(Μέρος Α’)
Βεγγέρα το βράδυ με σύκα, καρύδια και κουβέντα, ζεστασιά από το μαγκάλι, δουλειές στο χωράφι, τα κουκούλια, τη θάλασσα και τον αργαλειό αλλά και γιορτές με φαγητό, τραγούδι και χορό αποκαλύπτουν οι προφορικές μαρτυρίες των Μικρασιατών για τη ζωή τους πριν από τον ξεριζωμό, που σώζονται γράμμα προς γράμμα, λέξη προς λέξη, στο πλούσιο και πολύτιμο αρχείο που διατηρεί το Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού, στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης.
Μέσα από αυτό ζωντανεύουν οι μνήμες και οι περιγραφές περίπου πεντακοσίων Μικρασιατών, προσφύγων πρώτης γενιάς από το Αξάρι, τη Σμύρνη, την Προύσα, το Αϊδίνι, το Ανταβάλ, την Αρτάκη και άλλες περιοχές, που εξιστόρησαν με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής καθώς και τη ζωή τους πριν και μετά απ’ αυτά. Κι ενώ σε κάποιες περιπτώσεις οι μνήμες φαίνεται να ξεθωριάζουν, είτε από τα χρόνια είτε από την ανάγκη των ανθρώπων να ξεχάσουν τα δυσάρεστα, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι τόσο ισχυρές και ξεκάθαρες που αποκαλύπτουν πολύτιμες πληροφορίες για γεγονότα, ήθη και έθιμα, γεωγραφικές πληροφορίες και λαογραφικά στοιχεία.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ, στο πλαίσιο φακέλου για τη Μικρασιατική Καταστροφή, ξετυλίγει τις μαρτυρίες των ανθρώπων που την έζησαν, πριν από τον ξεριζωμό, στο ταξίδι της προσφυγιάς και στη νέα πατρίδα.
Η καθημερινή ζωή μέσα από πλούσιες μαρτυρίες
Πλούσιες αλλά και συναισθηματικά φορτισμένες είναι οι μαρτυρίες των προσφύγων που αφορούν την καθημερινή ζωή, τις συνήθειες των κατοίκων, τα έθιμα και τη λαογραφία του τόπου.
Σύμφωνα με τη Φωτεινή Μερτζεμέκη από το Αξάρι, στο χωριό υπήρχε ελληνικό σχολείο όπου πήγαιναν αγόρια και κορίτσια. Οι Έλληνες ήταν χριστιανοί Ορθόδοξοι, μιλούσαν μεταξύ τους ελληνικά και πήγαιναν στην εκκλησία. Γιόρταζαν τις γιορτές καθώς οι Τούρκοι δεν τους το απαγόρευαν και τηρούσαν τα έθιμα βάφοντας κόκκινα αυγά, κάνοντας περιφορά του Επιταφίου και ψήνοντας αρνιά και τσουρέκια.
Από τις αναμνήσεις της «ξεπηδούν» το μπακιρένιο μαγκάλι, με το οποίο ζεσταινόταν η οικογένεια, το λαβόμανο (μια κανάτα σε έναν δίσκο για το καθημερινό πλύσιμο) και το παγωτό γλασάδα που πουλούσαν πίσω από τον σταθμό. «Έλα να σε κεράσω μια γλασάδα», έλεγαν οι παγωτατζήδες και η χαρά των μικρών παιδιών ξεχείλιζε… «Το καλοκαίρι πηγαίναμε στα αμπέλια. Εκεί βράζανε καζάνια και τα σταφύλια τα κόβανε, τα βάζανε και τα ζεματούσανε και στρώνανε αντίσκηνα. Τα στεγνώνανε. Σταφίδα γινότανε», διηγείται η κ. Μερτζεμέκη. «Δεν τα πουλούσανε τότε σαν σταφύλια, σταφίδες τα κάνανε και τα βάζανε στα τσουβάλια», εξηγεί.
