«Μια αληθινή ιστορία που συμβαίνει ανάμεσά μας και την παρακολουθείς σαν πολιτικό θρίλερ και ανθρώπινο δράμα» – Στις 18:30 στο Πνευματικό Κέντρο στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου
Μετά την πρεμιέρα στην Αθήνα (9-10/4), το βραβευμένο ντοκιμαντέρ της Μαριάννας Κακαουνάκη «Αόρατοι» θα προβληθεί σήμερα στις 6.30 μ.μ. στο Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας στο πλαίσιο του 8ου Διεθνούς Φεστιβάλ Πελοποννήσου. Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της καταξιωμένης Ελληνίδας δημοσιογράφου, η οποία έδωσε ισχυρά διαπιστευτήρια και ως σκηνοθέτις-παραγωγός, δεδομένου ότι η κινηματογραφική αφήγηση της ιστορίας δύο οικογενειών που «δραπέτευσαν» για πολιτικούς λόγους από την Τουρκία είναι ένα δυνατό, πολυσυζητημένο φιλμ, που έχει κάνει μεγάλη αίσθηση και στο εξωτερικό, όπου έχει προβληθεί.
Η Μαριάννα Κακαουνάκη κάνει δύσκολη ερευνητική και αποκαλυπτική δημοσιογραφία (επί σειρά ετών στην τηλεόραση και σε έντυπα Μέσα, όπως η «Καθημερινή») και πλέον φαίνεται ότι συνδυάζοντας τα ταλέντα της το αποτέλεσμα είναι πανίσχυρο…
Η ίδια ανυπομονεί για την αποψινή προβολή στην Καλαμάτα, ενώ μέσα από το «Θ» έδωσε μια «γεύση» της δουλειάς της…
-Πώς προέκυψαν οι «Αόρατοι»;
Είχα αρχίσει να ασχολούμαι με την υπόθεση των 8 Τούρκων αξιωματικών που είχαν δραπετεύσει στην Ελλάδα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος από ένα ρεπορτάζ που είχα κάνει στην εφημερίδα και μέσα από αυτό σιγά σιγά άρχισα να βλέπω τη μεγαλύτερη εικόνα για το τι συνέβαινε στην Τουρκία. Άρχισα να ακούω για το πώς Τούρκοι είχαν αρχίσει το ίδιο διάστημα, τους μήνες μετά την απόπειρα (σ.σ. 2017), να έρχονται και ήταν πολύ φοβισμένοι. Είχαν δραπετεύσει από την Τουρκία, ήταν πλέον στην Ελλάδα, αλλά ήθελαν να μείνουν αόρατοι. Δηλαδή, για ένα πάρα πολύ μεγάλο διάστημα δεν ήθελαν να δημοσιοποιήσουμε καμία πληροφορία για το ότι βρίσκονται στην Ελλάδα. Σιγά σιγά τους έπεισα, κάναμε ένα ρεπορτάζ στην εφημερίδα, με αλλαγμένα τα ονόματά τους κι εκεί περνώντας πολύ χρόνο μαζί τους, άρχισα να νιώθω την ανάγκη να μπω λίγο πιο βαθιά στην ιστορία. Έτσι άρχισα να σκέφτομαι την ιδέα ενός ντοκιμαντέρ.
-Η δύναμη της εικόνας είναι μεγαλύτερη από τη δύναμη της γραφής;
Πιστεύω πως είναι διαφορετική η δύναμη της εικόνας, αν μπορείς να γίνεις η σκιά των ανθρώπων, να μπεις στις ζωές τους και στα σπίτια τους, νομίζω ότι δεν μπορεί να συγκριθεί. Προφανώς και το γραπτό μπορεί να είναι πάρα πολύ αφηγηματικό και να συγκινήσει και να έχει μεγάλο αντίκτυπο. Η μελέτη βοήθησε στο δικό μου ντοκιμαντέρ, γιατί η ιστορία της οικογένειας που ακολουθώ έχει υπάρξει ρεπορτάζ στην εφημερίδα, αλλά νομίζω ότι με την ταινία έχει ταξιδέψει πολύ πιο μακριά.
