Αποχαιρετισμός στη θεία μου Μαρία Δρούλια

Αποχαιρετισμός στη θεία μου Μαρία Δρούλια

Οι άνθρωποι που αγαπάμε και τους χάνουμε, δεν είναι πια εκεί που ήταν. Είναι Παντού.

Εσύ, θεία Μαρία, θα είσαι Παντού και Πάντοτε στη ζωή μας. Μπορεί να μη σε βλέπουμε, κι όμως θα αισθανόμαστε την παρουσία σου. Μπορεί να μη σε ακούμε, κι όμως η φωνή σου θα ηχεί αέναα.

Θα είσαι Παντού, γιατί Πάντα ήσουν.

Υπόδειγμα γυναίκας. Υπέροχη σύντροφος, σύζυγος, μάνα και γιαγιά. Καλή και στοργική αδερφή και θεία.

Νοικοκυρά. Δουλευταρού.

Ευαίσθητη. Καλοσυνάτη.

Με γούστο και φινέτσα.

Χαμογελαστή.

Έξω καρδιά. Χορευταρού. Πέταγες και τα παπούτσια στο χορό.

Παρά τις δυσκολίες, ήσουν δυνατή. Και άνθρωπος με πραγματική ανθρωπιά. Νοιαζόσουν για όλους.

Ήσουν πάντα Μπροστά. Στα ευχάριστα και στα δυσάρεστα. Πάντα, σε κάθε περίσταση, σε κάθε άνθρωπο και ιδίως στους δικούς σου ανθρώπους, τους συγγενείς και φίλους, τους γνωστούς, αλλά και σε αγνώστους.

Με το θείο τον Πάνο δημιουργήσατε μια καλή και άξια οικογένεια. Έδωσες τα πάντα στην οικογένειά σου. Έφερες στη ζωή τον Τάσο και την Κάντυ, που τιμούν το όνομά σου και είδες δύο εγγόνια.

47 χρόνια, από τη νύχτα, στο φούρνο μαζί με το θείο.

47 χρόνια καθημερινά στην αγορά, μέσα στην κοινωνία.

Πάντα μπροστά, σε συλλόγους, δραστηριότητες, εκδηλώσεις, εκδρομές.

Ποιος πέρασε από το φούρνο και δεν του έδωσες;

Ποιος είχε ανάγκη και δεν έτρεξες πρώτη να συμπαρασταθείς και να βοηθήσεις;

Γι’ αυτό, θεία Μαρία, δε θρηνούμε μόνο οι συγγενείς σου. Θρηνεί τόσος κόσμος.

Θρηνούμε τον άδικο, άδικο, ξαφνικό και πρόωρο χαμό σου.

Πώς να τον αποδεχτούμε; Πώς; Πώς να αποδεχτούμε ότι δε θα δούμε το χαμόγελό σου, δε θα ακούσουμε το γέλιο σου, δε θα σε αγκαλιάσουμε;

Πώς να αποδεχτούν ο θείος ο Πάνος και ο Τάσος ότι δε θα πας στο σπίτι;

Πώς να αποδεχτεί η Κάντυ, ο Θοδωρής, τα εγγόνια σου, όπως κι εμείς, ότι δε θα έρθεις στη Γιαννίτσαινα;

Πώς να αποδεχτούν ο Κώστας, η Ελευθερία, η θεία η Χρύσα, ο Τάσος, ο Ντίνος, η Χριστίνα, όπως κι θείος και ο Τάσος μας, ότι δε θα πας στο φούρνο;

Πώς να αποδεχτούν φίλοι, γνωστοί, συνεργάτες, πελάτες ότι δε θα σε δουν και δε θα μιλήσετε στο φούρνο;

Ο φούρνος ήταν το άλλο σπίτι σου.

Η Γιαννίτσαινα, από χτήμα και για διακοπές το καλοκαίρι, έγινε, από εσένα, θεία, σημείο αναφοράς της οικογένειάς μας. Το κιόσκι – σπίτι και καθημερινό στέκι.

Εκεί γιορτές, εκεί ψησίματα, εκεί γλέντια, εκεί χαρές, εκεί καφές και συζητήσεις.

Θεία Μαρία, εσύ στάθηκες βράχος σε όλους μας. Με αγάπη.

Έτσι κι εμείς θα σταθούμε στο θείο, στον Τάσο και στην Κάντυ με την οικογένειά της. Είμαστε οικογένεια.

Θεία μου, χθες το πρωί, γαλήνια, έφυγες για το ταξίδι στην αιωνιότητα.

Καλή αντάμωση με τον παππούλη το Λια και τη γιαγιά την Ντίνα, τη θεία την Τασία και το θείο τον Μάριο, με τον παππού το Νίκο, τη γιαγιά την Μπέσυ και τη θεία Τασία, με την κουμπάρα σου την Ανέζω, με τη γιαγιά τη Μετάξω, με τον παππού τον Φώτη, τη γιαγιά τη Βγένω, τον παππού τον Λια τον Νταμουκά και τη γιαγιά την Παναγιώτα. Με τη γιαγιά την Κασσιανή, με το θείο τον Νίκο, με τον Ηλία. Με τη θεία την Κανέλλα, το θείο τον Γιώργο και τη Μαίρη. Και τόσους άλλους… Δώσε χαιρετίσματα σε όλους.

Σας αγαπάμε. Σε αγαπάμε, θεία Μαρία.

Καλό ταξίδι, θεία μου!

Καλή ανάπαυση και καλή Ανάσταση!

Του Ηλία Σωτ. Γιαννόπουλου

*Επικήδειος λόγος στην Εξόδιο Ακολουθία στον Ιερό Ναό Αγίου Αθανασίου Αρχιεπισκόπου Χριστιανουπόλεως Κυπαρισσίας την Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου.