Έψαχνε απεγνωσμένα μια νίκη, ακόμη και σε προσομοίωση, γιατί ο μοναδικός αντίπαλος σε εσωκομματικές εκλογές με έναν και μόνο υποψήφιο είναι οι αριθμοί. Χρειαζόταν κάποιο «μπούγιο». Την τέχνη την ξέρει καλά. Τα μέλη σχεδόν τριπλασιάστηκαν. Τι περίεργη αιδημοσύνη!
Δεν έχει σημασία εάν ήσαν δεκαπεντάχρονα που δεν έχουν δικαίωμα ψήφου ή μετανάστες που είναι αμφίβολο αν μπορούν να ψηφίσουν στις εθνικές εκλογές και που η ψήφος τους μετρούσε μόνο στην κάλπη προκαθορισμένου αποτελέσματος (κάλπη αρχηγού). Ο σκοπός επετεύχθη. Μανούλα σ’ αυτά.
Έτσι στο τέλος της ημέρας έγραψε ένα ακόμη κεφάλαιο στις πλάτες της καθημαγμένης Αριστεράς.
Ο τρόπος εκλογής ερμηνεύτηκε ως άνοιγμα στην κοινωνία. Στην πραγματικότητα οχύρωσε τη θέση του στη διπλή ήττα που θα ακολουθήσει.
Το γεγονός ότι ο Τσίπρας είχε να αντιμετωπίσει μόνο τον εαυτό του, το έχουμε ξαναζήσει (χωρίς όμως δεκαπεντάχρονα και μετανάστες).
Αναφέρομαι στο θρίαμβο του Γ.Α.Π. το 2004. Ποσοστό κοντά στο 100% με συμμετοχή 1.000.000 μέλη, όταν εξελέγη αρχηγός χωρίς αντίπαλο. Έκτοτε ακολούθησε πορεία καθοδική. Το «πιάσιμο» των πλάνων δεν εγγυάται πάντα επιτυχίες.
Το εντυπωσιακό είναι ότι ο πήχης με τον οποίον μετρήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν του ΠΑΣΟΚ, τα 180.000 μέλη και όχι με τον πήχη της Ν.Δ. Σκοπός να ρίξει ρίζες που θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν την στελεχιακή υπεροπλία του ΠΑΣΟΚ.
Το γεγονός ότι τρία χρόνια μετά τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ανάγκη να συγκριθεί με το ΠΑΣΟΚ, εκδηλώνει την αγωνία του για την πίεση που δέχεται. Εύκολο τα 152.913 μέλη (οριστικό νούμερο) που θα μπορούσε να ήσαν και παραπάνω, ας όψεται αυτή η περίφημη αιδημοσύνη. Το δύσκολο είναι άλλο, να ανανεώσεις την φυσιογνωμία του κόμματος να παράγει πολιτική.
Πολύ ενδιαφέρον έχει η δήλωση του Τσίπρα. Ανέβασε πολύ τον πήχη λέγοντας πως «ο ΣΥΡΙΖΑ των 172.000 μελών είναι βέβαιον ότι θα είναι πρώτο κόμμα», προσθέτοντας πως «αυτή είναι προσωπική μου δέσμευση». Το θράσος, μερικές φορές, είναι ευτυχία.
Η δήλωση εκλήφθη ως ανάληψη προσωπικής ευθύνης όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα.
Επιτέλους, κάποια στιγμή οφείλει να τιμήσει το λόγο του.
Του Μιχάλη Βασ. Σούμπλη