-Πώς προσέγγισες το θέμα σου;
Προσπάθησα να μην είναι δημοσιογραφική η ματιά. Προσπάθησα να αφήσω την ιστορία να εξελιχθεί μόνη της, ούτως ή άλλως ήταν μια ιστορία που βρισκόταν σε εξέλιξη, οπότε παρακολούθησα όλη αυτή τη διαδρομή των δύο οικογενειών που ακολουθούσα και ήθελα να είναι ανθρώπινη.
-Που οφείλεται τελικά η επιτυχία;
Νομίζω στο πόσο συγκλονιστική είναι αυτή η ιστορία που αφηγείται, που ενώ είναι μια αληθινή ιστορία που συμβαίνει ανάμεσά μας, την παρακολουθείς σαν να είναι ένα πολιτικό θρίλερ και ένα ανθρώπινο δράμα παράλληλα. Και σε όσες προβολές έχω πάει κι εδώ και στο εξωτερικό, δεν υπάρχει περίπτωση να μη δω τον κόσμο να φεύγει συγκινημένος και να τον έχει αγγίξει η ιστορία.
-Πόσο διέφερε αυτό το εγχείρημα, ως ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους;
Για χρόνια έκανα τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ, αλλά αυτό ήταν μια τελείως διαφορετική διαδικασία. Και παρότι θεωρούσα στην αρχή ότι «το ‘χω ξανακάνει», σε μικρότερη κλίμακα για την τηλεόραση και περίμενα ότι δε θα είναι τόσο διαφορετικό, εν τέλει ήταν. Ήταν μια τελείως διαφορετική διαδικασία, μια ομαδική δουλειά και θεωρώ ότι κάθε μέλος της ομάδας ήταν καθοριστικό για να βγει το αποτέλεσμα που βγήκε, και το μοντάζ και η διεύθυνση φωτογραφίας και η μουσική ή το χρώμα, ο σχεδιασμός του ήχου, όλα αυτά λειτουργούν τελείως διαφορετικά όταν πρόκειται για τον κινηματογράφο. Και βέβαια, το σενάριο, το οποίο γράφτηκε με τρόπο ώστε να υπάρχει μια πλοκή, μια αίσθηση σασπένς στην ταινία.
-Οι βασικές δυσκολίες ποιες ήταν;
Η βασική δυσκολία ήταν στο να ξεκινήσουμε, στο να με εμπιστευτούν και στο να πάρουν την απόφαση ότι θέλουν να πουν την ιστορία τους. Αυτό πήρε πάρα πολύ καιρό. Και η δεύτερη μεγάλη δυσκολία ήταν η γλώσσα. Η οικογένεια που ακολουθούσα δε μιλούσε αγγλικά, εγώ δε μιλούσα τούρκικα, οπότε επικοινωνούσαμε μέσω μιας εφαρμογής στο κινητό. Όταν κινηματογραφούσαμε δεν ξέραμε το τι λεγόταν, οπότε σίγουρα έχουμε χάσει και πάρα πολλές στιγμές, και επομένως είναι πολύ δύσκολο να τραβάς χωρίς να ξέρεις πού να επικεντρωθείς, τι λέει ο άλλος.
