Οι θεσμοί της αναδοχής και της υιοθεσίας ως μέσο αντιμετώπισης των κοινωνικών ανισοτήτων.
Με αφορμή τη θεματική ημερίδα που πραγματοποιείται σήμερα στην Καλαμάτα και η οποία αφορά στην ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση για τα δικαιώματα των παιδιών που μεγαλώνουν και ανατρέφονται σε ιδρύματα, συναντήσαμε την κα Αγγελική Ρουμελιώτου, κοινωνική λειτουργό, επιμελήτρια Ανηλίκων του Δικαστηρίου Καλαμάτας και γενική γραμματέα της Εταιρείας Προστασίας Ανηλίκων Καλαμάτας, καθώς και την κα Ελένη Γεώργαρου, τ. δικηγόρο, εμπειρογνώμονα παιδικής προστασίας και πρόεδρο του Δικτύου Αναδόχων Γονέων.
Οι ίδιες μας μίλησαν για ζητήματα που άπτονται της επικαιρότητας, όπως είναι τα δικαιώματα των παιδιών, τους θεσμούς της αναδοχής και της υιοθεσίας στην ελληνική κοινωνία, καθώς και τη σημασία που έχει ο στόχος της αποϊδρυματοποίησης.
-Ποια δικαιώματα του παιδιού φαίνεται να έχουν μπει σε δεύτερη θέση και για ποια πιστεύετε ότι οφείλει η ελληνική κοινωνία να μεριμνήσει παραπάνω;
Αγγελική Ρουμελιώτου: Το δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα παρατηρήθηκε μια σημαντική προσπάθεια να αποκηρυχθεί η βία κατά των παιδιών, τα οποία έπαψαν να θεωρούνται αντικείμενα ιδιοκτησίας που, στο πλαίσιο μιας οικογενειακής υπόθεσης, μπορούσε να εφαρμοστεί πάνω τους οποιοδήποτε μέσο σωφρονισμού. Σημείο σταθμός υπήρξε η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (1989), η οποία κυρώθηκε στη χώρα μας με το Ν. 2101/1992, που εισήγαγε την έννοια της θεώρησης του παιδιού ως υποκείμενο ατομικών δικαιωμάτων και της προστασίας του ως μέγιστη νομική και ηθική υποχρέωση.
Κάθε συμβαλλόμενο κράτος το οποίο έχει κυρώσει τη Σύμβαση δεσμεύεται και είναι υποχρεωμένο να τηρεί τις θεμελιώδεις αρχές της, να σέβεται, να προωθεί και να προασπίζεται τα δικαιώματα των παιδιών, τα οποία διακρίνονται σε: α) Δικαιώματα επιβίωσης, β) Δικαιώματα προστασίας, γ) Δικαιώματα ανάπτυξης και εξέλιξης και δ) Δικαιώματα συμμετοχής.
Προσωπικά θεωρώ ότι ζούμε σε έναν κόσμο που δεν είναι φιλικός προς τα παιδιά και στον οποίο πλήττονται όλα τα δικαιώματά τους, άλλοτε σε μικρότερο και άλλοτε σε μεγαλύτερο βαθμό, με ανεπανόρθωτες ενίοτε βλάβες.
Υπό αυτό το πρίσμα οφείλει να μεριμνήσει για το σύνολο των δικαιωμάτων, τα οποία πάντα είναι αλληλένδετα. Το ένα τροφοδοτεί, επηρεάζει και επηρεάζεται από το άλλο.
