Σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, η Δημοτική Κοινότητα Κυπαρισσίας απεφάσισε ομόφωνα το 2016 την ονομασία ανωνύμων οδών και τη μετονομασία ορισμένων άλλων στο πλαίσιο του γενικότερου ζητήματος της απονομής τιμής σε πρόσωπα, πόλεις κ.λπ. ή της διατήρησης της μνήμης ιστορικών συμβάντων ευρύτερης σημασίας.
Το ίδιο έτος η απόφαση της Δημοτικής Κοινότητας εγκρίθηκε από την Επιτροπή Ποιότητας Ζωής και εστάλη στην Επιτροπή Ονοματοδοσίας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, η οποία το 2017 ενέκρινε ομόφωνα το σύνολο των περιπτώσεων ονομασίας και μετονομασίας οδών της Δημοτικής Κοινότητας Κυπαρισσίας με τη γενική παρατήρηση, τα ονόματα των οδών να φέρουν το όνομα, το επώνυμο και κατά περίπτωση την ιδιότητα του προσώπου που απονέμεται η ονομασία της οδού, εντός παρενθέσεως.
Βάσει των ανωτέρω, το Δημοτικό Συμβούλιο Τριφυλίας, το 2018, ενέκρινε την ονοματοδοσία και μετονομασία οδών συνολικά, προσφάτως δε η σημερινή Διοίκηση του Δήμου υλοποίησε την παραπάνω απόφαση, στο πλαίσιο τοποθετήσεως νέων, καλαίσθητων και εύχρηστων πινακίδων στις οδούς της πόλης.
Στο παρόν κείμενο επιθυμούμε να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στο τμήμα εκείνο της απόφασης που προβλέπει: Να μετονομαστεί το τμήμα της οδού Μέλιου, από τη συμβολή της με την οδό Ελευθερίου Βενιζέλου έως το γήπεδο σε οδό Κωνσταντίνου Δημητρακοπούλου (Ιατρού – Βουλευτού).
Οι υπογράφοντες θεωρούν ευτυχή συγκυρία τη μετονομασία του συγκεκριμένου τμήματος της οδού Μέλιου, διότι σε αυτόν το δρόμο έζησε και εργάσθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Επιθυμούμε, επίσης, να δώσουμε ορισμένα στοιχεία από τη ζωή, τη δράση και τον τρόπο σκέπτεσθαι του Κ. Δημητρακόπουλου, όπως εμείς τα αντιληφθήκαμε, αλλά και όπως προκύπτουν από συζητήσεις μας με μέλη της κοινωνίας της Κυπαρισσίας, όπως και της ευρύτερης περιοχής της τέως Επαρχίας Τριφυλίας. Είναι μια καλή ευκαιρία για μας να αποτίσουμε φόρο τιμής στον Πατέρα μας, αλλά και για να ενθυμηθούν οι παλαιότεροι και να πληροφορηθούν οι νεότεροι.
Ο Κωνσταντίνος Δημητρακόπουλος γεννήθηκε το 1904 στους Αρμενιούς, γιος του Θεοδόση και της Αγγελικής (γένος Κανελλοπούλου από τη Σπηλιά). Ήταν ο προτελευταίος από πέντε τέκνα που επέζησαν μετά τη γέννηση. Το Δεκέμβριο του 1922, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, πήγε στη Γερμανία για να σπουδάσει Ιατρική.
Επέστρεψε το 1931 με ειδικότητα χειρουργού και εγκατεστάθη στην Κυπαρισσία όπου ίδρυσε Κλινική και εργάσθηκε σχεδόν αδιαλείπτως μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, δηλαδή για διάστημα περίπου 45 ετών. Έλειψε από την Κυπαρισσία μόνο για διάστημα περίπου 2 ετών όταν υπηρέτησε ως Γενικός Επιθεωρητής της Σχολιατρικής Υπηρεσίας του υπουργείου Παιδείας και για το διάστημα του Ελληνο-ιταλικού Πολέμου, οπότε υπηρέτησε ως Ανθυπίατρος στα Ορεινά Χειρουργεία της Αλβανίας. Ακόμη και το διάστημα που ήταν βουλευτής, διατήρησε σε λειτουργία την Κλινική του, προσφέροντας υπηρεσίες σε όσους είχαν ανάγκη.