Στο μοντάζ εγώ προσπάθησα να έχω μια μετάφραση για όλο το υλικό όχι επαγγελματική και στη συνέχεια τα κομμάτια που μου φαίνονταν πιο ενδιαφέροντα τα μετέφρασα με επαγγελματία μεταφραστή, αλλά κάτι που μπορεί να λειτουργεί στο χαρτί, στο μοντάζ μπορεί να μη λειτουργεί. Έπρεπε να ψάξουμε ξανά πού τελειώνει η φράση. Το κομμάτι της γλώσσας ήταν τεράστια δυσκολία. Βέβαια, εκ των υστέρων σκεφτόμουν ότι μπορεί να ήταν τεράστια δυσκολία, αλλά ίσως βοήθησε στο ότι όταν τους κινηματογραφούσαμε, γνωρίζοντας αυτοί οι άνθρωποι ότι δεν καταλαβαίναμε τι λέγανε, ίσως τους έδινε και μια αίσθηση να είναι πιο ελεύθεροι, πιο άνετοι, ότι “θα μας κάνει πιο εύκολα αόρατους εμάς”.
-Πώς βλέπεις τη συμμετοχή της ταινίας σου στο φεστιβάλ Πελοποννήσου;
Έρχομαι με πολύ μεγάλη χαρά. Όλα τα φεστιβάλ που έχω πάει στην Ελλάδα -κι αυτό έχω ακούσει και για το φεστιβάλ το συγκεκριμένο- γίνονται με τρομερό μεράκι και κέφι, είναι τρομερά φιλόξενα και οι προβολές έχουν πάντα τρομερό ενδιαφέρον, γιατί οι άνθρωποι που έρχονται πραγματικά ενδιαφέρονται να δουν τις ταινίες και να συνομιλήσουν με εμάς τους δημιουργούς των ταινιών. Οπότε πραγματικά ανυπομονώ για την προβολή της Παρασκευής!
-Τα προηγούμενα 24ωρα έγινε η πρεμιέρα της ταινίας σου στην Αθήνα…
Ακόμα δεν έχω συνειδητοποιήσει τι έχει γίνει, ήταν και τις δύο μέρες γεμάτη η αίθουσα «Δαναός» -μια αίθουσα που εγώ προσωπικά αγαπάω πάρα πολύ. Πήγαινα χρόνια εκεί σινεμά και ήταν πολύ ωραία να τη βλέπεις γεμάτη, ιδιαίτερα μετά τα χρόνια του κορωνοϊού που έβλεπα με πολλή λύπη να αδειάζουν και να κλείνουν οι αίθουσες στην Αθήνα. Ήταν φοβερό το συναίσθημα να είναι γεμάτη και, βέβαια, να είναι γεμάτη για τη δική μας την ταινία. Ήμασταν όλοι εκεί και μας έδωσε τρομερή χαρά. Μάλιστα, δόθηκε παράταση και θα προβληθεί και το Σαββατοκύριακο στο Δαναό.
-Πόσο βοηθούν αυτά τα φεστιβάλ;
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να είσαι σε μια αίθουσα με κόσμο που αγαπάει το σινεμά, βλέπει την ταινία σου και έχεις την ευκαιρία να συνομιλήσεις στο τέλος. Είναι πάρα πολύ έντονο αυτό το κομμάτι του διαλόγου που γίνεται στα φεστιβάλ, πολύ περισσότερο από μια προβολή διανομής και, βέβαια, υπάρχει η επικοινωνία που έχεις και με άλλους δημιουργούς. Είναι πολύ ωραίο όλο αυτό, να βλέπεις ταινίες που ταξιδεύουν παράλληλα με τη δική σου, να συναντιούνται, να συναντιόμαστε και να συμμετέχουμε σε μια γιορτή.
-Τα ντοκιμαντέρ αλλάζουν τον κόσμο;
Ελπίζω να μπορούν να τον αλλάξουν. Αλλάζουν και το πώς σκεφτόμαστε κάποια πράγματα, αλλά και πρακτικά. Για παράδειγμα, έγινε μια προβολή της ταινίας στην Ελβετία πρόσφατα και ήταν δύο ευρωβουλευτίνες από τις Βρυξέλλες. Είδαν την ταινία και τώρα κανονίζουμε να προβληθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Οπότε θα το δουν άνθρωποι που μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, όχι μόνο με τη σκέψη τους, αλλά και με την πράξη τους.
