Μετά την ολοκλήρωση και του δεύτερου κύκλου του αρχαιολογικού προγράμματος στην Άνω Μεσσηνία, του οποίου ηγείται «στην πρώτη γραμμή» η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Ελένη Ζυμή, το παζλ της ιστορίας στην περιοχή έχει αρχίσει να παίρνει μορφή στον ερευνητικό χάρτη, τεκμηριώνοντας επιστημονικά όσα ήταν ήδη γνωστά ή άλλα που τα… υποπτευόμασταν και φωτίζοντας νέες πτυχές που διευρύνουν την ιστορική γνώση κατά τις διάφορες περιόδους.
Η ίδια η κα Ζυμή είναι πολύ ευχαριστημένη από τα αποτελέσματα της εντατικής έρευνας επιφανείας που ξεκίνησε στις αρχές του μήνα και ολοκληρώθηκε χθες, 29 Ιουλίου, για να συνεχιστεί το επόμενο διάστημα με την πολύπλευρη αξιολόγηση των ευρημάτων και την εξαγωγή συμπερασμάτων, και την ατζέντα να είναι ήδη τσεκαρισμένη για την επιστροφή τον Ιούλιο του 2023 για τον 3ο χρόνο του προγράμματος.
Η αρχαιολογική έρευνα επιφανείας στην Άνω Μεσσηνία διεξάγεται στο πλαίσιο εγκεκριμένου από το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού πενταετούς ερευνητικού προγράμματος, με χρηματοδότηση της Περιφέρειας Πελοποννήσου, υπό τη διεύθυνση της δρος Ελένης Ζυμή, μόνιμης επίκουρης καθηγήτριας Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και της δρος Ευαγγελίας Μηλίτση-Κεχαγιά, προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας.
Φέτος η έρευνα είχε διάρκεια τεσσάρων εβδομάδων, επικεντρώθηκε στην ευρύτερη περιοχή της Πολίχνης και του Στενύκλαρου, με την κα Ζυμή να εξηγεί αναλυτικότερα: «Σε αυτή τη φάση της συλλέξαμε δεδομένα από το πεδίο, τα οποία θα επεξεργαστούμε το φθινόπωρο. Η μέθοδος που ακολουθούμε για τη συλλογή των δεδομένων είναι η εξής: βαδίζουμε σε αγροτεμάχια των περιοχών ενδιαφέροντος με την ομάδα -με συγκεκριμένο τρόπο, ανά διαστήματα, 5-10 μέτρων, αναλόγως με το πόσο μεγάλη έκταση έχουμε να καλύψουμε- και εντοπίζουμε επιφανειακά αρχαιολογικά ευρήματα (θραύσματα από κεραμική, κεραμίδες, πλίνθους), που μας βοηθούν να καταλάβουμε εάν και πότε έζησαν άνθρωποι εκεί, προκειμένου να ανασυστήσουμε την ιστορία της περιοχής. Επειδή η έρευνα διεξάγεται σε μία πολύ μεγάλη έκταση της βόρειας Μεσσηνίας και για να είμαστε σε θέση να εξετάσουμε συγκριτικά τα δεδομένα, τα σημεία όπου υπάρχουν ευρήματα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος τοποθετούνται σε χάρτη με τη βοήθεια των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (GIS), ο οποίος μας δείχνει τη διασπορά τους στις εκτάσεις που έχουμε περπατήσει.
Με τον τρόπο αυτό θα έχουμε τη δυνατότητα στη συνέχεια να μελετήσουμε την εξέλιξη των οικισμών στη βόρεια Μεσσηνία διαχρονικά, δηλαδή από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, τις χρήσεις της γης και τις καλλιέργειες που αναπτύχθηκαν στην περιοχή, να καταγράψουμε παλιά μονοπάτια που διευκόλυναν την επικοινωνία και τη διακίνηση των προϊόντων ανάμεσα στους οικισμούς και να προσδιορίσουμε τη σχέση της βόρειας Μεσσηνίας με τα αστικά κέντρα που αναπτύχθηκαν στην ευρύτερη περιοχή σε διαφορετικές φάσεις της ιστορίας της, όπως, για παράδειγμα, κατά την αρχαιότητα, με τη Μεσσήνη, η οποία ιδρύθηκε το 369 π.Χ.
