Αποτυπώνοντας το παρελθόν με το χρώμα της έμπνευσης

Αποτυπώνοντας το παρελθόν  με το χρώμα της έμπνευσης

Ψήγματα από τη σκιαγράφηση της καθημερινής ζωής των ανθρώπων του 19ου αιώνα, των οποίων οι ρίζες απλώνονται σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ελλάδας, είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν όσοι βρέθηκαν το βράδυ της Τετάρτης στον αύλειο χώρο της Συλλογής Ελληνικών Ενδυμασιών «Βικτωρία Γ. Καρέλια» στην Καλαμάτα.

Αφορμή στάθηκε η παρουσίαση του νέου λευκώματος του σκηνογράφου και ενδυματολόγου Γιάννη Μετζικώφ, «Ενδύματα και διηγήματα», ο οποίος συμπράττοντας με τη Βικτωρία Καρέλια και τον εκδοτικό οίκο Καπόν κατάφερε να αποτυπώσει μοναδικά σε 340 σελίδες την ιστορία της Ελλάδας, όπως αυτή διαμορφώθηκε από την κουλτούρα του ενδύματος ανά τις περιοχές της.

Έτσι, λοιπόν, σε μια περιδιάβαση από τη Σμύρνη και τον Πόντο, μέχρι το Τρίκερι, τη Μάνη και τις Σπέτσες, μέσα από διακόσια και πλέον ασπρόμαυρα σκίτσα φορεσιών, φιλοτεχνεί «ντύνοντάς» τα με ιστορίες και αφηγήσεις από τον τρόπο ζωής και την κουλτούρα της κάθε περιοχής.

Άλλωστε, η μακροχρόνια μελέτη του Γ. Μετζικώφ μέσα από τα αρχεία της βιβλιοθήκης της Βουλής, προκειμένου να παρουσιαστεί με ακρίβεια και σαφήνεια ο τρόπος ζωής και τα πολιτιστικά στοιχεία της κάθε μικρής ή μεγαλύτερης πόλης, αποτελεί «έργο που μόνο υψηλή τέχνη μπορεί να προσφέρει» στους αναγνώστες του, όπως χαρακτηριστικά σημείωσε η κα Βικτωρία Καρέλια, κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του λευκώματος.

Μιλώντας για τη συνεργασία της με τον Γ. Μετζικώφ και τη Βικτωρία Καρέλια, η Ραχήλ Μισδραχή – Καπόν, ούσα εκδότρια του εν λόγω λευκώματος, χαρακτήρισε «τύχη αγαθή» τη συγκυρία να συνεργαστούν για να εκδοθεί ένα τέτοιο πόνημα, που αποτελεί ένα πολιτιστικό δώρο για τις νυν και τις επόμενες γενιές.

Κλείνοντας, Γ. Μετζικώφ θέλησε να ευχαριστήσει όλους όσοι βοήθησαν για την περάτωση του λευκώματος, μιας και η δημιουργία του ήταν όνειρο που σχεδίαζε για χρόνια. «Τίποτα δε σε φέρνει πιο κοντά στον άνθρωπο, πέρα από μια περιγραφή για τα ρούχα του», υπογράμμισε ο Γιάννης Μετζικώφ, συνοψίζοντας έτσι το περιεχόμενο ολόκληρου του προσφάτου έργου του, που έφτασε να κατέχει ξεχωριστή θέση στα ράφια όσων μελετούν και ενδιαφέρονται γύρω από την ιστορία της παράδοσής μας.

Απόσπασμα

Μπήκε και ξαφνιαστήκαν όλες. Όμορφη, άσπρη όπως το φίλντισι με τα κατάμαυρα φρύδια κάτω από το μετάξι, που έδενε σφιχτά στο κούτελο κρατώντας τα μαλλιά της μέσα. Στ’ αυτιά της κρέμονταν περουζέδες σ’ ολόχρυσα άγκιστρα που άστραφταν σε κάθε κίνησή της.

Κάθισε ανάμεσά τους κι άνοιξε η κουβέντα για τα φετινά μεταξωτά υφάσματα που φέρανε από την Τεργέστη και την Κύπρο οι ισναφλίδες, γιατί μαθεύτηκε η ομορφιά τους και μέχρι στο χαρέμι του Σουλτάνου τους ζήτησαν και τα ’δείξαν προχτές. Ορίσανε άλλη μια συνάντηση για τα υφάσματα με σχέδια και ράφτρες κι έτσι όπως φουντώνανε προτάσεις και διαφωνίες, σηκώθηκε, έδειξε με το χέρι της τους τοίχους και είπε:

–Θα βάψω σκούρο κόκκινο τους τοίχους εδώ μέσα, σκούρο όπως τα βύσσινα.

Την κοίταξαν, ένιωσε την ψυχράδα. Πάλι αυτή η ξένη, με τις παραξενιές της μες την οικογένειά μας.

–Και πού ακούστηκε αυτό, εξαδέλφη! Κόκκινη σάλα, όλοι μέσα στην Πόλη θα σε σχολιάσουνε.

–Κόκκινο, ναι, είπε. Με μια μπορντούρα από λουλούδια εκεί ψηλά.

–∆εν είναι για τα σπίτια μας αυτά. Κόκκινοι τοίχοι, τι είναι εδώ;

–Το σπίτι μου! είπε και δεν ξαναμίλησε.

(από το διήγημα «Η ζωγραφιά»).

Χρ.Μ.