«Βρέθηκα τυχαία στη δημοσιογραφία ή και όχι…»
Αν το όνομα Κακαουνάκη σάς θυμίζει κάτι, έχετε δίκιο. Η Μαριάννα είναι κόρη του αείμνηστου Κρητικού δημοσιογράφου Νίκου Κακαουνάκη και φαίνεται ότι η δημοσιογραφία λειτούργησε σαν «πεπρωμένο φυγείν αδύνατο»…
-Πόσο κόρη του μπαμπά της είναι η Μαριάννα Κακαουνάκη;
Μόνο κόρη του μπαμπά της είναι… Μεγαλώνοντας δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα γίνω δημοσιογράφος. Είχα σπουδάσει Ψυχολογία, αυτό είχα αποφασίσει ότι θα κάνω και κάπως τυχαία βρέθηκα σε αυτό το επάγγελμα, αλλά μπορεί και όχι…
-Δυσκολίες υπήρχαν;
Δυσκολίες δεν έχω βιώσει. Ίσως τα πρώτα χρόνια ένιωθα μια συστολή από ανασφάλεια μην κάποιος θεωρήσει ότι κάτι μου έχει χαριστεί στη δουλειά. Από εκεί και πέρα, δε θα έλεγα ότι με έχει δυσκολέψει σε κάτι. Αντιθέτως, είναι πάρα πολύ όμορφο να μου λένε για τον πατέρα μου, να μου λένε έναν καλό λόγο και σίγουρα πολλές φορές με έχει βοηθήσει, με την έννοια ότι κάποιος ακούγοντας το όνομα και αναγνωρίζοντάς το, είναι πιο θετικός απέναντί μου.
Αόρατοι (Invisible)
Ο Εμπουμπεκίρ και η Γκόνζα κατηγορούνται στην Τουρκία για τρομοκρατία. Μετά τρία χρόνια κυνηγημένοι, καταφέρνουν να δραπετεύσουν στην Ελλάδα. Είναι πλέον ελεύθεροι, αλλά πρέπει να μάθουν να ζουν με μια αβάσταχτη απώλεια. Ο Αχμέτ, που ήταν γιατρός, περνά τις μέρες του σε μια μυστική τοποθεσία μαζί με άλλους που επίσης αναγκάστηκαν να αυτοεξοριστούν. Όσο περνάει όμως ο καιρός, μεγαλώνει η επιθυμία του να μη ζει πια ως φυγάς, αλλά να ενταχθεί στη χώρα που τον φιλοξενεί. Οι “Αόρατοι” είναι μια ταινία για την τουρκική κοινότητα που διώκεται. Τα μέλη της είναι πλέον έτοιμα να πουν την ιστορία τους.
Σενάριο: Μαριάννα Κακαουνάκη
Παραγωγή: Μαριάννα Κακαουνάκη
Κινηματογράφηση: Απόστολος Νικολαΐδης
Μοντάζ: Μυρτώ Λεκατσά
Η Μαριάννα Κακαουνάκη
Η Μαριάννα Κακαουνάκη έχει σπουδάσει Ψυχολογία και εργάζεται ως δημοσιογράφος. Αρθογραφεί στην “Καθημερινή”, ενώ συνεργάζεται με το αμερικανικό δίκτυο CBS. Έχει φέρει στο φως μεγάλες υποθέσεις διαφθοράς και το 2018 βραβεύτηκε από το Ίδρυμα Μπότση για την έρευνά της στα κυκλώματα που δρουν μέσα στις φυλακές. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα Productionς Ντοκιμαντέρ στο εξωτερικό και πρόσφατα ολοκλήρωσε το πρώτο της ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, «Αόρατοι».
-Βραβείο καλύτερου Νέου Δημιουργού (Aegean Docs, 2021)
Της Χριστίνας Ελευθεράκη