Έτσι, με βάση αυτό το χάρτη καταλαβαίνουμε πού και αν είχαν κατοικηθεί περιοχές, τι είδους οικισμών έχουμε, σε ποιες περιόδους, αν υπάρχει διαχρονική κατοίκηση, αν έχουμε διακοπή της κατοίκησης και μετά στη συνέχεια και μελετώντας τα ιστορικά δεδομένα, τα αρχαία της κάθε εποχής, μπορούμε να συνδυάσουμε τα αρχαιολογικά ευρήματα με τις γραπτές πηγές, όπου και εφόσον υπάρχουν, για να μπορέσουμε να ανασυστήσουμε την ιστορία στη Βόρεια Μεσσηνία, είτε κατά περιοχές είτε και ολόκληρης της ευρύτερης περιοχής.
Η έρευνα έχει επιπλέον εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Φέτος συμμετείχαν συνολικά 21 φοιτητές/φοιτήτριες: 18 από το Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και τρεις Έλληνες φοιτητές από άλλα πανεπιστήμια της χώρας μας και του εξωτερικού, υπό τη δική μου επίβλεψη, της δρος Αιμιλίας Μπάνου, αναπληρώτριας καθηγήτριας Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και της δρος Μαρίας Ξανθοπούλου, επίκουρης καθηγήτριας Βυζαντινής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, βασικών μελών της επιστημονικής ομάδας του προγράμματος.
Η εκπαίδευση των φοιτητών στο πεδίο, όχι μόνο συμπληρώνει τις γνώσεις που λαμβάνουν σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά τους βοηθά να αποκτήσουν εμπειρία, η οποία θα τους είναι χρήσιμη στη μελλοντική εργασιακή τους πορεία.
Όσο για τους μελλοντικούς στόχους της έρευνας, είναι να συνεχίσουμε την καταγραφή των ιστάμενων μνημείων και των αρχαιολογικών ευρημάτων επιφανείας το επόμενο καλοκαίρι στην περιοχή της Καλλιρρόης, του Αγριλόβουνου και του Διαβολιτσίου» καταλήγει η κα Ελένη Ζυμή, ενώ δεν παραλείπει να αναφερθεί στους πολύτιμους αρωγούς της έρευνας σε ζητήματα οργάνωσης και διεξαγωγής της στο πεδίο που είναι ο Δήμος Οιχαλίας και οι εκπρόσωποι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης της Πολίχνης, των Κωνσταντίνων και του Στενύκλαρου και οι κάτοικοι των ανωτέρω Κοινοτήτων, ο Πολιτιστικός Σύλλογος των απανταχού Κωνσταντιναίων «Άγιος Κωνσταντίνος» και η επιχείρηση ΕΡΓΟΠΑΚ Α.Β.Ε.Ε.-Ανδανία εμφιαλωμένο νερό.
Περαιτέρω, μιλώντας στο «Θ», η διακεκριμένη καθηγήτρια και αρχαιολόγος κάνει μια μικρή αποτίμηση της δουλειάς του φετινού Ιουλίου, αποφεύγοντας να αναφερθεί σε συγκεκριμένα συμπεράσματα. «Επιβεβαιώνουν κάποιες υποψίες μας», παραδέχεται, «αλλά ακόμα επιφυλάσσομαι, καθώς θα πρέπει να ολοκληρώσουμε τη μελέτη των δεδομένων που έχουμε συγκεντρώσει και να στείλουμε και την έκθεσή μας στο υπουργείο Πολιτισμού, την ετήσια αναφορά, δηλαδή, της ανασκαφής».
