Ο… Ρουθούνας και ο… επί μηχανής Θεός!

Ο… Ρουθούνας και ο… επί μηχανής Θεός!

Ευθυμογράφημα του Φ.Κ. Παπαδημητρίου

Ο δύο απόκοσμες σπηλιές πλησίασαν το πρόσωπό μου σε απόσταση συναγερμού, ενώ το θεοσκότεινο εσωτερικό τους έδειχνε απειλητικά αβυσσαλέο. Ακριβώς από πάνω, το ψυχρό, γκριζοπράσινο βλέμμα με κοίταζε καχύποπτα πίσω από τους ασυνήθιστα χοντρούς φακούς.
– Τι θέλετε, νεαροί;
– Μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά στα βιβλία της βιτρίνας σας;
– Έχω τα ίδια στα ράφια.
Ήταν η εποχή που εγώ κι ένας φιλαράκος μου είχαμε πάρει στα σοβαρά την αυτοκαλλιέργειά μας, και αυτό μας είχε φέρει μέχρι το συγκεκριμένο άγνωστό μας μέχρι τότε βιβλιοπωλείο. Τι μύτη, Θεέ μου! Τι ρουθούνια! Θα μπορούσε κάποιος να βυθίσει δύο δάχτυλα του ενός χεριού του μέσα τους και να περιφέρει τον κάτοχό τους επιδεικτικά και ταπεινωτικά στους δρόμους. Όσο εμείς χαζεύαμε τα ράφια του βιβλιοπωλείου, ο ηλικιωμένος μύωπας καθόταν βλοσυρός και αμίλητος στο γραφείο του με την τουλάχιστον κατά μία εικοσαετία νεώτερη σύζυγό του δίπλα του, όρθια και σε ετοιμότητα να εξυπηρετήσει κάποιον πελάτη. Δεν ξέρω γιατί, μα ένοιωσα να τη λυπάμαι κι ας ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα.
– Ποιος ξέρει ποια μοίρα ή ανάγκη την έριξε στα χέρια του! Ψιθύρισα στον φιλαράκο μου, που γέλασε σκανταλιάρικα αλλά χαμηλόφωνα, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στ’ αριστερά, μπας κι ο μαγαζάτορας μας είχε ακούσει.

Πήγαμε κι άλλες φορές τις επόμενες εβδομάδες. Ψωνίζαμε κάνα βιβλιαράκι, όσο επέτρεπαν τα οικονομικά μας. Σιγά-σιγά, αρχίσαμε να ανταλλάσουμε και κάποιες κουβεντούλες.
– Υποφέρω χρόνια απ’ αυτή την καταραμένη την αλλεργική ρινίτιδα… η ρύπανση της ατμόσφαιρας… ξέρετε… Είπε ένα ζεστό μεσημεριανό του 1977. Τα δυο υπερφυσικά ρουθούνια ανοιγόκλεισαν, λες και συμφωνούσαν μαζί του. Οι παχιές, λευκές φαβορίτες και το τριχωτό του κεφαλιού του, αραιό από πάνω, πυκνό στα πλάγια, σχετικά μακρύ πίσω, έκανε έναν ελαφρύ κυματισμό, και κάλυπτε το γιακά του πουκαμίσου. Τα πλατιά, τριχωτά αυτιά με τους τεράστιους λοβούς κινήθηκαν κι αυτά ελαφρώς, σε επίρρωση των λόγων του ιδιοκτήτη τους. Ταυτόχρονα, ένα πλαστικό φιαλίδιο με αποσυμφορητικό σπρέι εμφανίστηκε στα χοντρά του χέρια. Η σαραντάχρονη γυναίκα στεκόταν πάντοτε πίσω του, διακριτικά θλιμμένη, αξιοπρεπής. Ποιος ξέρει πόσα ανεκπλήρωτα όνειρα, πόσους ανικανοποίητους πόθους θρηνούσε βουβά. Η άκρη του φιαλιδίου χάθηκε πρώτα στο βάθος του αριστερού ρώθωνα. Φφφσσστ! Φφφσσστ! Μετά στον άλλο, τον δεξί. ‘Ώρα για νεανικό ευφυολόγημα:
– Δηλαδή, τα ρουθούνια σας, σας… τραβάνε απ’ τη μύτη, ε; Χα-χα-χα-χααααχχχχχ…. Ααααχχχχ! Ο φιλαράκος μου μού είχε χώσει μια βαθιά τσιμπιά στη μέση, δίπλα απ’ τη σπονδυλική στήλη. Ένιωσα αυτομάτως την ανάγκη να εξιλεωθώ.
– Ξέρετε, έχω το ίδιο πρόβλημα κι εγώ…
Σε απάντηση, εκείνος –πάντα ανέκφραστος– έβγαλε αργά, τελετουργικά το σπρέι από τα σπηλαιώδη ρουθούνια της απόκοσμης μύτης του και, μεγαλοπρεπώς, έτεινε το χέρι προσφέροντάς το μου!!! Το πάλαι ποτέ λευκό, καθαρό ρύγχος δεν ήταν πια… λευκό! Τα γόνατά μου λύθηκαν, είχε φτάσει πια το τέλος μου…
– Σας έχει συμπαθήσει!… Διάβασα, λουσμένος στον ιδρώτα, στα χείλη της βαμμένης ξανθιάς, που εξακολουθούσε να στέκει πίσω απ’ τον ηλικιωμένο σύζυγό. Το ρυπαρό, αηδιαστικό φιαλίδιο παρέμενε επίμονα σχεδόν μπροστά στα μάτια μου, ακριβώς όπως και ο υποχόνδριος που το κρατούσε ανέκφραστος και επίμονος. Δεν είχα οδό διαφυγής, ήμουν από παντού αποκλεισμένος.
Ξάφνου, ένας εκκωφαντικός θόρυβος θραυόμενων τζαμιών ακούστηκε ακριβώς από πίσω μας, στα τέσσερα μέτρα. Κάποιος νεαρός με μηχανάκι είχε μόλις κάνει θριαμβευτική είσοδο στο μαγαζί, όχι όμως από την πόρτα. Προφανώς, εξ αιτίας κάποιου αδέξιου χειρισμού του, μετά τον υαλοπίνακα είχε σαρώσει στο πέρασμά του ό,τι υπήρχε στην προθήκη του βιβλιοπωλείου και… να ‘τον τώρα στο εσωτερικό του! Η βαμμένη ξανθιά άρχισε να ουρλιάζει, ενώ ο… Ρουθούνας, πάντα με την μουτσούνα του ασύσπαστη, κινήθηκε μαζί της προς τον νεαρό, που, ωστόσο, δεν φαινόταν να έχει πάθει το παραμικρό.

Χωρίς χρονοτριβή, εγώ κι ο φίλος μου σπεύσαμε να πεταχτούμε έξω και να εξαφανιστούμε στα γύρω στενά….

filpapad@gmail.com