-Εφόσον η παιδική προστασία είναι ευθύνη (και) της Πολιτείας, και θεωρητικά πράττονται τα μέγιστα σε αυτή την κατεύθυνση, πώς δικαιολογείτε το γεγονός ότι μέχρι πρόσφατα (περίοδος προ πανδημίας) η Ελλάδα δεν είχε εικόνα για το πόσα παιδιά φιλοξενούνταν σε ιδρύματα; Θεωρείτε ότι υπάρχουν κι άλλα βήματα που πρέπει να γίνουν για την παιδική προστασία;
Α.Ρ.: Η απουσία εικόνας είναι μέρος μιας αποσπασματικής θεώρησης της παιδικής προστασίας που κυριαρχεί εδώ και χρόνια, αλλά και της απουσίας πρωτοκόλλων συνεργασίας, μηχανισμών καταγραφής, παρακολούθησης και ανατροφοδότησης. Αυτό δεν μπορεί να συνεχίσει να υφίσταται σε ένα σύγχρονο κράτος πρόνοιας που έχει κυρώσει τη Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού ως κείμενο αυξημένης τυπικής ισχύος, εδώ και δύο δεκαετίες.
Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι η αναγκαιότητα θεώρησης της απομάκρυνσης του παιδιού μόνο ως το τελευταίο καταφύγιο (ultimum refugium) για την προστασία του σκιαγραφείται από τον Αστικό Κώδικα στο άρθρο 1533, όπου ορίζεται ότι «η αφαίρεση του συνόλου της επιμέλειας του προσώπου του τέκνου και από τους δύο γονείς και η ανάθεσή της σε τρίτο διατάσσονται από το δικαστήριο, μόνο όταν άλλα μέτρα έμειναν χωρίς αποτέλεσμα ή κρίνεται ότι δεν επαρκούν για να αποτρέψουν κίνδυνο της σωματικής, πνευματικής ή ψυχικής υγείας του τέκνου».
Τούτο σημαίνει ότι οι κοινωνικοπρονοιακές υπηρεσίες οφείλουμε να έχουμε εξαντλήσει το φάσμα των δυνατών παρεμβάσεων με σκοπό τη στήριξη της οικογένειας και την ενίσχυση της λειτουργικότητάς της, προτού προβούμε σε σχέδιο προτεινόμενης παρέμβασης που θα περιλαμβάνει την απομάκρυνση του παιδιού.
Η επιστημονική κοινότητα έχει καταδικάσει πολλάκις τα πρότυπα που ορίζουν ως βασική οδό προστασίας του παιδιού σε κίνδυνο την ιδρυματική προστασία, συνδέοντάς τη με βλαπτικές επιπτώσεις και επαναθυματοποίηση ήδη τραυματισμένων ψυχοκοινωνικά παιδιών.
Η σύγχρονη τάση προτείνει μια αποδόμηση του ιδρυματικού μοντέλου με παράλληλη ενίσχυση, θεσμική και ουσιαστική, του μοντέλου στήριξης της οικογένειας με ανοικτά κέντρα στήριξης, εναλλακτικές δομές παιδικής προστασίας, και ολιστική προσέγγιση της αναδοχής και της υιοθεσίας, όταν κανένα άλλο μέτρο δεν επαρκεί για την προστασία του ανηλίκου.
-Λόγω (και) της πρόσφατης επικαιρότητας, ποιες θεσμικές παρεμβάσεις θεωρείτε απαραίτητες στην κατεύθυνση της προστασίας των ανηλίκων που βρίσκονται σε κακοποιητικό περιβάλλον εκτός ιδρύματος;
Α.Ρ.: Είναι σίγουρο ότι θα πρέπει να ξαναδούμε το θεσμικό πλαίσιο οικογενειακής φροντίδας και παιδικής προστασίας και να γίνουν ουσιαστικές παρεμβάσεις για την κάλυψη στοχευμένων κενών, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι ανάγκες απομάκρυνσης των παιδιών από τη βιολογική οικογένεια ή να ενισχυθούν οι παράγοντες επανένωσης.
Μια τέτοια κατεύθυνση θα πρέπει να περιλαμβάνει:
•Ενίσχυση πρωτοβάθμιας κοινωνικής φροντίδας για την προστασία του παιδιού και της οικογένειας με υπηρεσίες ανοικτής φροντίδας, πρόληψης, έγκαιρη και έγκυρη ανίχνευση δυσκολιών και κινδύνων και προγράμματα ολιστικής παρέμβασης.