Τα βράδια, τον ελεύθερό τους χρόνο οι άνθρωποι τον περνούσαν με βεγγέρα. «Λέγαμε, απόψε θα ‘ρθουμε σε σένα. Πηγαίναμε σε ένα φιλικό σπίτι και εκείνοι ετοιμάζανε σύκα, σπάγανε καρύδια, γέμιζαν τα σύκα με καρύδια, τα βάζανε σε μια πιατέλα και μας κερνούσανε …. Μας κερνούσαν και καφέ, καθόμασταν μέχρι τις έντεκα, δώδεκα και μετά φεύγαμε. Την άλλη μέρα λέγαμε σήμερα να ‘ρθείτε να φάτε σε εμάς. Φέρναμε τα κατμέρια, τετράγωνο φύλλο που βάζαμε μέσα τυρί και αυγά, το διπλώναμε ώστε να κάνουμε ένα τετράγωνο και το τηγανίζαμε», αναφέρει η ίδια.
Όταν έρχεται η κουβέντα στα Μικρασιάτικα φαγητά, οι πληροφορίες ρέουν σαν νεράκι: ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στους κεφτέδες από ρεβίθια, τα ντολμαδάκια, τα σαρμαδάκια, και τους τζιγεροσαρμάδες ενώ η ηλικιωμένη γυναίκα προσκαλεί την ερευνήτρια για φαγητό και δίνει λεπτομερείς οδηγίες: «παίρνω τη σκέπη του αρνιού… τη σκωταριά την κόβουμε βούκες βούκες … κρεμμυδάκια, άνηθο, δυόσμο τα ανακατεύουμε… σε μια γιαουρτόκουπα βάζεις τη σκέπη, δυο-τρεις κουταλιές από αυτό, τα σκεπάζ, και τα βάζεις σα καπελάκια στο ταψί και στο φούρνο και ύστερα γίνεται ένα φαΐ, να τρως και να μην χορταίνεις…».
Όσο για τα μαγαζιά και τα ψώνια, η κυρία Φωτεινή λέει: «Άμα θέλαμε μεγάλα μαγαζιά για προίκα να ψωνίσουμε -πώς τώρα πάμε στη Θεσσαλονίκη- πηγαίναμε στη Σμύρνη και ψωνίζαμε». Στα γλέντια του γάμου, ο Ιωάννης Δανιηλίδης από το Ανταβάλ αναφέρει ότι παίζανε κλαρίνο και ούτι και χορεύανε καρσιλαμά και σιρούκ, χορούς σταυρωτούς, ενώ η κυρία Φωτεινή θυμάται ακόμη και τα τουρκικά έθιμα του γάμου: «είχε ένα λουτρό και οι Τουρκάλες άμα θα κάνανε γάμο το Σάββατο πήγαιναν και λούζαν τη νύφη. Είχε ένα μεγάλο δωμάτιο και είχε καρέκλες και εκεί πέρα καθόντουσαν και κερνούσαν και τραγουδούσανε και χορεύανε εκεί πέρα και εμείς βλέπαμε».
Δουλειά και εργασία
Μπορεί οι σκηνές αυτές της καθημερινής ζωής να έχουν αποτυπωθεί στα παιδικά μάτια των προσφύγων, όμως η καθημερινότητα απαιτούσε αγώνα και σκληρή δουλειά. Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας ασχολούνταν με τη γεωργία, τους μεταξοσκώληκες, το ψάρεμα και το εμπόριο ενώ κάποιους τους έπαιρναν στρατιώτες στον Τουρκικό στρατό. Άλλοι είχαν καταστήματα, έφτιαχναν χαλιά, ήταν τσαγκάρηδες, τεχνίτες και ράφτες.
