«ΘΑΡΡΟΣ» 23 Ιανουαρίου 1924: Ο διπλούς φόνος της Γαράντζης

«ΘΑΡΡΟΣ» 23 Ιανουαρίου 1924: Ο διπλούς φόνος της Γαράντζης

Την 15ην Ιανουαρίου ε.έ. ήλθον εις Καλάμας και το εσπέρας την 11η ώρα επανήλθον εις την οικίαν μου εν άνω Γαράντζη, το πρωί δε (16ην Ιανουαρίου) και περί ώραν 9ην ήκουσα να φωνάζει εκ της οικίας του ο αδελφός μου Αθανάσιος: «Αδελφέ, αδελφέ, αδελφέ μου, μ’ έφαγαν».

Τότε δε ευθύς έτρεξα να ιδώ διατί φωνάζει ο αδελφός μου. Κρούω εις την θύραν, φωνάζω, αλλά δεν μου άνοιξαν. Τρέχω αμέσως εις την άλλην θύραν, από το αντίθετον δηλαδή μέρος, εφώναξα να μου ανοίξουν, αλλά δεν μου ήνοιγον. Εν τη ταραχή μου ευρίσκω κατά τύχην έναν πέλεκυν απ’ έξω από την θύραν και αρχίζω με αυτόν να κτυπώ την θύραν πολλάς φοράς, αλλ’ η θύρα δεν ηνοίγετο.

Ενώ δε εγώ εκτύπον και εφώναζον «διατί δεν μου ανοίγετε», αίφνης ακούω πυροβολισμόν οπότε μου ανοίγεται η θύρα και φεύγει εξ αυτής η νύμφη μου Γιαννούλα (η γυνή δηλαδή του αδελφού μου), το γένος Α. Λουμπρούκου, χωρίς καν να με κυττάξη.

Εισελθών δε αμέσως εντός εύρον τον αδελφόν μου να κρατή δίκαννον όπλον εις τας χείρας, πλησίον δε του παραθύρου βλέπω τον Επαμεινώνδαν Γ. Γιαλαμάν φονευμένον. Φωνάζω τότε εις τον αδελφόν μου Αθ. Π. Γιαλαμάν και του λέγω: «Αδελφέ μου, διατί τον εσκότωσες;».

Αυτός μου είπεν ότι «τον εύρον εις την οικίαν μου» και έπεσε δε εν τω μεταξύ εις το πάτωμα λέγων με: «Εσκότωσεν ο Πάνος με την γυναίκα μου η οποία με έπιασεν από τα μαλλιά, με εδάγκασεν εις τον σβέρκο, με εγύρισαν δε και οι δύο τανάσκελα, διότι με το ένα μόνον χέρι εκρατούσα τον Πάνον, εις δε το άλλον είχον το περίστροφον, το οποίον μου το επήρεν η γυναίκα μου και το έδωσεν του Πάνου και του είπε “βάρτον μας έφαγεν”», μετά δε ταύτα ελιποθύμησε.

Το περίστροφον, την λουρίδα (ζωστήρα) του Επαμ. Γ. Γιαλαμά και τον πίλον αυτού κ.λπ. παρέλαβεν ο Ανθυπομοίραρχος του σταθμού ως πειστήρια δια να τα καταθέση εις την Εισαγγελία. Ούτως έχει η υπόθεσις του φόνου του αδελφού μου.

ΝΙΚΟΛ. Π. ΓΙΑΛΑΜΑΣ