Η φιλοσοφία του και ο τρόπος δράσης του σε σχέση με το ιατρικό λειτούργημα αποτυπώνεται στο απόσπασμα που ακολουθεί και προέρχεται από “Απολογισμό” της πορείας του, τον οποίο συνέγραψε κατά τη δεκαετία του ’70 και περιλαμβανόταν στο προσωπικό του αρχείο, το οποίο ευρήκαμε μετά την αποδημία του. Οι σκέψεις του είναι διαχρονικές και ανταποκρίνονται στα διδάγματα που φρόντιζε να ενσταλάζει σε όλους όσοι ήρχοντο σε επαφή μαζί του. Η χρονική αφετηρία του αποσπάσματος συμπίπτει με την «απόλυσή» του, από την κατοχική κυβέρνηση, από τη θέση του Γενικού Επιθεωρητού της Σχολιατρικής Υπηρεσίας του υπουργείου Παιδείας. Η γλώσσα διατηρείται η ίδια, πλην του τονισμού, δεδομένου ότι ο πατέρας μας έγραφε χρησιμοποιών την απλή καθαρεύουσα και το πολυτονικό σύστημα μέχρι του πέρατος της ζωής του.
[…] Η κατοχή επήλθε και κατά την διάρκειαν της δουλείας υπέστημεν πάμπολλα, ανατρεπτικά εις τον ρουν της ζωής μας, εκτός του αίματος το οποίον επληρώσαμεν εις τον βωμόν της εξαλλοσύνης και αιμοβορίας των ανθρώπων. Εδιώχθην εκ της θέσεώς μου και κατά συνέπειαν επήρα τον δρόμον προς Κυπαρισσίαν όπου θα έπρεπε να εργασθώ και πάλιν ως ελεύθερος Ιατρός ανασυγκροτών την παλαιάν μου Κλινικήν. Ήτο λίαν ευχάριστον και ικανοποιητικόν το αίσθημα να προσφέρω τας υπηρεσίας μου εις τους πάσχοντας ανθρώπους, να ελαττώνω τον πόνον τους και να συμβάλλω εις την θεραπείαν τους. Και τούτο μάλιστα εις μίαν περιοχήν εκτεταμένην και πλήρως στερουμένης της στοργής του κράτους ή της φροντίδος άλλων. Ήμην ο μόνος ιστάμενος παρά το πλευρόν τόσου κόσμου, έτοιμος να διαθέσω τας δυνάμεις μου με τα πενιχρά μου μέσα προς ανακούφισίν του και μάλιστα εις πολλούς τομείς: Χειρουργικήν, Μαιευτικήν και Παθολογίαν. Άλλως – με πενιχρά μέσα κυκλοφορίας λόγω κακής ποιότητος των οδών, μη υπάρξεως πολλών αυτοκινήτων και της κακής οικονομίας των – θα έπρεπε να πορεύωνται εις μακρινά μέρη δια να εύρουν τους σωτήρας των… εις τον χαρακτήρα μου ήτο η σιωπηλή εργασία άνευ επιδείξεως και ο αλτρουισμός. Έπρεπε τα πάντα να προσφέρωνται, ως υποχρέωσις, αυθόρμητα και αδιστάκτως, προς τούτοις δε να μην εξετάζεται εκ των προτέρων και το οικονομικόν, διότι η αποκατάστασις της υγείας προεξείχε […]
Με την ίδια αντίληψη προσφοράς ασχολήθηκε και με την πολιτική για το διάστημα από το 1946 έως τις τελευταίες προδικτατορικές εκλογές. Είχε την τύχη να εκλεγεί και να υπηρετήσει στο Ελληνικό Κοινοβούλιο κατά την τετραετία 1946 -1950.
Μετά το πέρας της ενασχόλησής του με την Ιατρική, παρέμεινε πνευματικά και σωματικά ενεργός μέχρι σχεδόν το τέλος της ζωής του. Έφυγε πλήρης ημερών (96 ετών) παρ’ όλες τις κακουχίες και ασθένειες που αντιμετώπισε στη ζωή του.
Πέραν, όμως, της επιστημονικής – κοινωνικής του προσφοράς προς την περιοχή μας, ο πατέρας μας απετέλεσε για μας και πρότυπο και υπόδειγμα προς μίμηση. Η πνευματική του καλλιέργεια, η αγάπη του για την καλλιέργεια της γης, η καλλιέπειά του και η αφοσίωσή του στην οικογένειά του απετέλεσε και αποτελεί πηγή εμπνεύσεως. Ακόμη και σήμερα αισθανόμαστε ιδιαίτερα υπερήφανοι όταν κάποιος από τους παλαιοτέρους μάς αποκαλεί γιους του Γιατρού.
Θεοδόσης Κ. Δημητρακόπουλος
Αλέξανδρος Κ. Δημητρακόπουλος