Η υπόθεση των υποκλοπών δεν έχει πλήρως ξεδιπλωθεί και δεν προσφέρεται για ευκολίες και λαϊκισμούς.
Υπάρχει κίνδυνος η σκανδαλολογία να αλλάξει το θέμα της συζήτησης και να παραμεριστούν οι θεσμικές υποχρεώσεις της κυβέρνησης.
Κάποιες πολιτικές δυνάμεις των οποίων οι δημοκρατικές ευαισθησίες αμφισβητούνται, βιάζονται να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη χωρίς να ενδιαφέρονται και τόσο για τη θεσμική θωράκιση της χώρας.
Πάντως οι συγκρίσεις με τα πεπραγμένα άλλων κομμάτων είναι αναγκαίες, δεν αποτελούν όμως δικαιολογία εκπτώσεων των εγγυήσεων της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.
Ο Ανδρουλάκης, σε αντίθεση με τον Τσίπρα, δεν ζητάει την παραίτηση του Πρωθυπουργού, δεν ζητάει πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, ζητάει πλήρη διαλεύκανση του θέματος.
Ο Τσίπρας, αξιοποιώντας την υπόθεση παρακολούθησης, αποσκοπεί σε ένα βαθύτερο στόχο, να εξελιχθεί δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ στο βασικό πόλο ενός μετώπου δημοκρατίας. Να έχει το πάνω χέρι σε μια λογική, ότι εμείς είμαστε η κυρίαρχη
αντιπολιτευτική δύναμη, καθιστώντας τον Ανδρουλάκη μέρος αυτού του μετώπου, με ορίζοντα τις μετεκλογικές συνεργασίες.
Και όπως λένε στο ΣΥΡΙΖΑ, η ανυποχώρητη στάση του Ανδρουλάκη συντηρεί τη «στρατηγική μετώπου».
Θεωρούν ως χρυσή ευκαιρία την υπόθεση, όχι απλώς για ένα κοινό βηματισμό και μια αντιδεξιά λογική, αλλά και για περαιτέρω αδυνάτισμα του αντί ΣΥΡΙΖΑ μετώπου.
Και το ερώτημα είναι, θα έχει επιπτώσεις η υπόθεση στο μεταρρυθμιστικό κέντρο, στη «μαγιά» των πάντα απαιτητικών ψηφοφόρων που αποτελούν κυρίως τον κορμό του αντί ΣΥΡΙΖΑ μετώπου; Θα ισχύσει το «μη χείρον»;
Η επιμονή του Ανδρουλάκη να ζητεί να ανακοινωθεί ο λόγος παρακολούθησης, δεν μπορεί να απαντηθεί. Η απάντηση θα συνιστούσε παραβίαση του νόμου περί εχεμύθειας. Έτσι η κυβέρνηση βρίσκεται εκτεθειμένη στη σεναριολογία. Αυτό εμποδίζει και το κλείσιμο της πολιτικής συζήτησης, αφήνοντας πολλή ύλη για καταγγελτική σεναριολογία.
Του Μιχάλη Βασ. Σούμπλη