•Επικαιροποίηση ομάδων Προστασίας Ανηλίκων και ενίσχυση του θεσμικού τους ρόλου
•Δημιουργία οργανωμένων κοινωνικών υπηρεσιών στους Δήμους με σαφείς αρμοδιότητες, ενίσχυση με προσωπικό, τεχνική υποδομή και πόρους.
•Ενίσχυση των Τμημάτων Κοινωνικής Αλληλεγγύης των Περιφερειών.
•Λειτουργία των Κοινωνικών Υπηρεσιών Πρωτοδικείων όπως αυτές προβλέφθηκαν με το Νόμο 2447/1996 και ανάπτυξη του προβλεπόμενου έργου τους στο πλαίσιο του οικογενειακού δικαίου.
•Δημιουργία πρωτοκόλλων παρέμβασης και συνεργατικών πρωτοκόλλων μεταξύ διαφορετικών φορέων και διαφορετικών επαγγελματιών
•Εκπαίδευση, διαρκής επιμόρφωση και εποπτεία στελεχών
•Εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου της αναδοχής/ υιοθεσίας με εξασφάλιση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την ουσιαστική ανάπτυξή του
•Προγράμματα επανένωσης οικογενειών με σταθερή, μακροπρόθεσμη και ουσιαστική παρακολούθηση και στήριξη για την αποφυγή υποτροπών και δημιουργίας νέων κινδύνων για το παιδί.
“Αναδοχή και υιοθεσία είναι δύο εντελώς διαφορετικοί θεσμοί που εξυπηρετούν διαφορετικές ανάγκες του παιδιού και για το λόγο αυτό απαιτούν διαφορετικές προϋποθέσεις προκειμένου να υλοποιηθούν”.
-Αναδοχή και υιοθεσία: Μιλήστε μας για τις ομοιότητες και τις διαφορές αναφορικά με το στόχο της αποϊδρυματοποίησης των παιδιών.
Ελένη Γεώργαρου: Η αναδοχή ανηλίκων αποτελεί μέτρο κοινωνικής προστασίας των παιδιών, όταν ο γονέας ή οι γονείς για οποιονδήποτε λόγο δεν είναι σε θέση να παρέχουν πραγματική φροντίδα στα παιδιά τους. Η αναδοχή συναντάται και έχει ιδιαίτερη σημασία ως μέτρο κοινωνικής προστασίας και φροντίδας των παιδιών, όταν αυτά απομακρύνονται από τις οικογένειές τους με εισαγγελική παρέμβαση και έπειτα από έρευνα των αρμόδιων κοινωνικών υπηρεσιών για το συμφέρον και την προστασία τους.
Στην κατηγορία αυτήν ανήκουν τα παιδιά που κακοποιούνται, παραμελούνται, εγκαταλείπονται από τους γονείς τους, καθώς και τα παιδιά που διαβιούν σε ιδρύματα, επειδή δεν υπήρχε άλλο περιβάλλον ανατροφής τους.
Ο θεσμός της αναδοχής, όπως τον συναντούμε σήμερα και μετά την ψήφιση του νόμου 4538/2018 (παρά το γεγονός ότι υφίσταται ως νομικός θεσμός από το 1993), αφορά στην αντικατάσταση της ιδρυματικής διαβίωσης του παιδιού από τη διαβίωση σε οικογενειακό περιβάλλον. Θεωρητικά, ο θεσμός της αναδοχής έχει προσωρινό και μεταβατικό χαρακτήρα, μέχρι να βρεθεί ο τρόπος μόνιμης αποκατάστασης του παιδιού, είτε με την επιστροφή του στη φυσική οικογένεια – όταν πάψουν να υφίστανται τα προβλήματα που οδήγησαν στην απομάκρυνση του παιδιού- είτε με τη μονιμότερη αναδοχή του, είτε με υιοθεσία. Στην αναδοχή δεν αποκόπτονται οι νομικοί δεσμοί του παιδιού με τη φυσική του οικογένεια (εάν υπάρχουν), ούτε με το ίδρυμα το οποίο συνήθως διατηρεί την επιμέλεια του παιδιού. Ωστόσο, έπειτα από μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε ανάδοχη οικογένεια, η τελευταία μπορεί να αποκτήσει την επιμέλεια ή την επιτροπεία του παιδιού. Η αναδοχή ενός παιδιού γίνεται είτε με σύμβαση είτε με δικαστική απόφαση.
