Με την είσοδο στην έκθεση ζωγραφικής «Μορφές» της Χριστιάνας Κανελλακοπούλου (Αrt Gallery Α49), σου δίνεται η αίσθηση πως «κάτι ενδιαφέρον υπάρχει εδώ».
Αρχικά σε εντυπωσιάζει η πολυχρωμία των έργων, αφού χαρακτηριστικό τους είναι η χρήση μεγάλης γκάμας χρωμάτων από τη ζωγράφο. Χρώματα σκούρα αλλά συνάμα εκθαμβωτικά και με πολύ χρυσό να τα περιβάλλει. Αντιθέσεις μαύρου με έντονο βαθύ κόκκινο. Μπλε και πράσινο και παντού χρυσοκίτρινο, στα πρόσωπα, στα μαλλιά, στα ρούχα. Ντελικάτες φιγούρες με χρυσοποίκιλτα κομψά φορέματα, εντυπωσιακές τουαλέτες με αισθησιακά ντεκολτέ, λεπτοδουλεμένες δαντέλες και στολίδια κάθε λογής. Μορφές εντυπωσιακές μπερδεύονται μέσα στους πίνακες με πολύχρωμες ανταύγειες και κορδέλες, περίτεχνα κοσμήματα και ευωδιαστά άνθη. Πίσω από μια γυναικεία φιγούρα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο σαν σκιά που την ακολουθεί ή σαν να αφήνει η γυναίκα ένα λουλουδένιο ισχυρό αποτύπωμα πίσω της.
Γυναικείες μορφές (σαράντα τον αριθμό), με μαλλιά να ανεμίζουν ανέμελα κι άλλα επιμελώς χτενισμένα. Μορφές επιβλητικές μέσα στη λεπτότητα της γυναικείας απεικόνισης. Μορφές αέρινες ή στατικές. Μορφές με κρυμμένο ή μισοσκεπασμένο το πρόσωπο (γιατί άραγε;). Πρόσωπα ευγενικά, ελκυστικά, χαριτωμένα, σε ρεμβασμό, οικεία, γαλήνια ή σκοτεινά, προβληματισμένα, απόμακρα, ανέκφραστα… Με μάτια λαμπερά, θλιμμένα, ανήσυχα, μάτια με δυσανάγνωστες επιθυμίες, με ανεξιχνίαστα συναισθήματα και προθέσεις. Μορφές που, ακόμα κι αν η κίνησή τους είναι χορευτική, ακόμα κι αν ταλαντεύονται ισορροπώντας στις μύτες των δακτύλων, μοιάζει να τα καταφέρνουν να στηριχθούν γερά στα πόδια τους, έτοιμες να αντιμετωπίσουν ό,τι καλό ή άσχημο τους συμβαίνει. Θυμάμαι την ηρωίδα του ποιητή: «…εμένα η θέση μου είναι το ταλάντεμα…» (Γιάννης Ρίτσος, Η Σονάτα του Σεληνόφωτος). Μορφές μυθικές που παραπέμπουν σε φιγούρες γυναικών από εξωτικούς τόπους, θυμίζουν Εγγύς και Άπω Ανατολή, Αίγυπτο. Ίσως γιατί είναι για όλες τις γυναίκες του κόσμου κοινά τα προβλήματα και οι προβληματισμοί, οι ελπίδες, οι προσδοκίες, τα βάσανα…
Μέσα από την έκθεση «Μορφές», ένας ολόκληρος κόσμος της γυναικείας ιδιοσυγκρασίας και προσωπικότητας αποκαλύπτεται. Η παιδικότητα που ακολουθείται από την ενήλικη σοβαρότητα. Η αρχοντιά και επισημότητα, η θελκτικότητα, ο αισθησιασμός και η πολυτέλεια, η μοναχικότητα και απόσυρση, η ονειροπόληση μιας ξεχωριστής από τις χίλιες και μια νύχτες των παραμυθιών, ο δυναμισμός και η ακατάβλητη προσπάθεια.
Μέσα από την τέχνη της ζωγραφικής σε αιχμαλωτίζει η έκφραση καταστάσεων, στιγμών, συναισθημάτων. Θλίψη και μελαγχολία, χαρά και χαμόγελα, σκεπτικισμός ή ρεμβασμός, διστακτικότητα και φόβοι, ανησυχία και απορία, ηρεμία και δυναμισμός, σύνδεση με τη φύση. Κρυμμένοι εαυτοί που εννοούν χωρίς μιλιά.