«Ο μπαμπάς μου είχε μεγάλο μαγαζί, μπαχτό (σ.σ. υφαντά στον αργαλειό) πουλούσε, ψιλικατζίδικο στην αγορά και το μισό ήταν πατάρι και απάνω τότε δεν είχε τσιγάρα, είχε μηχανή, τσιγαρόχαρτα έβγαζε. Είχε οκτώ υπαλλήλους και κόβανε τσιγαρόχαρτα και τα πουλούσανε», επισημαίνει η κ. Μερτζεμέκη.
Ιδιαίτερη αναφορά στους μεταξοσκώληκες κάνουν ο Γρηγόρης Γεωργόπουλος από το Αρμουτλί Νικομήδειας και η Ελένη Γαβριηλίδου – Τσεπραηλίδου από το Γιαϊλαντσίκ της Μικράς Ασίας. Ο Αριστοτέλης Ροδίτης από τους Ελιγμούς σημειώνει ότι η ενασχόληση της μητέρας του είχε να κάνει με τα οικιακά και είχε στην κατοχή της κουκούλια για να φτιάχνει μετάξι. Το σπίτι του, όπως λέει, είχε δύο πατώματα, στο πρώτο έμενε η οικογένεια και στο δεύτερο η μητέρα φύλασσε τα κουκούλια.
Χειροποίητα χαλιά έφτιαχνε η μητέρα της Μαρίας Μαρκούτσογλου από τη Σπάρτα Ικονίου, που, όπως τονίζει, είχε ολόκληρη παραγωγή από χειροποίητα χαλιά που έφτιαχναν οι νοικοκυρές.
Από την άλλη πλευρά, η οικογένεια του Ιωάννη Δανιηλίδη από το Ανταβάλ της Καππαδοκίας είχε πολλά στρέμματα αμπέλια και μεγάλη παραγωγή κρασιού, ενώ η Φωτεινή Τολούδη Κοσμά από την Απολλωνιάδα του νομού Προύσης αναφέρει ότι στην περιοχή ζούσαν Έλληνες και Τούρκοι που ασχολούνταν με τη γεωργία (κυρίως τα αμπέλια και της ελαιώνες) αλλά και με το ψάρεμα και το εμπόριο. Ο δικός της πατέρας ήταν στρατιώτης στον τουρκικό στρατό. Παντοπώλης ήταν ο πατέρας του Γιώργου Καράμπελα από το Βόρι στον Μαρμαρά, αλλά ο ίδιος από 14 ετών έγινε τσαγκάρης. Κατάστημα είχε και ο Αναστάσης Καζασίδης από το Ελ Μαλί στην περιοχή της Αττάλειας ενώ εκείνος μάθαινε την τέχνη του ράφτη.
Όσο για την καθημερινή ζωή, ο Ιωάννης Δανιηλίδης αναφέρει ότι «οι άντρες πήγαιναν στη δουλειά και μετά στα καφενεία και παίζανε κουμάρι.Oι γυναίκες πάλι πλέκανε με τον αργαλειό και πουλούσανε τα πλεκτά στους Τούρκους».
Οι σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων
Κοινό στοιχείο στις μαρτυρίες και τις συνεντεύξεις των προσφύγων της πρώτης γενιάς από τη Μικρά Ασία είναι οι αναφορές τους στις ομαλές σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις επισημαίνεται ότι «ο πόλεμος δημιούργησε την έχτρα». Η Φωτεινή Τολούδη – Κοσμά από την Απολλωνιάδα του νομού Προύσης που έζησε εκεί ως τα οκτώ της χρόνια αφηγείται ότι εκείνη την εποχή ο πληθυσμός της συγκεκριμένης περιοχής ήταν 80% Έλληνες και 20% Τούρκοι που συμβίωναν αρμονικά. Η ελληνική κοινότητα είχε τον πρόεδρό της ο οποίος είχε μεγάλη πολιτική ισχύ και συνεννοούνταν με τα άλλα εκτελεστικά όργανα του τουρκικού κράτους.