Στην υιοθεσία αντίθετα, η σχέση του παιδιού με τους θετούς γονείς είναι μόνιμη, ο ανήλικος λαμβάνει τη θέση γνησίου παιδιού της οικογένειας, αποκτά συγγενικούς και κληρονομικούς δεσμούς με τη θετή οικογένεια και αποκόπτονται οι νομικοί και οικογενειακοί δεσμοί με τη φυσική οικογένεια.
Η διαφορά που πρέπει να επισημανθεί, είναι ότι η αναδοχή ανηλίκων δημιουργήθηκε για να υποκαταστήσει το ίδρυμα, για να αποφεύγεται η εισαγωγή ή η μακροχρόνια παραμονή ενός παιδιού, με αρνητικές συνέπειες για την ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη και όχι για να υποκαταστήσει τη φυσική ή τη θετή οικογένεια του παιδιού. Συνεπώς, οι ενδιαφερόμενοι για να γίνουν ανάδοχοι γονείς πρέπει να προετοιμαστούν κατάλληλα και να γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι προσφέρουν κοινωνικό έργο σε ένα παιδί, και όχι ότι υποχρεωτικά το παιδί αυτό θα το μεγαλώσουν μέχρι την ενηλικίωσή του.
Πρακτικά, ωστόσο, εάν το παιδί δεν επιστρέψει στη φυσική του οικογένεια γιατί αποδεικνύεται ότι αυτή δεν είναι σε θέση να το φροντίσει, η ανάδοχη οικογένεια μπορεί να εξελιχθεί σε θετή, εάν το επιθυμεί η ίδια και το ίδιο το παιδί.
Αναδοχή και υιοθεσία είναι δύο εντελώς διαφορετικοί θεσμοί που εξυπηρετούν διαφορετικές ανάγκες του παιδιού και για το λόγο αυτό απαιτούν διαφορετικές προϋποθέσεις προκειμένου να υλοποιηθούν.
-Πόσο κοντά είναι η ελληνική κοινωνία στην αποϊδρυματοποίηση μεγαλύτερου μέρους των παιδιών που διαβιούν σε ιδρύματα;
Ε.Γ.: Η ελληνική κοινωνία δεν έχει κατανοήσει πλήρως το θεσμό της αναδοχής, υποστηρίζει βέβαια την αποϊδρυματοποίηση στο βαθμό που ενημερώνεται για τις επιβλαβείς επιπτώσεις που έχει ο ιδρυματισμός στα παιδιά – και γι’ αυτό το λόγο πραγματοποιούμε τη σχετική ημερίδα στην Καλαμάτα, όπως και πολλές άλλες εκδηλώσεις που κάνουμε εδώ και 3 χρόνια. Γενικά υπάρχει η αντίληψη ότι το ίδρυμα δεν κάνει καλό στην ανάπτυξη του παιδιού, αλλά στηρίζονται κοινωνικά και οι δραστηριότητες φορέων που διατηρούν ακόμη την ιδρυματική φροντίδα ως μοντέλο ανάπτυξης των παιδιών. Το μεγαλύτερο, όμως, πρόβλημα είναι ότι η ελληνική κοινωνία δε γνωρίζει το πραγματικό νόημα της αναδοχής ανηλίκων. Πολλά άτεκνα ζευγάρια θεωρούν, λοιπόν, ότι επιδιώκοντας την αναδοχή ενός παιδιού, αυτό σημαίνει ότι θα το υιοθετήσουν. Αυτό δεν είναι έτσι, δεν είναι τουλάχιστον πάντα έτσι. Για το λόγο αυτό, όσοι επιθυμούν να γίνουν ανάδοχοι, πρέπει να πληροφορηθούν πολύ καλά σχετικά με το θεσμό αυτό και να είναι πεπεισμένοι ότι μπορούν να ενταχθούν.