Αυτό που δεν κρύβει, όμως, είναι ότι «είμαι πολύ ικανοποιημένη από τα αποτελέσματα και τη δουλειά που καταφέραμε να ολοκληρώσουμε φέτος, από τα ευρήματα οπωσδήποτε, από τη συνεργασία φυσικά με την ομάδα των φοιτητών, των συναδέλφων και, κυρίως, από την αμέριστη συμπαράσταση που βρήκαμε από αρκετές από τις Κοινότητες με τις οποίες συνεργαστήκαμε. Ιδιαίτερα θα ήθελα να εξάρω την Κοινότητα της Πολίχνης, όπου σε συνεννόηση με τον πρόεδρο και τους κατοίκους δουλέψαμε πολύ καλά και συστηματικά φέτος και πραγματικά προσβλέπω στη συνέχιση του έργου και σε άλλες περιοχές της Βόρειας Μεσσηνίας.
Έχει μεγαλώσει σίγουρα η υποστήριξη, αλλά θα θέλαμε ακόμα μεγαλύτερη υποστήριξη, ειδικά από το Δήμο Οιχαλίας. Νομίζω ότι όσο περισσότερο οι άνθρωποι γνωρίζουν το πρόγραμμα και την ομάδα, μπορούν να μας εμπιστευτούν και να καταλάβουν τι κάνουμε -που είναι σημαντικό, γιατί την πρώτη χρονιά αυτό ίσως δεν ήταν τόσο ξεκάθαρο σε όλους- και να μπορέσουν να μας συνδράμουν σε αυτό το ερευνητικό και εκπαιδευτικό έργο» είναι το «αίτημα» συστράτευσης που απευθύνει η κα Ζυμή για τη συνέχεια.
Στην ερώτηση για το αν αυτή η δεύτερη χρονιά έχει συμπληρώσει το παζλ όπως περίμενε, η καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου σχολιάζει: «Ναι, σίγουρα, αλλά η Αρχαιολογία είναι μια διαδικασία, η οποία απαιτεί πολύ μεγάλη υπομονή για την ολοκλήρωση αυτού του παζλ, όμως σίγουρα κάθε χρόνο γίνονται και περισσότερα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση».
Τέλος, για την εμπειρία των φοιτητών, αλλά και για το ενδιαφέρον των ντόπιων, η κα Ελένη Ζυμή προσθέτει: «Για τους φοιτητές μας είναι αλλιώς να βλέπουν όλα αυτά στις αίθουσες και, βέβαια, ήταν πολύ διαφορετικό να αποκτούν αυτή την εμπειρία στο πεδίο, ίσως λίγο λιγότερο ωραιοποιημένη. Ήταν όμως όλοι ενθουσιασμένοι από την εμπειρία, τους άρεσε πάρα πολύ η παραμονή στη Βόρεια Μεσσηνία παρά τις δυσκολίες που πολλές φορές υπήρχαν, με την πολύωρη εργασία στο πεδίο, με τη ζέστη και τις δύσκολες καιρικές συνθήκες και τα απογεύματα, κατά τη διάρκεια των οποίων εργαζόμασταν για την καταγραφή, ταξινόμηση, φωτογράφηση των ευρημάτων Δημοτικό Σχολείο Πολίχνης. Το σχολείο το χρησιμοποιήσαμε καθ’ όλη τη διάρκεια της παρουσίας μας εδώ, σε συνεννόηση με τον πρόεδρο της Κοινότητας, τον εκπρόσωπο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και, φυσικά, με τη σύμφωνη γνώμη του Δήμου Οιχαλίας. Και ήταν ωραίο, βέβαια, γιατί έχοντας ως έδρα ένα σχολείο, το οποίο έχει και παιδική χαρά, προσελκύσαμε το ενδιαφέρον παιδιών εδώ του χωριού, τα οποία έκαναν τις διακοπές τους ή μένουν μόνιμα εδώ, και ήρθαν να του δείξουμε τι κάνουμε ακριβώς με τα ευρήματα. Για μας αυτό ήταν ένα πολύ μεγάλο κέρδος, να υπάρχει δηλαδή αυτή η διάχυση του έργου μας σε ένα ευρύτερο επίπεδο των κατοίκων».
Της Χριστίνας Ελευθεράκη