Τη ζωή στο Ανταβάλ της Καππαδοκίας περιγράφει ο Ιωάννης Δανιηλίδης: «Οι κάτοικοι του χωριού ήταν όλοι Έλληνες Ορθόδοξοι με τουρκικά ονόματα. Ελληνικά δε μιλούσαν, μόνο τουρκικά αλλά γράφανε με ελληνικά γράμματα. Στο σχολείο είχαν Έλληνες δασκάλους και δασκάλες και μάθαιναν επίσης γαλλικά και αραβικά. Ελληνική ιστορία δεν μαθαίνανε…. Οι πληθυσμοί ήταν ανάμεικτοι, Τούρκοι και Έλληνες, αλλά οι σχέσεις μεταξύ τους ήταν γενικά καλές και επίσης οι Έλληνες θέριζαν τα χωράφια των Τούρκων. Ωστόσο πολλές φορές οι Τούρκοι έρχονταν για να πάρουν τους Έλληνες στο στρατό τους και επειδή οι Έλληνες κρυβόντουσαν, οι Τούρκοι έπιαναν και έδερναν τις γυναίκες τους». Η Δέσποινα Δανιηλίδου αναφέρει ένα περιστατικό όπου οι Τούρκοι σκότωσαν έξι επτά Έλληνες που έκοβαν ξύλα.
Η ιστορία και τα γεγονότα όπως τα έζησαν…
Όλα τα παραπάνω αποτυπώνουν ένα κομμάτι μόνο από τις περιγραφές και τις αφηγήσεις των προσφύγων πρώτης γενιάς που έχουν καταγραφεί και διασώζονται πλέον στο Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού. «Όταν πηγαίνουμε σε έναν πρόσφυγα για να καταγράψουμε την ιστορία και τα γεγονότα που έζησε, ξέρουμε ότι δεν θέλουμε ούτε να του μάθουμε την ιστορία, ούτε εκείνος να μας μάθει την ιστορία, απλώς θέλουμε να μας αφηγηθεί τη δική του ιστορία…..» εξηγεί στο ΑΠΕ – ΜΠΕ η ιστορικός του Αρχείου, Μαρία Καζαντζίδου.
Η ίδια επισημαίνει ότι το αρχείο είναι ο μόνος δημόσιος φορέας στη βόρεια Ελλάδα με τόσες πολλές καταγραφές προφορικών μαρτυριών και διευκρινίζει ότι πρόκειται για πάνω από 1500 μαρτυρίες προσφύγων από τον Πόντο, τη Μικρά Ασία και την ανατολική Θράκη. Ειδικά για τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, σημειώνει ότι είναι όλοι οι ανταλλάξιμοι, στους οποίους η συνθήκη της Λωζάννης συμπεριέλαβε όλο τον πληθυσμό. «Είναι όλοι οι Χριστιανοί που από το 1912 με ΄14 εγκατέλειψαν τον τόπο καταγωγής τους και ήρθαν στην Ελλάδα, ως το 1924 που ολοκληρώθηκε η ανταλλαγή» προσθέτει.
Το αρχείο αυτό που ιδρύθηκε το 1994 περιλαμβάνει μια τεράστια γκάμα αρχειακών τεκμηρίων, από περιγραφές μαχών και αιτίων διεξαγωγής μιας σύγκρουσης, μέχρι συνταγές, τραγούδια, γλωσσικά ιδιώματα, λαογραφικά στοιχεία, γι αυτό και το μελετούν, διάφοροι ερευνητές, γιατροί, εκπαιδευτικοί, αρχιτέκτονες, γλωσσολόγοι, φιλόλογοι, λαογράφοι κ.ά.
Π. Γιούλτση
*Επισυνάπτονται φωτογραφίες από το φωτογραφικό – ιστορικό λεύκωμα του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού «Η Καλαμαριά στο Μεσοπόλεμο 1920 – 1940. Πρόσφυγες. Δημιουργώντας τη νέα Πατρίδα».
© ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ.