχαρη, εκτός από στρατηγικό προϊόν, ήταν και σε επάρκεια στη χώρα μας, με 5 εργοστάσια και εξαιρετική ικανοποίηση. Αν έχουν μείνει τα δύο, αυτό οφείλεται στους φίλους μας Γερμανούς που φρόντισαν κατάλληλα την τελευταία 30νταετία, στο όνομα της παγκοσμιοποίησης!
Στο σχήμα που παραθέτουμε για τη θέση της Ρωσίας ως εταίρου της Ε.Ε. για το 2021 φαίνεται ξεκάθαρα η δυσχέρεια που ενδεχομένως θα αντιμετωπίσουμε.
Στην ανακοίνωση της Κομισιόν διαβάζουμε για το θέμα αυτό τα εξής: «Οι ανησυχίες σχετικά με την επισιτιστική ασφάλεια επικεντρώνονται κυρίως στην παγκόσμια αγορά σίτου. Οι τιμές στις προθεσμιακές αγορές σίτου αυξήθηκαν κατά 70 % μετά την εισβολή. Η παγκόσμια παραγωγή σίτου απειλείται τόσο από τον κλυδωνισμό της προσφοράς λόγω του μεγέθους του μεριδίου της Ουκρανίας και της Ρωσίας στις αγορές σίτου όσο και από τον κλυδωνισμό όσον αφορά στο κόστος των εισροών, ιδίως του φυσικού αερίου, των αζωτούχων λιπασμάτων και του οξυγόνου…».
Κι εδώ μπαίνει το πρώτο αγκάθι: τι θα μπορούσαν να κάνουν οι ελληνικές κυβερνήσεις όταν διαλυόταν η Γιουγκοσλαβία και τι μπορούν να κάνουν οι ίδιες αυτές κυβερνήσεις με το σημερινό φόβο για επισιτιστική ασφάλεια, με χέρσα εδάφη που δεν μπορούν, δυστυχώς, από τη μια μέρα στην άλλη να επανακάμψουν στην παραγωγή;
Ευθαρσώς πρέπει να λέγεται η αλήθεια στους συμπολίτες μας, γιατί μόνο η κοινή πλεύση μπορεί να βρει λύσεις σε ακανθώδη προβλήματα. Ας πάρουμε παράδειγμα τη θέση μεγάλου μέρους του Ευρωκοινοβουλίου που ζητά περισσότερες ενέργειες της Ε.Ε., σύμφωνα με δελτίο Τύπου της 25ης/3/22.
Αύξηση της παραγωγής της Ε.Ε. και παροχή βοήθειας στους γεωργούς. Και είναι απολύτως λογικό και φυσικά εφικτό, αν προικοδοτηθεί από τους κατάλληλους πόρους.
Η αύξηση της παραγωγής τροφίμων εντός Ε.Ε. λένε οι ευρωβουλευτές σημαίνει :
1. Ότι η γεωργική γη θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο για την παραγωγή τροφίμων και ζωοτροφών.
2. Για την αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών, το ΕΚ επιθυμεί το 2022 οι γεωργοί να μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν γη υπό αγρανάπαυση για την παραγωγή πρωτεϊνούχων καλλιεργειών. Ναι, αλλά εδώ μιλούμε για επαναφορά στην παραγωγική διαδικασία γαιών που τελούν υπό… διαρκή αγρανάπαυση. Αυτός είναι και ο λόγος που θα απαιτηθούν περισσότεροι πόροι από τους αποφασισμένους.
3. Η Επιτροπή θα πρέπει, επίσης, να παράσχει στήριξη στους τομείς που πλήττονται περισσότερο και να ενεργοποιήσει το αποθεματικό κρίσης ύψους 479 εκ. ευρώ.
4. Τα κράτη μέλη θα πρέπει, σύμφωνα με τους ευρωβουλευτές, να έχουν τη δυνατότητα να χορηγούν ευρεία, ταχεία και ευέλικτη κρατική ενίσχυση στους τοπικούς αγροτικούς φορείς.
Τα ανωτέρω σημεία απαιτούν άμεση ενεργοποίηση του συνόλου των συνδικαλιστικών φορέων της χώρας για να μην περάσει ακόμη μια φορά ότι μένουμε άπραγοι.
[1] 23.3.2022 – COM(2022) 133 final
Του Γιώργου Μαρκατάτου