–Στο παρελθόν ήταν γνωστό ότι η διαδικασία της υιοθεσίας ήταν δύσκολη και χρονοβόρα, τι έχει αλλάξει σήμερα;
Ε.Γ.: Η υιοθεσία είναι κατ’ αρχάς χρονοβόρα, γιατί δεν υπάρχει ικανός αριθμός παιδιών, κατά τη συντριπτική πλειονότητα βρεφών που ζητούνται για υιοθεσία, για να καλύψει τις αιτήσεις. Εν συντομία, δεν υπάρχουν τόσα διαθέσιμα βρέφη και νήπια για να καλύψουν τη ζήτηση υποψήφιων θετών γονέων.
Στη συνέχεια το πρόβλημα είναι η ολιγωρία των ιδρυμάτων να λύσουν γρήγορα τα ουσιαστικά και νομικά προβλήματα των παιδιών, ώστε αυτά να «απελευθερωθούν» προς υιοθεσία.
Και το τρίτο πρόβλημα είναι ότι ακόμη και εάν ένα παιδί δε μεγαλώνει στην οικογένειά του, μπορεί ο φυσικός γονέας να αρνείται να συναινέσει στην υιοθεσία του, χωρίς αυτό να συνιστά καταχρηστική άρνηση.
Υπάρχει, ωστόσο, η δυνατότητα το δικαστήριο να αναπληρώσει τη συναίνεση των φυσικών γονέων σε ειδικές περιπτώσεις.
Στο θέμα αυτό δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Αυτό που έχει αλλάξει είναι η μεγαλύτερη διαφάνεια και η ύπαρξη κάποιας δικαιότερης κατανομής κατά σειρά προτεραιότητας των υποψήφιων θετών γονέων (λαμβανομένης υπόψη και της καταλληλότητας για κάθε περίπτωση) των παιδιών που υπάρχουν στο Εθνικό Μητρώο Ανηλίκων και προορίζονται για υιοθεσία.
-Θεωρείτε ότι το νέο πλαίσιο για τις υιοθεσίες, μέσω της επιτάχυνσης των διαδικασιών, έχει φέρει πιο κοντά την ιδέα της αναδοχής και υιοθεσίας από ό,τι παλαιότερα;
Ε.Γ.: Ναι, αυτό συμβαίνει. Ξαφνικά η ελληνική κοινωνία άρχισε να συζητά και να προβληματίζεται για το θεσμό της αναδοχής. Αλλά υπάρχει και μεγάλη σύγχυση και παρανόηση σχετικά με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, όπως αναφέραμε και νωρίτερα.
Η αναδοχή έχει πράγματι αρχίσει να υλοποιείται, όχι να επιταχύνεται, γιατί πριν από το 2020 γίνονταν ελάχιστες αναδοχές παιδιών ιδρυμάτων και μόνο από συγκεκριμένους φορείς, κυρίως της Αττικής.
Η υιοθεσία πάντα ήταν επιδιωκόμενη στην Ελλάδα λόγω των μεγάλων ποσοστών υπογονιμότητας των ζευγαριών, αλλά το νέο σύστημα δεν έχει φέρει αλλαγή νοοτροπίας στους ανθρώπους που επιδιώκουν, όπως προείπαμε, την υιοθεσία κυρίως βρεφών και νηπίων και όχι μεγαλύτερων παιδιών που έχουν απόλυτη ανάγκη τη φροντίδα μιας δικής τους οικογένειας.
Συμπερασματικά, ακόμη και με τα προβλήματα που αναφέραμε, η ελληνική κοινωνία πράγματι άρχισε να «συζητά» για τα θέματα αυτά και να προσπαθεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες των ευάλωτων παιδιών.
Της Χριστίνας Μανδρώνη