Η γνωστή από τα παιδικά μου χρόνια Χριστιάνα Κανελλακοπούλου μού αποκαλύφθηκε σε λίγη ώρα μέσα από την παρουσίαση των έργων της, πράγμα που θα μας έπαιρνε καιρό για να το πετύχουμε μέσα από συζητήσεις και διατύπωση των σκέψεών μας.
Αλλά δεν είναι μόνον η ζωγράφος που φανερώνεται μέσα από το έργο της. Ξεφεύγοντας αυτό από τη δημιουργό του, αφήνεται για πολλαπλές αναγνώσεις από το κοινό που το δέχεται, ανάλογα πάντα με τα βιώματα και τις προσλαμβάνουσες που καθένας διαθέτει.
Σύγχρονοι προβληματισμοί για τη γυναίκα και τη θέση της στον κόσμο μας και στην κοινωνία, για τις ευθύνες που επωμίζεται και αναλαμβάνει, τους ρόλους ζωής που υποδύεται και τη φόρτιση που δέχεται από κάθε πλευρά αναδύονται μέσα από την παρατήρηση αυτών των δημιουργιών. Μέσα από την επισήμανση της λεπτομέρειας η ματιά της ζωγράφου αποδίδει με το χρωστήρα την καταπίεση της γυναίκας, τη βία και τη σύγχρονη θλίψη, τη μοναξιά αλλά και το πείσμα και την επιμονή για επιβίωση και αληθινή ζωή. Τα πρόσωπα και τα προσωπεία που διαμορφώνει και προβάλλει η γυναίκα στην κοινωνική ζωή, τις υποχωρήσεις, τους συμβιβασμούς, τις αγκυλώσεις αλλά και τις προοπτικές, τις οποίες ονειρεύεται και ελπίζει να ευοδωθούν.
Η Χριστιάνα Κανελλακοπούλου αναφέρει πως με την επιστροφή της στη γενέθλια πόλη συνάντησε μορφές του κοριτσιού που η ίδια υπήρξε και άλλες που τις είχε γνωρίσει. Γράφει για τον εαυτό της: «Η πανδημία με οδήγησε στις ρίζες μου, για να συναντήσω το κορίτσι που άφησα στα σοκάκια της πόλης μου…».
Και η έκθεση ζωγραφικής της, εκφράζοντας τον εσώτερο κόσμο της καλλιτέχνιδας και πλημμυρισμένη με χρώματα, αισθήσεις και ποικίλα συναισθήματα, αποτέλεσε τον καλύτερο συνδετικό κρίκο με αυτό το παρελθόν.
Και μέσα από τις έντεχνα διαμορφωμένες και αποδοσμένες χρυσοπόρφυρες ανταύγειες του χρωστήρα της αναδεικνύει τις γυναικείες μορφές, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και το φως που εναγώνια ψάχνει η ίδια στις ρωγμές της ζωής και της τέχνης, τις ρωγμές που μπορούν να φωτίσουν εν τέλει το δρόμο του καθενός μας, ώστε να ξεφύγει ίσως από κάποιο βασανιστικό του σκοτάδι. Όπως γράφει η Χ.Κ., τούτο το φως το βρίσκει βουτώντας τα πινέλα της στις «νύμφες που έγιναν αστέρια»!
Το βρίσκει σε κάθε θηλυκή μορφή που της γίνεται αφορμή για έμπνευση και που πιθανόν – θα έλεγα – να λάμπει για την ίδια σαν ένα μικρό άστρο μέσα στο συμπαντικό χάος της ύπαρξής μας.
Και δεν είναι μόνο ψίθυροι και μηνύματα για τις γυναίκες αυτά που αποδίδουν οι πίνακές της, αλλά δημιουργούν μια διαλεκτική σχέση με τον υποψιασμένο επισκέπτη της έκθεσης, προσφέροντάς του ταυτόχρονα και την ικανοποίηση υψηλής αισθητικής απόλαυσης.
Της Μαρίας Παρ. Σταθέα
Φιλολόγου-συγγραφέως